Κι όμως, την ίδια στιγμή, κυβερνητικά στελέχη και τοπικοί άρχοντες πανηγυρίζουν για την «αναπτυξιακή» τους πολιτική. Προφανώς αδυνατούν να δουν την πραγματικότητα: μια κοινωνία που ξαναβυθίζεται στο αίσθημα της αδικίας. Και η αδικία είναι εκείνη που απειλεί να καταπιεί όσα με κόπο χτίστηκαν τις τελευταίες δεκαετίες. Αρκεί μια ματιά στα νοικοκυριά για να διαπιστώσει κανείς την αλήθεια. Σήμερα η κατάσταση είναι πιο δύσκολη απ’ ό,τι το 2008, στην αρχή της παγκόσμιας κρίσης. Τότε υπήρχε έστω ένα μικρό αποθεματικό για ώρα ανάγκης. Τώρα, αντί για αποταμιεύσεις, υπάρχουν μόνο χρέη – προς το Δημόσιο, τις τράπεζες, ακόμα και προς τρίτους.
Πώς να απεργήσει ένας εργαζόμενος για καλύτερο μισθό, όταν ξέρει ότι η απώλεια μιας μέρας μπορεί να σημαίνει καθυστέρηση σε μια δόση ή σε έναν λογαριασμό; Έτσι, περιμένει μοιρολατρικά να «βγει ο μήνας». Οι επιχειρήσεις, από την άλλη, μετακυλούν το κόστος στους καταναλωτές, για να επιβιώσουν. Όσες δεν μπορούν, στέκουν απλώς και περιμένουν, με την ελπίδα ότι –όπως και στο παρελθόν– θα πέσει κάποιο «σωσίβιο» από τη Δύση, για να μη χαθεί η Ελλάδα από τον ευρωατλαντικό χάρτη.
Στη Μεσσηνία, η κατάσταση θα ήταν τραγική αν δεν υπήρχε το τουριστικό ρεύμα και, κυρίως, το εισόδημα του ελαιολάδου. Η καλή περσινή καλή τιμή έδωσε μια ανάσα στην τοπική οικονομία, αλλά δεν μπορεί να κρύψει τη σκληρή αλήθεια: δεν έχουν όλοι οι πολίτες πρόσβαση σε εισόδημα από λάδι ή τουρισμό. Ακόμα κι όσοι έχουν, δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα με την ακρίβεια και τα χρέη. Οι υπόλοιποι περιορίζουν τις ανάγκες τους στο ελάχιστο και γεμίζουν με οργή. Κι αυτή η οργή δεν θα μείνει για πάντα σιωπηλή. Αργά ή γρήγορα θα εκραγεί, με συνέπειες απρόβλεπτες όχι μόνο για την οικονομία, αλλά και για την κοινωνική συνοχή και τη δημοκρατία μας.