Έδωσαν οι άνθρωποι, έδωσαν και ξόδεψαν μια ζωή μέσα στο αδήριτο χάος των μεταξύ τους σχέσεων, δεν αποφάσισαν όμως ποτέ να αδράξουν την ευκαιρία της μοναδικής συνύπαρξης σε τούτο τον κόσμο που τελειώνει λίγο μετά αφότου αρχίσει μιας και οι στιγμές καταπίνουν τα πάθη και ο χρόνος εξαϋλώνει τις ελπίδες για γόνιμη και δημιουργική συνέχεια.
Μίλησαν διαφορετικές γλώσσες, βίωσαν διαφορετικούς πολιτισμούς και αναπαύθηκαν στις δάφνες του ψευδεπίγραφου παρελθόντος που για να γίνει μέλλον, έλαμψε και λάμπει δια της απουσίας του στο καθημερινό αναβατόριο του πεπερασμένου γίγνεσθαι.
Είναι δηλαδή αυτός ο κόσμος ο εμπειρικός που υφίσταται μέσα στην πλάνη και την διάτρητη καθημερινότητα, την ρητή μετάλλαξη και μεταβολή σε όλα τα επίπεδα, ο κόσμος της σαρωτικής ευελιξίας που καταλήγει πάντα στην άκαμπτη στατικότητα, για να περνούν τα χρόνια και όλοι να κάνουν την ίδια κίνηση, να νοσταλγούν την δική τους νιότη που τάχα ήταν η πιο γεμάτη. Η αχρονικότητα που μαγεύει στο νου χάνεται από το οπτικό μας πεδίο.
Μέσα σε αυτή την γενική ψευδαίσθηση, οι άνθρωποι απώλεσαν την συλλογική μνήμη, υποβάθμισαν τις μεγάλες στιγμές του ιστορικού παρελθόντος, απομακρύνθηκαν από την ουσία και τη γνώση χάριν μιας επιπεδότητας που κυριάρχησε από ένα χρονικό σημείο και μετά, λες και ο εμπειρικός κόσμος αναγνωρίζεται μέσα στο φευγαλέο μόνο μετά την εξοικείωση με το τετριμμένο και συμβατό.
Οι νέες γενιές λοιπόν καλούνται να παίξουν και πάλι τους ίδιους ρόλους και να συντηρήσουν την εμπειρία της μετάλλαξης των κοινωνιών μέσα από την εξέλιξή τους και την μοιραία μελλοντική τους υπαγωγή σε στερεοτυπικές θεωρήσεις και ασήμαντες αναλώσεις.
Και ενώ ο Κόσμος ο Υψηλός ξεδιπλώνεται δυσανάγνωστος τα πρώτα χρόνια , απλοποιείται και απομαγεύεται στο κατόπι, λες και η φύση και ο χωροχρόνος είναι υπόθεση μόνο των επιστημών και της ποιητικής καλλιέπειας που διέπει την μεγάλη σκέψη χωρίς να τροποποιεί στο ελάχιστο το εύπεπτο.
Οι άνθρωποι στην πραγματικότητα έχουν ανάγκη να αλλάξουν και όχι να εξελίσσονται εναρμονιζόμενοι απλά με την πυξίδα του χρόνου, αλλά εν τοις πράγμασι προτιμούν την βολική ατομικότητα και την υλική εξασφάλιση, παραιτούμενοι από όλα τα άλλα που τους προσφέρθηκαν στο αρχικό ξεκίνημα.
Οι άνθρωποι ξεχνούν τα περασμένα, τις προσωπικότητες εκείνες που εμπλούτισαν τα πολιτεύματα, την τέχνη και την γνώση, όταν κανείς προσπαθεί να βρει την ουσία μόνο μέσα από τους χάρτες των αρχαιολογικών χώρων ή θαυμάζει απλά τα μουσειακά εκθέματα χάριν ανός στοχευμένου ασυγκράτητου τουριστικού εποπτικού αγναντέματος και όχι θεμελιακής ποιοτικής διδαχής μέσα από τα ιστορικά κελεύσματα και τις διαχρονικές αξίες του πολιτισμού που προσφέρει η δελεαστική κατάκτηση της γνώσης μέσα από τα βιβλία και τα ταξίδια τους.
Ο παλαιότερος κόσμος δεν είχε ανάγκη να καθρεφτίζει τα επιτεύγματά του μέσα από εκθέσεις και τα τουριστικά μεγέθη αυτών, ήταν η ίδια η ζωή μια τέχνη και κάτι περισσότερο από το εγνωσμένο.
Στην αρχαία Αθήνα, για παράδειγμα, δεν ήταν η φιλοσοφία καθαυτή κάποια μορφής πνευματική εξουσία, παρά ο τρόπος να οδηγηθούν οι άνθρωποι στην σκεπτική διαδικασία μέσω της κατάκτησης του Υψιπόλεως, σε αντιδιαστολή με τον Άπολιν ή τον επισκέπτη εκείνον που διακωμωδούσε ή κατέστρεφε ως εισβολέας κάθε τι που οδηγούσε την Πόλιν στην ελεύθερη σκέψη.
Εξού και οι μεγάλες δημιουργίες και όσα μας κληροδότησε εκείνη η μακρινή εποχή. Οι άνθρωποι όμως συνηθίζουν να απομαγεύουν την κλίση και ροπή προς το ιδανικό που με την σκέψη οδηγεί σε άλλους τόπους όπου ακόμη και η ίδια η έννοια της δημοκρατίας αμφισβητείται με γόνιμο τρόπο στοχεύοντας σε άλλα περάσματα.
Δεν επιτρέπουν στην πορεία τους το γνωστικό ταξίδι που ανοίγει τα σκεπτικά πεδία και τους λαβυρίνθους που θα έπρεπε να βιωθούν χωρίς να υπάρχει από πίσω ο μίτος της Αριάδνης.
Η απομάγευση αυτή κληροδοτείται από γενιά σε γενιά και απομένουν μόνο κάποιες διάσπαρτες φωνές να θυμίζουν πως πάντα υπάρχει ως παρουσία το Κάλεσμα μέσα από την διορατική ματιά του ορίζοντα της σκέψης.
Τα είπαν όλα αυτά και τα εξέφρασαν με πάθος και ζέση αρκετοί στοχαστές και ποιητές, εμπειρώμενοι τη ζωή στο βάθος και το εύρος μιας πολύπλοκης σκέψης που αναζητά λεκτικά - υπό ψυχική διάνοιξη - το πεπρωμένο και την περιπλάνηση της θνητής οντότητας όχι απαραίτητα μέσα από το διεμβολικό και ακροτελεύτιο κενό που δεν εμπεριέχεται στην αρχή και το τέλος του εμπειρικού βίου, παρά μόνο εκεί που δεν ξεκινά και που δεν τελειώνει – στην ρητή πρωταρχή - εν κατακλείδι στο μηδέν της θνητότητας και την διαιώνιση του Παντός και του Ενός μέσα από την νοητική εξερεύνηση ή μη της όποιας Υπέρτατης Θεότητας.
Όλα αυτά αποτελούσαν και αποτελούν αξιώνοντας την αναγκαία παρουσία του στοχαστή και του ποιητή. Είναι ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα που προσφέρθηκαν ως δώρο στην θνητότητα προκειμένου να διερευνήσει μακρινούς τόπους και πελάγη.
Οι άνθρωποι όμως μέσα στην θνητότητά τους την απομάγεψαν και ουσιαστικά την κατέβασαν σε χαμηλά επίπεδα, προκαλώντας την επικρατούσα επιπεδότητα και ασημαντότητα και αναθέτοντας το σημασιολογικό βάρος της ύπαρξης μονάχα σε ορισμένους στοχαστές και ποιητές.
Αυτό το βάρος δεν είναι βέβαια ασήκωτο παρά γίνεται πούπουλο στην εξαρτησιογόνα σχέση του πνεύματος με την ψυχή δια του περίοπτου λεκτικού ορύγματος που εμποδίζει την παρουσία της ευτέλειας και του τετριμμένου.
Κατά τον τρόπο αυτό δεν παύει η διερεύνηση του νου, παρά μόνον η απομάγευση του κόσμου στα χείλη και την ψυχή των μαζών.
Ο ρόλος του στοχαστή έγκειται και πάλι στο να υπενθυμίζει στις νέες γενιές πως η αποστολή τους είναι εξόχως διαφορετική, να μαγέψουν και πάλι τον κόσμο και να απελευθερώσουν την θνητότητα από την σαρωτική επανάληψη της έλλειψης σκεπτικής και πρακτική δράσης.
Την στατικότητα εκε’ινη που επιφέρει τον εγκλωβισμό του ατόμου στην ανάμνηση της πορείας του εμπειρικού κόσμου και όχι στην ουσία του Είναι.
Στο βολικό λημέρι του εφήμερου και όχι στην ανάγνωση του μυαλού που δημιουργεί λαβυρίνθους χάριν του φαντασιακού.