Χρειάστηκαν 8 χρόνια, για να υλοποιηθεί μια αυτονόητη παρέμβαση, την ώρα που στην Ευρώπη τέτοια συστήματα λειτουργούν εδώ και δεκαετίες. Η ίδια εικόνα εμφανίζεται στους αυτοκινητόδρομους, που η Ελλάδα απέκτησε μετά το 2000, ενώ στην υπόλοιπη ήπειρο αποτελούν υποδομή του περασμένου αιώνα. Και, φυσικά, ευρωπαϊκό τρένο δύσκολα θα δούμε πριν από το 2050, παρά τις κατά καιρούς φιλόδοξες εξαγγελίες, που σπάνια συνοδεύονται από ουσιαστική πρόοδο ή σταθερή χρηματοδότηση.
Το πρόβλημα δεν είναι τεχνικό. Είναι βαθιά πολιτικό. Η χώρα, παρά την πρόοδό της, παραμένει οργανωμένη γύρω από ισχυρά τοπικά και οικογενειακά δίκτυα, τα οποία επηρεάζουν τον τρόπο λειτουργίας του κράτους και τις προτεραιότητες της δημόσιας διοίκησης. Αυτό το προνεωτερικό υπόστρωμα καθορίζει τις επιλογές των κυβερνήσεων, συχνά με κριτήριο όχι το κοινό συμφέρον, αλλά το πολιτικό όφελος σε επίπεδο εκλογικής περιφέρειας. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, οι μεταρρυθμίσεις εξελίσσονται αργά, ενώ κάθε προσπάθεια θεσμικής συνέχειας εξαρτάται από το εκάστοτε κυβερνητικό κλίμα. Το μόνιμο έλλειμμα εμπιστοσύνης ανάμεσα στο κράτος και τους πολίτες αφήνει χώρο στην ψηφοθηρία και στις πελατειακές εξυπηρετήσεις, που καθυστερούν κάθε σοβαρό σχεδιασμό.
Έτσι δυσκολεύεται τόσο η περιφερειακή ενοποίηση όσο και η δημιουργία ενός συνεκτικού εθνικού πλαισίου ανάπτυξης, ικανού να υπερβεί τοπικές αντιστάσεις και μικροκομματικούς υπολογισμούς. Η περίπτωση των καμερών δείχνει ότι η Ελλάδα δεν υστερεί σε τεχνογνωσία ή δυνατότητες. Υστερεί στη βούληση να υπερβεί τις παλιές δομές που τη φρενάρουν. Και όσο αυτές θα παραμένουν ισχυρές, η χώρα θα συνεχίζει να κινείται με βαλκανικούς ρυθμούς, φτάνοντας πάντα αργά σε όσα οι άλλοι θεωρούν αυτονόητα.
