“Το έθνος πρέπει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές” έλεγε ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός, αλλά στην επίσημη Ελλάδα είθισται οι αποδιδόμενες τιμές στους ποιητές μας να είναι πομφόλυγες και κούφια λόγια, να κατατίθενται δημόσια και με παράτες -αντί στεφάνων- σχεδόν πάντα μετά θάνατον, ενώ διαχρονικά οι διαχειριστές της εξουσίας (και οι κολαούζοι τους) πράττουν τα ακριβώς αντίθετα από τις σπουδαίες παρακαταθήκες των μεγάλων μας ποιητών.
Έτσι έφτασε μόνη η Ελλάς σε όλη την Δύση να αναγορεύσει (με την βοήθεια των μεγάλων δυνάμεων του «ελεύθερου» κόσμου) τους δωσίλογους και προδότες συνεργάτες των ναζί κατακτητών σε «εθνικόφρονες» και «πατριώτες» (τους ηττημένους του πολέμου δηλαδή), να τους εγκαταστήσει ως νικητές και κυβερνώντες της ελευθερωμένης Ελλάδας (για την οποία οι ίδιοι έκαναν τα πάντα να παραμείνει κατακτημένη και υπόδουλη), παραγράφοντας ακόμα και με τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις όλα τους τα ειδεχθή και κατά συρροή εγκλήματα.
Και ακόμα έφτασε μόνη η Ελλάς σε όλη την Δύση να αναγορεύσει τους μαυραγορίτες και γερολαδάδες της κατοχής σε οικονομικούς παράγοντες και εθνικούς «επενδυτές» (εφοπλιστές και βιομήχανους), να τους αναθέσει την απόλυτη διαχείριση όλων των ταμείων των πολεμικών αποζημιώσεων - αποκαταστάσεων και ανοικοδόμησης, εκτοξεύοντας την προσωπική τους περιουσία σε δυσθεώρητα ύψη και διασφαλίζοντας ότι οι οικογένειες αυτές συνεχίζουν να απομυζούν τον τόπο (οδηγώντας πολλούς στον ατιμωτικό θάνατο της πείνας), φτάνοντας μέχρι της μέρες μας αδιάλειπτα να λυμαίνονται το δημόσιο ταμείο και να ξεπουλάνε μπιρ παρά την δημόσια περιουσία και τον πλούτο της χώρας.
Τέλος έφτασε μόνη η Ελλάς σε όλη την Δύση, τους αγνούς πατριώτες που μαζικά πολέμησαν τους φρικαλέους κατακτητές, με ανυπολόγιστο κόστος και νίκησαν την πιο σύγχρονη (τότε) και πιο αδυσώπητη πολεμική μηχανή (μαζί με τους δωσίλογους ντόπιους «γερμανοτσολιάδες» συνεργάτες τους) και επειδή το μόνο τους έγκλημα ήταν ότι ονειρεύτηκαν μια ελεύθερη, δίκαιη και σοσιαλιστική κοινωνία, να τους διώκει για πολλά χρόνια (με στημένα έκτακτα στρατοδικεία) ανελέητα ως «προδότες», «μιάσματα» και «κατασκόπους» με αποτέλεσμα να γεμίσουν οι φυλακές, τα ξερονήσια και τα τρελάδικα, ενώ πολλοί οδηγήθηκαν στα εκτελεστικά αποσπάσματα.
Οι αναθεωρητές της ιστορίας συνεχίζουν και ξαναγράφουν την πραγματικότητα όπως τους βολεύει και εξακολουθούν να διχάζουν επικίνδυνα, ξανανοίγοντας την παλιά πληγή, σε κάθε ευκαιρία.
Αίφνης πριν λίγες ημέρες, μετά την κηδεία του Διονύση Σαββόπουλου σχολιάζοντας, ο -πολιτικός αναλυτής, αρθρογράφος της «Καθημερινής» αλλά και διανομέας «πιστοποιητικών εθνικοφροσύνης»- Ανδρέας Δρυμιώτης την απουσία των ηγεσιών των προοδευτικών (Αριστερών) κομμάτων από την κηδεία του καλλιτέχνη, σημείωσε με διχαστικό, δηλητηριώδη και τοξικό λόγο:
“Οι άδειες καρέκλες στην κηδεία του Σαββόπουλου πρέπει να προβληματίσουν τον κάθε σκεπτόμενο Έλληνα. Πλέον, το να είσαι Αριστερός έχει καταλήξει να μην είσαι Έλληνας”.
Όταν η προστυχιά επιχειρηματολογεί υπέρ του πατριωτισμού και η σκατοψυχιά υπέρ της Ελληνικότητας, τότε δικαιώνεται πανηγυρικά ο Άγγλος συγγραφέας Σάμουελ Τζόνσον ο οποίος είχε καυστικά καταθέσει την αλήθεια του όταν έλεγε: “Ο πατριωτισμός είναι το τελευταίο καταφύγιο των παλιανθρώπων”.
Αλήθεια Ανδρέα Δρυμιώτη μπορείς να πεις, σε μας τους Αριστερούς που ωστόσο κατ’ εσένα δεν είμαστε ούτε σκεπτόμενοι, ούτε Έλληνες, για παράδειγμα:
Πόσο Έλληνες είναι αυτοί που μπαζώσανε τον χώρο που εκτυλίχθηκε η μεγαλύτερη, τραγικότερη και πλέον ανείπωτη σιδηροδρομική τραγωδία που συνέβη ποτέ στην χώρα με, τουλάχιστον, την πολιτική ευθύνη να βαρύνει απόλυτα τον Κυριάκο Μητσοτάκη και την κυβέρνηση του;
Ποσό Έλληνες είναι αυτοί που έδωσαν εντολή, το πρώτο κιόλας 24ωρο, να μεταφερθούν τα υπολείμματα των λειψάνων των νεκρών παιδιών, μαζί με τα μπάζα, σε απομακρυσμένο και κρυφό ιδιωτικό οικόπεδο;
Πόσο Έλληνες είναι οι εμπλεκόμενοι στο έγκλημα υπουργοί της αγαπημένης σου κυβέρνησης, οι οποίοι καν δεν ελέγχθηκαν από την τακτική δικαιοσύνη (παρά την απαίτηση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας) γιατί με τον νόμο περί ευθύνης υπουργών και την πλειοψηφία της ΝΔ στην Επιτροπή της Βουλής βγήκαν όλοι λάδι;
Πόσο Έλληνες είναι όσοι άφησαν -για περισσότερες από τρεις εβδομάδες- έναν χαροκαμένο πατέρα να κάνει απεργία πείνας ζητώντας το αυτονόητο, την εκταφή των λειψάνων του παιδιού του για να γίνει ιστολογική εξέταση και να προσδιοριστούν τα ακριβή αίτια του θανάτου του;
Πόσο Έλληνες είναι όσοι (αφού σας νίκησε ο χαροκαμένος πατέρας) θεσμοθετήσανε την απαγόρευση των συγκεντρώσεων και διαδηλώσεων στην πλατεία Συντάγματος, μεταφέροντας την αρμοδιότητα της ……καθαριότητας του χώρου στο Υπουργείο της Εθνικής Άμυνας;
Πόσο Έλληνες είναι όσοι θελήσανε να σβήσουν τα ονόματα των 57 νεκρών από την πλατεία και όσοι δήλωσαν ότι “Δεν είναι για καντηλάκια από το ΙΚΕΑ ο χώρος του Αγνώστου Στρατιώτη”;
Προφανώς και δεν είμαστε όλοι ίδιοι (σαν τα μούτρα σου) προφανώς και δεν αμφισβητούμε εμείς οι Αριστεροί (παρά τα διαπραχθέντα πιο πάνω «εγκλήματα») ούτε τον πατριωτισμό, ούτε την Ελληνικότητα της Δεξιάς, και όχι φυσικά για την γελοιότητα που επικαλείσαι, ότι αυτοί πήγαν στην κηδεία του Διονύση Σαββόπουλου.
Στο κάτω κάτω της γραφής
“Ο Έλληνας, όταν βλέπει τον εαυτό του στον καθρέφτη, αντικρίζει είτε τον Μεγαλέξαντρο, είτε τον Κολοκοτρώνη, είτε (τουλάχιστον) τον Ωνάση. Ποτέ τον Καραγκιόζη…”.
Νίκος Δήμου, Έλληνας συγγραφέας
