Το βιβλίο του Κώστα Γουλιάμου και η συνάντηση που οργανώθηκε για την παρουσίασή του ήταν μια καλή ευκαιρία για να ανταλλάξουμε γνώμες. Σε πολλά θέματα διαφέρουν ο τρόπος που αναλύουμε τα φαινόμενα, οι έννοιες που χρησιμοποιούμε και, φυσικά, τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγουμε. Μέσα από τον διάλογο διευρύνουμε ίσως τις δυνατότητες για την κατανόηση του κόσμου στον οποίο ζούμε.
Με αρκετές επισημάνσεις του κ. Γουλιάμου συμφωνώ. Η σπουδαιότερη διαφορά μας είναι μεθοδολογική. Αφορά δηλαδή στο πώς μπορεί κανείς να αναλύει τα πράγματα και να εμπλουτίζει τη γνώση.
Στην πολιτική μας κουλτούρα υπάρχει ένας έντονος «ανεδαφισμός» όπως θα έλεγε ο Δημήτρης Γληνός. Σε αυτή συχνά αφετηρία είναι ένα ασαφές και ανιστορικό πρότυπο ή ιδανικό, ή, σε πιο τεχνική ορολογία, μια αφηρημένη ουτοπία. Με αυτή βάζουν την πραγματικότητα να αναμετριέται! Το αποτέλεσμα είναι να παραβλέπεται η ιστορική εμπειρία και η συγκεκριμένη ανάλυση προβλημάτων σε αναζήτηση πρακτικών λύσεων.
Ηδη ο τίτλος προαναγγέλλει ότι το βιβλίο δεν θα λάβει υπόψη την πολυμορφία της πραγματικότητας του κόσμου και της Ευρώπης -τα θετικά και τα αρνητικά. Επομένως κλείνει τον δρόμο για διαφοροποιήσεις και οποιαδήποτε σύγκριση με εναλλακτικά σχήματα που δοκιμάσθηκαν στο παρελθόν ή δοκιμάζονται σήμερα. Διευκρινίζω τα παραπάνω με ένα παράδειγμα: Δεν υπάρχει ένας καπιταλισμός στην Ευρώπη και στον κόσμο, αλλά πολλοί. Η βιβλιογραφία ασχολείται εντατικά με τα αντίστοιχα μοντέλα του «welfare capitalism» που είναι ένα είδος μικτού συστήματος σε διαφορετικές εκδοχές και με διαφορετικές οικονομικές και κοινωνικές επιδόσεις. Οι τύποι αυτοί διαφέρουν ως προς πολλά: Το μέγεθος και την ποιότητα του κράτους, τη δομή της κοινωνικής πολιτικής, τα ρυθμιστικά της οικονομίας συστήματα, τις εργασιακές σχέσεις κ.ά.
Οτι είναι μικτά συστήματα φαίνεται και σε απλά στοιχεία. Αν θέλουμε να κυριολεκτούμε, καπιταλισμός σημαίνει ατομική ιδιοκτησία και ελεύθερος ανταγωνισμός στις αγορές. Το κράτος όμως έχει έντονη παρουσία ιδίως μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του ’30. Σήμερα πάνω από 45% των δραστηριοτήτων ελέγχονται από αυτό μέσω των δαπανών και των φόρων και της γραφειοκρατίας του. Ρυθμίζει τις οικονομικές δραστηριότητες, αλλού καλά, αλλού άσχημα όπως στην Ελλάδα, αναδιανέμει πόρους (και πάλι αλλού αποτελεσματικά, αλλού όχι), περιορίζει την επιχειρηματική επιδίωξη του κέρδους με πάσης φύσεως ρυθμίσεις που αφορούν στο περιβάλλον, στην προστασία του καταναλωτή, στην υγεία, δημιουργεί υποδομές -και πάλι αλλού καλά και αλλού όχι. Αν λάβουμε υπόψη όλα αυτά, τότε βέβαια μπορούμε να ασχοληθούμε με τα συγκεκριμένα προβλήματα των κοινωνιών μας.
Ζούμε λοιπόν σε έναν αγγελικό κόσμο και ο συγγραφέας δεν το έχει αντιληφθεί; Οχι. Ανέφερα ήδη ότι υπάρχουν διαφορές -ορισμένα μικτά συστήματα λειτουργούν καλά, άλλα όχι- και σημαντικά προβλήματα. Υπάρχουν όμως τρία μείζονα και εν τινί μέτρω κοινά προβλήματα που σωστά απασχολούν τον συγγραφέα, όπως:
- Οι διευρυνόμενες ανισότητες εισοδημάτων και πλούτου που συνυφαίνονται και με τη διόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα, και
- Η συγκέντρωση οικονομικής δύναμης μέσω της υπερτροφίας του χρηματοπιστωτικού τομέα (financialization) που βέβαια έχει επιπτώσεις στη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών και της πραγματικής οικονομίας.
Με πολλές σχετικές παρατηρήσεις του κ. Γουλιάμου συμφωνώ αλλά νομίζω ότι θα έπρεπε να είναι η αρχή μόνο μιας βαθύτερης ανάλυσης. Π.χ. στο θέμα των ανισοτήτων συγκρίσεις με καπιταλιστικές χώρες θα βοηθούσαν περισσότερο. Υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στα προηγμένα καπιταλιστικά κράτη που οφείλονται εκτός άλλων σε διαφορετικές αξίες των κοινωνιών, σε διαφορετικούς θεσμούς και διαφορετικές πολιτικές που εφαρμόζονται εκεί. Οι συγκρίσεις μάς βοηθούν να αναζητήσουμε μεθόδους για τη μείωση των ανισοτήτων, αν αυτός είναι ο στόχος μας και όχι η υπαινισσόμενη ουτοπία της απόλυτης ισότητας. Οι λύσεις αυτές μπορούν να έλθουν μέσω της πολιτικής διαδικασίας σε δημοκρατικές κοινωνίες και όχι με τη διάλυση της οικονομίας της αγοράς -μέσω της φορολογίας του πλούτου και της κληρονομιάς πλούτου ή μέσω μιας προοδευτικής φορολογίας εισοδήματος και μέσω της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής.
Τέλος, η εικόνα της Ευρώπης που δίνει το βιβλίο είναι ελλειπτική. Ενα παράδειγμα: Δεν έχει δίκιο όταν υποστηρίζει ότι «πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο» (ΠΔΠ) της ΕΕ το οποίο θεωρεί ότι «αποτελεί βασικό μοχλό αναδιανομής εισοδήματος στο επίπεδο της ΕΕ […] για τη χρηματοδότηση των μονοπωλιακών-πολυεθνικών ομίλων και εταιρειών» (σελ. 28).
Τώρα, στο πλαίσιό του χρηματοδοτούν οι πλουσιότερες χώρες τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ και αυτά με τη σειρά τους χρηματοδοτούν αναπτυξιακές και κοινωνικές δράσεις στις χώρες με μεγάλες υστερήσεις. Π.χ. κατασκευή έργων υποδομής (δρόμους, λιμάνια), βελτίωση της επιμόρφωσης και επαγγελματικής κατάρτισης, κίνητρα για την καινοτομία και την προώθηση εξαγωγών και τελικά την απασχόληση. Είναι επομένως το ακριβώς αντίθετο από αυτό που υποστηρίζει ο συγγραφέας -αναδιανομή από τους πλούσιους στους φτωχούς. Αλλο θέμα αν είναι «αρκετή» και αν την αξιοποιούμε ως χώρα σωστά, πράγμα για το οποίο αμφιβάλλω.
Εδώ θεωρώ αναγκαίο να διευκρινίσω ότι το ευρωπαϊκό οικοδόμημα στηρίζεται σε κοινά στοιχεία (και αξίες) που χαρακτηρίζουν πλουραλιστικές κοινωνίες με οικονομία της αγοράς και δημοκρατικούς θεσμούς. Με άλλα λόγια η ΕΕ περιλαμβάνει κράτη με το ίδιο οικονομικό και κοινωνικό σύστημα (μικτές οικονομίες) και επομένως είναι λογικό να οικοδομεί πάνω σε αυτά τα θεμέλια και να τα ενισχύει.
Η αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης είναι βαθιά ριζωμένη στο ευρωπαϊκό σύστημα. Βέβαια, η σημερινή οικονομική πολιτική λιτότητας (δηλαδή να μη φορτώνονται οι επόμενες γενιές με χρέη) επιβάλλει την αναδόμηση και εκλογίκευση του κοινωνικού κράτους. Ομως η αρχή της αλληλεγγύης δεν αμφισβητείται. Η Ευρώπη διαθέτει ένα ελκυστικό κοινωνικό μοντέλο αν και σε διαφορετικές εκδοχές και με αρκετά προβλήματα. Βάση του είναι ο οικονομικός δυναμισμός και εκσυγχρονισμός των δομών ώστε να διασφαλίσει την ευημερία σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης.
Συνολικά εκτιμώ ότι η ΕΕ είναι ένα πετυχημένο πείραμα.