Pax Romana είναι λατινική έκφραση που μεταφράζεται ως «Ρωμαϊκή Ειρήνη». Σηματοδοτεί τη μεγαλύτερη ειρηνική περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, χωρίς ιδιαίτερες στρατιωτικές επιχειρήσεις για περίπου δύο αιώνες, από το 27 π.Χ. μέχρι το 180 μ.Χ. Την καθιέρωσε ο Καίσαρας Οκταβιανός Αύγουστος και προς τιμή του, ονομάζεται και Pax Augusta.
Βέβαια και σ’ αυτούς τους δύο αιώνες, υπήρξαν κινήματα και επαναστάσεις ή συνοριακές αψιμαχίες που έπρεπε να αντιμετωπιστούν με τα όπλα. Υπήρξαν και πόλεμοι που προκάλεσαν οι Ρωμαίοι στην προσπάθειά τους να κατακτήσουν εδάφη. Για παράδειγμα ο Τραϊανός πολέμησε επανειλημμένα εναντίον των Πάρθων, ενός λαού που κατοικούσε στα βορειοανατολικά του σημερινού Ιράν, στο Χορασάν, ενώ και ο Μάρκος Αυρήλιος αργότερα, είχε πολυετείς διενέξεις με γερμανικά φύλα στον βορρά. Παρά αυτές τις μεμονωμένες εξαιρέσεις, στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας επικρατούσε η ειρήνη και η κοινωνική γαλήνη. Δεν ξέσπασαν σοβαροί εμφύλιοι πόλεμοι ούτε επιχειρήθηκαν εισβολές. Η πειρατεία και η ληστεία εξαλείφθηκαν και το εμπόριο αναπτύχθηκε.
Τον αυτοκράτορα Οκταβιανό Αύγουστο διαδέχθηκε ο θετός γιος του Τιβέριος Ιούλιος Καίσαρας Αύγουστος (Tiberius Julius Caesar Augustus 42 π.Χ. - 37 μ.Χ.). Ο Τιβέριος που κυβέρνησε από το 14 μ.Χ. μέχρι το 37 μ.Χ., δεν επιθυμούσε την θέση του αυτοκράτορα αφού αισθανόταν «λίγος» μπροστά στο τεράστιο μέγεθος του χαρισματικού προκατόχου του ενώ αντίθετα προτιμούσε την ικανοποίηση των σεξουαλικών διαστροφών του. Ανεβαίνοντας στον θρόνο συγκρούστηκε με τη Σύγκλητο, αλλά η θητεία του κρίνεται επιτυχημένη αφού επέβαλε αυστηρά μέτρα ασφάλειας και ελέγχους στα δημοσιονομικά.
Και κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Τιβέριου, στη Μεσσηνία εμφανίστηκε και πάλι το ζήτημα των συνόρων στη Δενθελιάτιδα. Οι Μεσσήνιοι αμέσως μετά τις νέες σπαρτιάτικες διεκδικήσεις, διαμαρτυρήθηκαν και ζήτησαν την επέμβαση της Ρώμης. Το αποτέλεσμα ήταν η παραπομπή του θέματος σε ρωμαϊκή διαιτησία. Και οι Ρωμαίοι διαιτητές, όπως και παλιότερα οι Μιλήσιοι, μετά από προσεκτική εξέταση των δεδομένων έκριναν την υπόθεση υπέρ των Μεσσηνίων. Τα ανατολικά σύνορα της Μεσσηνίας ορίστηκαν πια επίσημα στη Χοίρειο Νάπη, το φαράγγι του Ρίντομου (Γουρνολάγκαδο) στη Σάντοβα. Για την ασφαλή διάκριση των συνόρων και τον μόνιμο καθορισμό της συνοριακής γραμμής αποφασίστηκε να τοποθετηθούν σταθερά ορόσημα. Αυτή η διαιτησία αποκατέστησε την ομαλότητα αφού ανακάλεσε την παλιότερη δωρεά του Οκταβιανού Αύγουστου προς τους Λάκωνες.
Ο Τιβέριος έμεινε στην Ιστορία ως σκοτεινός, μοναχικός άνθρωπος που δεν ήθελε να γίνει αυτοκράτορας. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος τον αναφέρει ως τον «σκοτεινότερο όλων των ανθρώπων». Αυτό συνέβει μετά τον πρόωρο θάνατο του πολύ επιτυχημένου Ρωμαίου στρατηγού και υιοθετημένου ανεψιού του Γερμανικού (19 μ.Χ.) αλλά και κυρίως, λίγο αργότερα, του γιου του Δρούσου (23 μ.Χ.). Τον Τιβέριο διαδέχθηκε ο γιος του Γερμανικού, ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρας Γερμανικός (Gaius Julius Caesar Augustus Germanicus, 12 μ.Χ. - 41 μ.Χ.), ο γνωστός ως Καλιγούλας.
Ο Καλιγούλας, κυβέρνησε από το 37 έως το 41 μ.Χ. Ο πατέρας του Καλιγούλα, Γερμανικός, ανιψιός και υιοθετημένος γιος του αυτοκράτορα Τιβέριου, ήταν ένας πολύ επιτυχημένος Ρωμαίος στρατηγός και ένα από τα πιο αγαπητά δημόσια πρόσωπα της Ρώμης. Η μητέρα του, Αγριππίνα η Πρεσβύτερη, ήταν η εγγονή του αυτοκράτορα Αύγουστου. Δυο χρόνια μετά τη γέννηση του Καλιγούλα, ο θείος του Τιβέριος διαδέχτηκε τον Αύγουστο στην εξουσία και έγινε Αυτοκράτορας της Ρώμης το 14 μ.Χ. Το προσωνύμιο Καλιγούλας του το «κόλλησαν», από την παιδική του ηλικία, οι στρατιώτες του πατέρα του από το υποκοριστικό της caliga (=μπότα) και σημαίνει μικρή μπότα. Η μητέρα του, Αγριππίνα η Πρεσβύτερη, ήταν εγγονή του αυτοκράτορα Οκταβιανού και ήρθε σε ρήξη με τον Τιβέριο. Αποτέλεσμα αυτής της διαμάχης ήταν η απώλεια των πέντε από τα έξι παιδιά της. Ο μόνος που επέζησε ήταν ο Καλιγούλας. Ο αυτοκράτορας Τιβέριος, που για πέντε χρόνια είχε αποσυρθεί στο Κάπρι, τον κάλεσε δίπλα του. Μετά τον θάνατο του Τιβέριου, το 37 μ.Χ., ο Καλιγούλας τον διαδέχθηκε. Ο αρχικά μετριοπαθής αυτοκράτορας έγινε υπερβολικά σκληρός απέναντι στον λαό της Ρώμης και έμεινε στην Ιστορία ως σαδιστής, σεξουαλικά διεστραμμένος και τύραννος που ενδιαφέρθηκε μόνο για την καλοπέραση και την αύξηση της εξουσίας του. Κατά τη σύντομη βασιλεία του η αυτοκρατορία προσάρτησε τη Μαυριτανία. Ο Καλιγούλας μετά από συνωμοσία, δολοφονήθηκε το 41 μ.Χ. Οι δολοφόνοι του, αξιωματούχοι της πραιτωριανής φρουράς, αποσκοπούσαν στην αποκατάσταση της ρωμαϊκής δημοκρατίας, αλλά τελικά απέτυχαν. Στη θέση του ανακήρυξαν αυτοκράτορα τον θείο του, Κλαύδιο.
Ο Τιβέριος Κλαύδιος Καίσαρας Αύγουστος Γερμανικός (Tiberius Claudius Caesar Augustus Germanicus, 10 π.Χ. – 54 μ.Χ.) κυβέρνησε από το 41 μ.Χ. έως το 54 μ.Χ. Λόγω μιας ελαφράς αναπηρίας στη βάδιση αλλά και της βαρηκοΐας που είχε «αποκτήσει» από την παιδική ηλικία του, ο Κλαύδιος γλύτωσε από τις προγραφές και εκκαθαρίσεις ευγενών που είχαν εξαπολύσει ο Τιβέριος και ο Καλιγούλας, αφού θεωρήθηκε ακίνδυνος για την κατάληψη του θρόνου. Με την άνοδο στον θρόνο του ανιψιού του Καλιγούλα, το 37 μ.Χ., ο Κλαύδιος είχε εκλεγεί ύπατος. Το 41 μ.Χ., την ημέρα της δολοφονίας του Καλιγούλα, η πραιτωριανή φρουρά τον ανακήρυξε αυτοκράτορα. Παρά την απειρία του, ο Κλαύδιος ήταν ικανός και κατάφερε να παραδώσει στην αυτοκρατορία νέους δρόμους, κανάλια ύδρευσης και υδραγωγεία. Τον Κλαύδιο διαδέχθηκε μετά τον θάνατό του, το 54 μ.Χ., πάλι με τη σύμφωνη γνώμη της πραιτωριανής φρουράς, ο Νέρων.
Ο Νέρων Κλαύδιος Καίσαρ Αύγουστος Γερμανικός ή Λεύκιος Δομίτιος Αηνόβαρβος, (37 μ.Χ. – 68 μ.Χ.) ήταν ο τελευταίος της Ιουλιο-Κλαυδιανής Δυναστείας. Η μητέρα του ήταν η Ιουλία Αγριππίνα η Νεότερη. Αυτή ήταν, δισεγγονή του Οκταβιανού Αυγούστου, κόρη του στρατηγού Γερμανικού και αδελφή του Καλιγούλα. Ο πατέρας του, Γναίος Δομίτιος Αηνόβαρβος, ήταν αξιωματούχος στην αυλή του Καλιγούλα. Καταγόταν κι αυτός από τον Οκταβιανό Αύγουστο αλλά και από τον Μάρκο Αντώνιο και είχε πεθάνει όταν ο Νέρων ήταν μόλις τριών ετών. Αφού ο Καλιγούλας δεν πρόλαβε να αποκτήσει διάδοχο και τον διαδέχθηκε ο θείος του Κλαύδιος, ο Νέρων βρέθηκε να είναι ο διάδοχος στον ρωμαϊκό θρόνο, μετά τον γάμο της μητέρας του με τον αυτοκράτορα Κλαύδιο που δεν είχε αρσενικό απόγονο. Αυτός υιοθέτησε τον Νέρονα και το 51 μ.Χ. τον ανακήρυξε ενήλικο και τον διόρισε ανθύπατο. Μετά από δύο χρόνια, με εντολή του Κλαύδιου, ο Νέρων παντρεύτηκε την κόρη του, Κλαυδία Οκταβία και έγινε έτσι ο κληρονόμος και διάδοχός του με το όνομα Νέρων Κλαύδιος Καίσαρ Δρούσος. Όπως ο Κλαύδιος, έτσι και ο Νέρων έγινε αυτοκράτορας με τη συγκατάθεση της πραιτωριανής φρουράς. Ανήλθε στον θρόνο το 54 μ.Χ., μετά τον θάνατο του Κλαύδιου έγινε ο νεαρότερος μέχρι τότε αυτοκράτορας της Ρώμης. Παρά την άνθιση του εμπορίου, της διπλωματίας και των δημόσιων έργων που έγιναν επί της βασιλείας του, ο λαός τον θεωρούσε διεφθαρμένο και ψυχαναγκαστικό. Η μητέρα του Αγριππίνα με τις δολοπλοκίες της και ένας από τους δασκάλους του, ο Σενέκας, έπαιξαν σοβαρό ρόλο στην αστάθεια της ζωής του. Το 62 μ.Χ., ο Νέρων σκότωσε την πρώτη σύζυγό του, την Οκταβία, αλλά και τη δεύτερη κι ακόμα μια τρίτη γυναίκα που δεν ήθελε να τον παντρευτεί. Το ίδιο έκανε και με τον σύζυγο μιας τέταρτης που του άρεσε. Μετά από δύο χρόνια ξέσπασε στη Ρώμη μια τεράστια πυρκαγιά που κατέστρεψε περισσότερο από το μισό της πόλης. Τότε οι περισσότεροι πίστεψαν ότι τη φωτιά είχε βάλει ο ίδιος ο Νέρων, που παρακολουθούσε τη συμφορά παίζοντας τη λύρα του. Αυτός έριξε όμως την ευθύνη στους χριστιανούς ξεκινώντας τον πρώτο διωγμό τους. Μετά την πυρκαγιά, ο Νέρων ξεκίνησε τα έργα για την ανοικοδόμηση της πόλης. Για τον εαυτό του διάλεξε τη χλιδή και τη μεγαλοπρέπεια. Η κακοδιοίκηση οδήγησε, το 68 μ.Χ., τον καταπιεσμένο λαό της Ρώμης σε επανάσταση. Τα επαναστατικά στρατεύματα υπό τη διοίκηση του επικεφαλής της ισπανικής στρατιάς Γάλβα και τη σύμπραξη της αυτοκρατορικής φρουράς, κινήθηκαν για τη Ρώμη. Ο Νέρων βρισκόταν σε εκστρατεία στην Ιουδαία, όπου αδυνατώντας να αυτοκτονήσει διέταξε έναν αυλικό να τον σκοτώσει. Τον Ιούνιο του 68 μ.Χ., η Ρώμη βυθίστηκε στο χάος που χαρακτηρίζεται ως το «έτος των τεσσάρων αυτοκρατόρων».
Στον θρόνο ανέβηκε για επτά μήνες, ο στρατιωτικός Σέρβιος Σουλπίκιος Γάλβας (Servius Sulpicius Galba, 3 π.Χ. – 69 μ.Χ.) από το 68 έως το 69 μ.Χ. Τον Γάλβα διαδέχθηκε ο Μάρκος Σάλβιος Όθων (Marcus Salvius Otho Caesar Augustus, 32 μ.Χ. – 69 μ.Χ.). Αυτός συνόδευε τον Γάλβα στην πορεία προς τη Ρώμη, φιλοδοξώντας να τον διαδεχθεί. Τελικά τον δολοφόνησε. Τρεις μήνες αργότερα αυτοκτόνησε κι ο Όθων. Στον θρόνο ανέβηκε τον Απρίλιο του 69 μ.Χ. ο Αΐλιος Βιτέλλιος Γερμανικός (Aulus Vitellius Germanicus Augustus, 15 μ.Χ. – 69 μ.Χ.). Έμεινε στην εξουσία για οκτώ μήνες. Ακολούθησε η στάση των λεγεώνων της Ανατολής που ανακήρυξαν αυτοκράτορα τον διοικητή τους, Βεσπασιανό. Ο Βιτέλλιος εκτελέστηκε στη Ρώμη με αποκεφαλισμό από στρατιώτες του Βεσπασιανού στις 22 Δεκεμβρίου του 69 μ.Χ.
Ο Τίτος Φλάβιος Βεσπασιανός (Titus Flavius Vespasianus, 9 - 79 μ.Χ.) ήταν ο ιδρυτής της δυναστείας των Φλάβιων. Έμεινε στην εξουσία για δέκα χρόνια, από το 69 μέχρι το 79 μ.Χ.). Οι μεταρρυθμίσεις του είχαν στόχο να βγάλουν τη Ρώμη από την παρακμή και να φέρουν πολιτική σταθερότητα. Έργο του είναι το Κολοσσαίο της Ρώμης.
Μέσα σε όλη αυτή την αναστάτωση, στη Μεσσηνία εμφανίστηκαν και πάλι οι προαιώνιες έριδες με τους Σπαρτιάτες για τη Δενθελιάτιδα. Τότε μπήκαν στα σύνορα Μεσσηνίας-Λακωνίας, πενήντα «αμετάθετοι όροι», από τα αρκαδικά σύνορα μέχρι τα παράλια του Μεσσηνιακού Κόλπου. Το έργο της χάραξης, πού εκκρεμούσε από την εποχή του αυτοκράτορα Τιβέριου, ανέλαβε ο χωρομέτρης Τίτος Φλάβιος Μονόμιτος, κατόπιν εντολής των Ρωμαίων διοικητών της επαρχίας της Αχαΐας (Provincia Achaiae). Αυτοί οι «όροι» ήταν συνήθως δυσκολομετακίνητοι φυσικοί βράχοι ή λίθινες ενεπίγραφες στήλες, που πάνω τους είχαν χαραγμένα σύμβολα που καθόριζαν τη θέση των συνόρων. Αυτό ήταν ένα σύστημα οριοθέτησης που έμοιαζε με τις Αθηναϊκές Ερμές. Κάποιοι από αυτούς τους όρους, που αναφέρονται και από τον περιηγητή Παυσανία, έχουν σωθεί και σήμερα και πάνω τους υπάρχει χαραγμένη η επιγραφή: «όρος Λακεδαιμονίων προς Μεσσήνην» ή και αντίθετα. Μια αποσπασματικὰ σωζόμενη ενεπίγραφη στήλη που περιγράφει τη συνοριακή γραμμή Μεσσηνίας- Λακωνίας ανακάλυψε το 1896 ο ανασκαφέας της αρχαίας Μεσσήνης Θεμιστοκλής Σοφούλης:
[……..ἐπὶ πέτραν, ἐν ᾗ Ο καὶ Ρ ἐν μέσῳ ἐπε̣γράφη· ἀ̣πὸ τῆσδε κατ’ ἄκρον ὡς πόδες ω· κἀκεῖθεν εἰς κατάβασιν ὡς πόδε̣ς —ʹ ἐπὶ πέτραν ἐπεγράφη "ὅρος"· ἀπὸ τῆσδ̣ε εἰς κοῖλον ὡς πόδες τ· κἀκεῖθεν, καθὼς ἡ̣ φ̣ύσις περινεύει, ἐπὶ κορυφὴν ὡς π̣όδες —ʹ· κἀκεῖθεν ἐν καταβά̣σει ἐπὶ πέτραν ὡς πόδες σ, ἐν ᾗ ἐπεγράφη "ὅρος Μεσσήνῃ πρὸς Λακεδαίμονα"·
ἀπὸ τῆσδε ὑπ̣ὲρ τὸν κρη̣μνὸν ὡς πόδες ϟ ἐπὶ πέτραν ἐπεγράφη Ο καὶ Ρ ἐν μέσῳ καὶ Λ v κ̣αὶ Μ· ἀπὸ τῆσδε κατὰ τὸ ἀπόκρημνον ἐ̣πὶ τὸ ἱερόν, ὃ προσονομάζουσιν Ἀρτέμιτος Λιμνάτιος, ὅ ἐστιν ὑπὲρ τὸν χειμάρ̣ρ̣ουν, ὃν προσονομάζουσιν Χοίρει̣ον, ὃς ὁρίζει Μεσσήνῃ καὶ Λακεδαίμονι πρὸς Ἐλευθερολάκω̣νας.
Τ(ίτος) Φλαούιος Σεβαστοῦ Οὐεσπασιανοῦ ἀπελεύθερος Μονόμιτος χωρομέτρης τοὺς π̣ρογεγραμμένους ὅρους ἀντιβαλὼν ὑπέγραψα Δέκμῳ Ἰουνίῳ Πρείσκῳ Λ(ευκίῳ) Καιειονίῳ Κομόδῳ ὑπά̣τοις πρὸ ιθ Καλανδῶν Ἰανουαρίων ἐν Πάτραις. ]
Στην επιγραφή, σημεία αναφοράς ήταν ο «Χοίρειος χείμαρρος» και ένα ιερό της Λιμνάτιδος Αρτέμιδος που ήταν το βόρειο φυσικό όριο ανάμεσα στη Μεσσηνία, την Αρκαδία και τη Λακωνία. Οι αποστάσεις είχαν μετρηθεί σε ρωμαϊκούς πόδες.
Στη Ρώμη, ο Βεσπασιανός κατάφερε να φέρει πολιτική σταθερότητα. Τον διαδέχτηκε ο γιος του Τίτος Φλάβιος Βεσπασιανός (Titus Flavius Vespasianus, 39 μ.Χ. – 81 μ.Χ.). Διετέλεσε αυτοκράτορας από το 79 μ.Χ έως το 81 μ.Χ. Πέθανε από πανώλη σε επιδημία και τον διαδέχτηκε ο νεώτερος του αδελφός Δομιτιανός.
Ο Τίτος Φλάβιος Δομιτιανός (Titus Flavius Domitianus, 51 μ.Χ. – 96 μ.Χ.) ήταν ο τελευταίος από τη δυναστεία των Φλάβιων και κυβέρνησε από το 81 μ.Χ. έως το 96 μ.Χ. Αυταρχικός, έμεινε στην Ιστορία για τους διωγμούς και τα μαρτύρια που υπέστησαν την εποχή του οι χριστιανοί. Δολοφονήθηκε, μετά από συνομωσία, το 96 μ.Χ. Την ίδια ημέρα της δολοφονίας του Δομιτιανού η Σύγκλητος ανακήρυξε αυτοκράτορα τον Νέρβα.
Ο Μάρκος Κοκκήιος Νέρβας (Marcus Cocceius Nerva, 30 μ.Χ. – 98 μ.Χ.) κυβέρνησε τη Ρώμη από το 96 μ.Χ. μέχρι το 98 μ.Χ. Την εποχή του Νέρωνα ήταν ακόλουθος του αυτοκράτορα και αργότερα διορίστηκε ύπατος. Μετά τη δολοφονία του Δομιτιανού, η Ρωμαϊκή σύγκλητος τον ανακήρυξε αυτοκράτορα. Αναλαμβάνοντας, κατάργησε τις ανελεύθερες μεθόδους του προκατόχου του αλλά στη σύντομη θητεία του δεν κατάφερε να ελέγξει τον ρωμαϊκό στρατό, που ήταν πιστός στον Δομιτιανό και απαιτούσε την τιμωρία των δολοφόνων του. Η στρατιωτική εξέγερση του 97 μ.Χ. τον ανάγκασε να υιοθετήσει ως διάδοχό του τον νεαρό στρατηγό Τραϊανό, που μετά τον θάνατο του τον επόμενο χρόνο τον διαδέχθηκε.
Ο Μάρκος Ούλπιος Τραϊανός (Marcus Ulpius Traianus, 53 μ.Χ. – 117 μ.Χ.) ως αυτοκράτορας ονομάστηκε Nerva Traianus Augustus, κυβέρνησε από τον Ιανουάριο του 98 μ.Χ μέχρι το 117 μ.Χ. Αυτός καθιέρωσε το σύστημα της αυτοκρατορικής υιοθεσίας. Κατακτώντας την Αρμενία, τη Μεσοποταμία και τη Δακία, έφτασε την αυτοκρατορία στη μεγαλύτερη έκτασή της και προχώρησε στον εκρωμαϊσμό των επαρχιών. Τον διαδέχθηκε ο θετός γιος του, Αδριανός.
Ο Πόπλιος Αΐλιος Τραϊανός Αδριανός (Publius Aelius Traianus Hadrianus, 76 μ.Χ. – 138 μ.Χ.) κυβέρνησε από το 117 μ.Χ. μέχρι το 138 μ.Χ. Ο Αδριανός ήταν στωικός και επικούρειος φιλόσοφος, βαθύτατα ουμανιστής και φιλέλληνας μελετώντας τα έργα κυρίως των Επίκτητου και Ηλιόδωρου. Γι’ αυτό τον αποκαλούσαν Graeculus (Μικρό Έλληνα). Στη διακυβέρνησή του έχτισε πολλά δημόσια κτήρια, βιβλιοθήκες, υδραγωγεία, λουτρά και θέατρα. Επισκέφτηκε την Ελλάδα το 125 μ.Χ. και προσπάθησε να την κάνει διοικητικά ενιαία. Ίδρυσε το «Πανελλήνιο», μια ελληνική βουλή, αλλά δεν τα κατάφερε κυρίως λόγω της ασυνεννοησίας των Ελλήνων. Εκεί γνώρισε τον Αντίνοο, έναν νεαρό Έλληνα από τη Βιθυνία και συνδέθηκε μαζί του. Ο πνιγμός του Αντίνοου στον Νείλο, το 130 μ.Χ., τον έριξε σε βαρύ πένθος. Ο Αδριανός πέθανε το 138 μ.Χ.
Τον διαδέχθηκε ο θετός γιος του, Τίτος Φούλβος Αΐλιος Αδριανός Αντωνίνος (Titus Fulvus Aelius Hadrianus Antoninus, 86 μ.Χ. – 161 μ.Χ.), γνωστός και ως Αντωνίνος ο Ευσεβής (Antoninus Pius). Κυβέρνησε από το 138 μ.Χ. μέχρι το 161 μ.Χ. Η βασιλεία του θεωρείται μια από τις καλύτερες περιόδους της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πέθανε από πανώλη σε επιδημία, το 161 μ.Χ. Τον διαδέχθηκε ο θετός γιος του Μάρκος Αυρήλιος.
Ο Μάρκος Αυρήλιος Αντωνίνος Αύγουστος (Marcus Aurelius Antoninus Augustus, 121 μ.Χ. – 180 μ.Χ.) βασίλευσε από το 161 μ.Χ. έως το 180 μ.Χ. Αρχικά κυβέρνησε ως συναυτοκράτορας με τον Λεύκιο Βέρο έως τον θάνατο του Βέρου το 169. Θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους στωικούς φιλοσόφους. Έγραψε, στα ελληνικά, το περίφημο έργο «Τα εις εαυτόν», κατά τη διάρκεια των εκστρατειών του. Ακόμη και σήμερα, το έργο του θεωρείται οδηγός για την διακυβέρνηση με γνώμονα το καθήκον και τη δίκαιη εξυπηρέτηση του λαού.
Ο θάνατος του Μάρκου Αυρήλιου το 180 μ.Χ. σηματοδότησε και το τέλος της Pax Romana.
[Φωτό: Μαρμάρινο άγαλμα σε φυσικό μέγεθος του αυτοκράτορα Πόπλιου Αίλιου Αδριανού. (117 έως 138 μ.Χ.). Μουσείο της Τροίας, Τσανάκκαλε].
