Το 11ο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Πελοποννήσου επιστρέφει από αύριο, στις 9 μ.μ., στο αμφιθέατρο «Θεόδωρος Αγγελόπουλος» και θα διαρκέσει έως τις 30 Νοεμβρίου, με επίκεντρο την Καλαμάτα και με θεματικό αφιέρωμα στην Αλληλεγγύη. Με παρουσία σε 15 πόλεις, το Φεστιβάλ προβάλλει ντοκιμαντέρ από όλο τον κόσμο και υλοποιεί πλήθος δράσεων: masterclasses, εκπαιδευτικά προγράμματα, εικαστικές εκθέσεις, εργαστήρια συμπαραγωγής, καθώς και ειδικές δραστηριότητες για ΑμεΑ και μαθητές. Στόχος του θεσμού είναι η εξωστρέφεια, η προσβασιμότητα και η ενίσχυση της πολιτιστικής εκπαίδευσης, καθιερώνοντάς τον ως σημαντικό εργαστήριο διαλόγου και πολιτισμού στην ελληνική περιφέρεια.
Το 11ο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Πελοποννήσου διοργανώνεται από το Κέντρο Δημιουργικού Ντοκιμαντέρ Καλαμάτας, με την οικονομική υποστήριξη του ΕΚΟΜΕ και σε συνδιοργάνωση με τον Δήμο Καλαμάτας και τους οικείους δήμους και φορείς κάθε πόλης του Δικτύου. Το Φεστιβάλ φιλοξενεί τέσσερις επίσημους καλεσμένους με έργα υψηλού ποιοτικού και αισθητικού επιπέδου. Ανάμεσά τους ο Andreas Hartmann από τη Γερμανία, σκηνοθέτης και φωτογράφος, ο οποίος θα παρουσιάσει τέσσερις βραβευμένες ταινίες, συμπεριλαμβανομένου του «Johatsu – Into thin air» για τους «εξατμισμένους» ανθρώπους στην Ιαπωνία. Παράλληλα, θα διεξαγάγει σεμινάριο στο Ναύπλιο και θα παρουσιάσει την έκθεση φωτογραφίας «Αόρατοι άνθρωποι του Καμαγκασάκι», η οποία θα φιλοξενείται στο Πνευματικό Κέντρο Καλαμάτας από αύριο, Παρασκευή, έως τις 30 Νοεμβρίου. Μέσα από 31 αναλογικές φωτογραφίες, η έκθεση φωτίζει τη ζωή στο Καμαγκασάκι της Οσάκα, τη μεγαλύτερη παραγκούπολη της Ιαπωνίας — μια περιοχή που οι ιαπωνικές αρχές επιχειρούν επί χρόνια να αποκρύψουν, αρνούμενες να αναγνωρίσουν την έντονη κοινωνική ανισότητα (δεν εμφανίζεται καν σε επίσημους χάρτες της πόλης). Ο διεισδυτικός φακός του Hartmann αναδεικνύει τα πρόσωπα και τις ιστορίες αυτών των «αόρατων» ανθρώπων: από την καθημερινότητα στο Κέντρο Ημερομισθίων και τις διαδηλώσεις, μέχρι στιγμές χαλάρωσης σε καραόκε μπαρ και τη σκληρή πραγματικότητα της ζωής στον δρόμο.
Η προβολή του ντοκιμαντέρ “Johatsu – Into thin air” έχει προγραμματιστεί για την Τρίτη 25 Νοεμβρίου, στις 7.30 μ.μ., παρουσία του ιδίου.Το ενδιαφέρον του για το φαινόμενο των «Johatsu» στην Ιαπωνία ξεκίνησε το 2014, ενώ βρισκόταν στη χώρα για ένα πρόγραμμα φιλοξενίας καλλιτεχνών στο Κιότο. Όπως διευκρινίζει, «εκείνη την περίοδο δούλευα στο προηγούμενο ντοκιμαντέρ μου, για έναν νεαρό που επέλεξε να ζήσει ως άστεγος, έχοντας εγκαταλείψει το πανεπιστήμιο και τις προσδοκίες μιας κοινωνίας προσανατολισμένης στην επιτυχία». Αυτή η δουλειά τον οδήγησε στην περιοχή των εργατών ημερομισθίων Nishinari στην Οσάκα, ένα μέρος όπου «μπορεί κανείς να ζει και να εργάζεται χωρίς ταυτότητα».
Οπως επισημαίνει μιλώντας στην "Ε": «Ανακάλυψα ότι είναι το “τέλειο μέρος για να εξατμιστείς” - κάτι που είναι και η κυριολεκτική σημασία της λέξης Johatsu». Η ιδέα της ύπαρξης ενός τέτοιου μέρους στην Ιαπωνία τον εντυπωσίασε, και όταν αργότερα έμαθε για τις εταιρείες που βοηθούν ανθρώπους να εξαφανιστούν μέσα σε ένα βράδυ, «αποφάσισα να κάνω μια νέα ταινία για αυτό το φαινόμενο». «Η δημιουργία αυτής της ταινίας ήταν μια μακρά διαδικασία», λέει, καθώς «περάσαμε περίπου έξι χρόνια δουλεύοντας πάνω στο πρότζεκτ». Για την προσέγγιση ενός τόσο πολιτισμικά ευαίσθητου θέματος, θεώρησε απαραίτητο να συνεργαστεί με τον Ιάπωνα συν-σκηνοθέτη Arata Mori. Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν η πρόσβαση και η εμπιστοσύνη, καθώς «μας πήρε πολύ χρόνο να αποκτήσουμε πρόσβαση σε αυτόν τον κρυφό κόσμο και να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη των ανθρώπων που εμφανίζονται στην ταινία», τονίζει.
Προσθέτει ακόμα πως «εκείνο που μας βοήθησε ήταν το διεθνές μας προφίλ: ήμασταν μια διεθνής ομάδα — εγώ είμαι Γερμανός και ο Arata είναι Ιάπωνας, αλλά ζει πάνω από 15 χρόνια στην Ευρώπη». Πολλοί πρωταγωνιστές ένιωθαν «πιο ασφαλείς και άνετοι να μοιραστούν τις ιστορίες τους με “ξένους” ως προς την ιαπωνική κοινωνία» και αποκάλυψαν πως δεν θα συμμετείχαν σε αμιγώς ιαπωνική παραγωγή. Η διαδικασία αυτή, για ορισμένους, ήταν «σχεδόν θεραπευτική· ένας τρόπος να εκφράσουν όσα είχαν καταπιέσει για χρόνια». «Στόχος μας ήταν να δείξουμε το φαινόμενο από όλες τις οπτικές - τόσο από την πλευρά εκείνων που εξαφανίζονται όσο και από εκείνους που τους αναζητούν». Ετσι, συμπεριλάβαμε τις εταιρείες «νυχτερινών μετακομίσεων» που βοηθούν στην εξαφάνιση, αλλά και τα γραφεία ιδιωτικών ντετέκτιβ που αναζητούν τους αγνοούμενους», δηλώνει.
Κατά τη διάρκεια της έρευνας, διαπιστώσαμε ότι «η κατάσταση σπάνια είναι άσπρο-μαύρο». Υπάρχουν πολλές «αποχρώσεις του γκρι, με ανθρώπους που σταδιακά ξανασυνδέονται με τις οικογένειες που άφησαν πίσω». Μια συγκινητική στιγμή για μένα ήταν η ιστορία μιας μητέρας που αναζητούσε τον 26χρονο γιο της, μια ιστορία που φανερώνει «το ανείπωτο βάρος που κουβαλούν όσοι μένουν πίσω». Αναφορικά με τις εταιρείες, οι λεγόμενες «night moving companies» εμφανίστηκαν τη δεκαετία του 1990, μετά τη διάλυση της ιαπωνικής οικονομικής φούσκας, όταν πολλοί άνθρωποι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους για να αποφύγουν τα χρέη. Πρόκειται για εταιρείες μετακομίσεων που βοηθούν τον πελάτη να μετακομίσει μυστικά. Κάποιες, όπως η γυναίκα-νυχτερινή μετακομίστρια που παρουσιάζουμε στην ταινία, «παρέχουν επιπλέον βοήθεια - βρίσκοντας στέγη ή εργασία χωρίς έγγραφα», βοηθώντας τους ανθρώπους να επιβιώσουν «μέσα στη “κρυφή”, υπόγεια κοινωνία της Ιαπωνίας».
«Ελπίζω οι θεατές να καταλάβουν ότι πρόκειται για μια ιστορία που μοιάζει πιο παράξενη κι από μυθοπλασία, αλλά ταυτόχρονα βαθιά ανθρώπινη και οικουμενική». Θέλαμε να δημιουργήσουμε μια ταινία μ παγκόσμια απήχηση, που να αγγίζει κοινά θέματα. «Ελπίζω οι θεατές, βλέποντας την ταινία, να αναλογιστούν τις δικές τους “ιστορίες εξαφάνισης”». Υποστηρίζει ότι «ο καθένας μας έχει νιώσει κάποια στιγμή την ανάγκη να εξαφανιστεί». Οσο για την Ελλάδα, αναφέρει ότι είναι μεγάλος θαυμαστής της. Μάλιστα, επισημαίνει πως «η παγκόσμια πρεμιέρα αυτής της ταινίας πραγματοποιήθηκε στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης το 2024».
Δηλώνει ενθουσιασμένος που συμμετέχει στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Πελοποννήσου, το οποίο, όπως λέει, «είχα ήδη ακούσει και με είχε εντυπωσιάσει η ποικιλία και ο πλούτος των δραστηριοτήτων του».
Ο Andreas Hartmann είναι σκηνοθέτης και παραγωγός με έδρα το Βερολίνο. Αποφοίτησε από το HFF "Konrad Wolf" το 2011 και υπήρξε Meisterschüler του καθηγητή Thomas Arslan στο Berlin University of the Arts (UdK). Το 2014 ήταν φιλοξενούμενος καλλιτέχνης στο Goethe-Institut Villa Kamogawa στο Κιότο της Ιαπωνίας. Το 2017, ήταν υποψήφιος για το γερμανικό τηλεοπτικό βραβείο Grimme Preis και έλαβε το Gerd Ruge Grant. Η ταινία του A FREE MAN κέρδισε το βραβείο Busan Cinephile για το καλύτερο παγκόσμιο ντοκιμαντέρ στο 22ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Μπουσάν. Είναι απόφοιτος του Berlinale Talents και του Sundance Institute. Ο Arata Mori είναι Ιάπωνας σκηνοθέτης και καλλιτέχνης, με έδρα το Βερολίνο και το Τόκιο, απόφοιτος της Καλών Τεχνών στο Central Saint Martins στο Λονδίνο. Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του A MILLION έκανε πρεμιέρα στο 64ο DOK Leipzig Festival. Το 2022 ο Mori κέρδισε την ατομική υποτροφία του Asian Cultural Council, και το 2023 συμμετείχε στο Docs by the Sea και στο European Social Documentary.
Κ. Δρ.
