Από νεαρή ηλικία, γράφει με πάθος και ευαισθησία, με έργο που απλώνεται σε πολλές δεκαετίες. Στην τελευταία της συλλογή «Το αντικλείδι της ψυχής μου να γίνεις», η Σταματοπούλου στρέφει την προσοχή της στο μεγάλο θέμα του έρωτα. Μέσα από 22 «μεγάλα» ποιήματα και 33 «μικρά», τα οποία εκτείνονται χρονικά από το 1996 μέχρι το 2024, η ποιήτρια διερευνά το πολύπλευρο και αντιφατικό πρόσωπο του έρωτα, με τη δύναμη και την ένταση που τον χαρακτηρίζουν. Ενσαρκώνει τη χαρά και τον πόνο της ερωτικής εμπειρίας με τρόπο μοναδικό, προσφέροντας μια ποίηση που δεν φοβάται να αποκαλύψει τις πιο βαθιές επιθυμίες και τις πιο σκοτεινές στιγμές της ψυχής. Η συλλογή, που κυκλοφόρησε το 2024 από τις ΑΩ εκδόσεις, περιλαμβάνει έργα που έχουν γράψει ιστορία στο προσωπικό ποιητικό ταξίδι της Σταματοπούλου.
Η εικαστική προσέγγιση της συλλογής, με γκραβούρες από τον Αριστείδη Πατσόγλου, ενισχύει την ατμόσφαιρα του βιβλίου, προσφέροντας ένα αίσθημα ενότητας και εσωτερικής έντασης. Με τη νέα αυτή δουλειά της, η Εύα Σταματοπούλου αποδεικνύει πως η ποίηση δεν είναι μόνο το μέσο για την έκφραση των υπαρξιακών αναζητήσεων, αλλά και η αναγκαία γλώσσα για να ερμηνεύσουμε τα πιο προσωπικά και ερωτικά μας βιώματα.
Συνέντευξη στην Κωνσταντίνα Δρακουλάκου
Ξεκινήσατε να γράφετε ποίηση από πολύ νεαρή ηλικία. Πώς θυμάστε εκείνα τα πρώτα βήματα; Υπήρχε κάτι ή κάποιος που σας ώθησε στην ποίηση;
Αναμφίβολα, ο αείμνηστος πατέρας μου υπήρξε μια σημαντική πηγή έμπνευσης. Καθώς μας διάβαζε Καρυωτάκη μετά το μεσημεριανό και Μαγιακόβσκυ για το βραδινό, η ποίηση ήταν μια καθημερινή παρουσία στο σπίτι μας. Επίσης, οι φιλόλογοι μου στο Λύκειο, με την έντονη αγάπη τους για τους Νομπελίστες και τον Καβάφη, με επηρέασαν βαθιά και μου μετέδωσαν την αγάπη για τη λογοτεχνία. Επιπλέον, οι οικογενειακοί μας φίλοι Γιώργος Μικέλλης και Γιάννης Κουβαράς, έγκριτοι φιλόλογοι, με ενθάρρυναν να συνεχίσω να γράφω ποιήματα, αφού είδαν τα πρώτα μου έργα, τα οποία αργότερα αποτέλεσαν την πρώτη μου ποιητική συλλογή, «Της ψυχής μου αναλλοίωτο φως».
Ποιες εμπειρίες ή πρόσωπα υπήρξαν καθοριστικά για τη δημιουργία των πρώτων σας ποιημάτων;
Αναμφισβήτητα, το "Θέατρο σκιών" αποτέλεσε μια έμπνευση που γεννήθηκε από αγαπημένο συγγενικό πρόσωπο. Το ποίημα "ΕΥΑ" προέκυψε αυθόρμητα, ένα καλοκαιρινό μεσημέρι του 1988, χωρίς να θυμάμαι ακριβώς την αιτία. Απλά ένιωσα έτοιμη, πήρα το στυλό και το χαρτί και άδειασα την ψυχή μου σε πέντε ποιήματα, δύο από τα οποία δημοσιεύθηκαν. Επιπλέον, το ποίημα "Η φιλία" ήταν αφιερωμένο στην εφηβική μου φίλη, στα δύσκολα χρόνια της εφηβείας της δεκαετίας του '80. Όσον αφορά το πρώτο "ερωτικό" ποίημα με τίτλο ΕΡΩΤΙΚΟΝ, το έγραψα κατά τη διάρκεια ενός διαλείμματος στο Λύκειο, αφιερωμένο σε έναν συμμαθητή. Η αλήθεια είναι ότι ήθελα να το πετάξω, αλλά τελικά είχε άλλη μοίρα.
Στη νέα σας συλλογή εγκαταλείπετε τις υπαρξιακές αναζητήσεις για να βουτήξετε στα βαθιά νερά του έρωτα. Πώς βιώσατε αυτή τη μετατόπιση θεματολογίας;
Η μετάβαση ήταν λυτρωτική, αλλά και στρεσογόνα, καθώς δεν είναι όλοι οι αναγνώστες έτοιμοι να αποδεχτούν την τόλμη των ερωτικών στίχων. Παρόλα αυτά, για μένα ήταν μια παράλληλη πορεία, αφού από τα μαθητικά και φοιτητικά μου χρόνια έγραφα ερωτικά ποιήματα, χωρίς όμως να έχω το θάρρος να τα δημοσιεύσω. Στην τέταρτη αυτή συλλογή, παρουσιάζονται έργα που καλύπτουν τουλάχιστον δύο δεκαετίες, και πολλά από αυτά είναι έργα που έγραφα για πολύ καιρό, αλλά μόνο τώρα έφτασα στο σημείο να τα παρουσιάσω με θάρρος.
Ο ερωτισμός στα ποιήματά σας δεν είναι πλατωνικός αλλά σωματικός και σαρκικός. Πόσο δύσκολο είναι για μια γυναίκα ποιήτρια να εκφράζεται με αυτή τη λεκτική και θεματική τόλμη;
Δεν θεωρώ καθόλου δύσκολο να εκφράζομαι με αυτήν την τόλμη. Ο έρωτας είναι το πιο όμορφο πράγμα που μπορεί να βιώσει κανείς και ταυτόχρονα το πιο καταστροφικό. Όταν βουτάς στον έρωτα, απλά πρέπει να αδειάσεις την ψυχή σου με τη δύναμη της πένας. Το αποτέλεσμα, μερικές φορές, μπορεί να σοκάρει, αλλά είναι πάντα αυθεντικό και ουσιαστικό. Εξάλλου, δεν θεωρώ ότι τα ποιήματά μου είναι προκλητικά ή χυδαία· είναι απλώς ερωτικά και μιλάνε για τον έρωτα και την αγάπη με τρόπο υπαινικτικό, χωρίς να χάνουν την τρυφερότητα.
Υπάρχει, κατά τη γνώμη σας, ακόμα ταμπού γύρω από την έκφραση του γυναικείου ερωτισμού στη σύγχρονη ελληνική ποίηση;
Σίγουρα, αλλά αυτό δεν με αφορά ιδιαίτερα. Θεωρώ τα ποιήματά μου αθώα και πιστεύω ότι τα ταμπού υπάρχουν για να τα ξεπερνάμε. Οι ποιητές και ποιήτριες πάντα έγραφαν για τον έρωτα, είτε εκπληρωμένο είτε ανεκπλήρωτο, και η ποίηση αυτή είναι φυσική και αναγκαία για την έκφραση των ανθρώπινων συναισθημάτων.
Στο έργο σας διακρίνονται επιρροές από τον Ελύτη, τη Μυρτιώτισσα, ακόμη και τη Σαπφώ. Ποιες φωνές υπήρξαν οι πιο καθοριστικές για τη διαμόρφωσή σας;
Η επιρροή του Ελύτη και του Σεφέρη είναι σίγουρα καθοριστική για μένα, καθώς τους έχω αφομοιώσει πλήρως. Μπορώ να ονειρεύομαι με στίχους τους. Επίσης, αφιέρωσα πολύ χρόνο στους Καβάφη, Αναγνωστάκη, στους δύο Νομπελίστες, τον Καρυωτάκη, τον Βυζαντινό, αλλά και σε άλλους συγγραφείς όπως ο Οσκαρ Γουάιλντ, ο Λόρκα, ο Στέφαν Τσβάιχ και άλλοι. Αυτές οι φωνές με καθοδήγησαν στην καλλιέργεια της ποιητικής μου συνείδησης.
Ποια είναι η θέση του «Aσματος Ασμάτων» στη δική σας ποιητική κοσμοθεωρία και τι σημαίνει για εσάς η φράση «κραταιά ως θάνατος αγάπη»;
Το «Aσμα Ασμάτων» για μένα αποτελεί μια από τις πιο έντονες και γεμάτες συναισθηματική ένταση εκφράσεις του έρωτα. Οταν διαβάζω τις στίχους του, νιώθω πως με ταξιδεύουν σε έναν κόσμο όπου η ένταση της επιθυμίας και της αγάπης εκφράζεται με τον πιο καθαρό και αυθόρμητο τρόπο. Στη μετάφραση του Σεφέρη, τα λόγια αποκτούν μια ακόμα μεγαλύτερη ένταση, καθώς ο ίδιος καταφέρνει να μεταδώσει το βάθος και τη δύναμη του κειμένου με μοναδικό τρόπο.
Αντιγράφω ένα απόσπασμα από το «Άσμα Ασμάτων» σε μετάφραση του Σεφέρη, για να μοιραστώ τη δύναμη της γλώσσας και της εικόνας:
«Τα χείλια του είναι κρίνα / Και σταλάζουν σμύρνα. / Τα χέρια του είναι μάλαμα βραχιόλια / Χρυσόλιθους γεμάτα.»
Και: «Το κεφάλι του είναι λαγαρό χρυσάφι / Βάγια οι βοστρύχοι του / Μαύροι σαν κοράκι.»
Πώς να μην αφεθεί κανείς στον ποταμό των συναισθημάτων που εγείρει αυτό το κείμενο, το οποίο συμπεριλήφθηκε στην Αγία Γραφή; Ο Σεφέρης το χαρακτήριζε «Μεταγραφή» και το θεωρούσε ένα «γαμήλιο τραγούδι», ενώ ο Παπαδόπουλος το περιέγραφε ως «το ωραιότερο ερωτικό ποίημα που γράφτηκε ποτέ». Ο λόγος του είναι γεμάτος πάθος και δόσιμο, και πιστεύω πως αυτή η αίσθηση της απόλυτης παράδοσης στον έρωτα αποπνέει μια μοναδική μαγεία.
Όσον αφορά την φράση «κραταιά ως θάνατος αγάπη», την πιστεύω απόλυτα. Η αγάπη είναι μια δύναμη που μπορεί να ισχυρότερη και από τον θάνατο. Μπορεί να είναι τσουνάμι ή πλημμυρίδα, αλλά ταυτόχρονα και άμπωτη ή ωκεανός. Αυτή η αντίθεση ενυπάρχει στην ουσία του έρωτα: είναι και καταστροφικός και λυτρωτικός, και κάθε φορά σε μεταμορφώνει με έναν τρόπο που είναι εξίσου έντονος και μόνιμος όσο και η ίδια η ζωή.
Το ποίημά σας «Oττω τις έραται» εμπνέεται από τον τίτλο του «Μικρού Ναυτίλου». Ποιος είναι ο διάλογος που επιδιώκετε με τον Ελύτη;
Ο διάλογος με τον Ελύτη, για μένα, είναι ένας αέναος και ανεξάντλητος διάλογος, που συνεχίζεται με κάθε στίχο, με κάθε λέξη που γράφω. Συγχωρέστε μου τη ματαιοδοξία, αλλά θεωρώ ότι ο σκοπός μου είναι να συναντήσω την καθαρότητα της συνείδησης που είχε εκείνος, μια συνείδηση που απογειώνει την Ελλάδα, την ιστορία και την ομορφιά της. Ο Ελύτης, με τα ποιήματά του, κατάφερε να αποδώσει μια ουσία που είναι σχεδόν οικουμενική, ταυτόχρονα όμως αναγνωρίσιμη και βαθιά ελληνική [«Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος / να 'ν’ ήμερος να 'ναι άκακος / λίγο φαΐ λίγο κρασί / Χριστούγεννα κι Ανάσταση»].
Η ποιητική σας γλώσσα διακρίνεται για τη λεκτική καθαρότητα, τη φραστική τόλμη αλλά και έναν λυρισμό που θυμίζει παραδοσιακά σχήματα. Πόσο συνειδητή είναι αυτή η ισορροπία;
Η αλήθεια είναι πως δεν πρόκειται για μια συνειδητή επιλογή. Ο λυρισμός, αν και αποτελεί για μένα ένα δημιουργικό στοίχημα, δεν είναι αποτέλεσμα σχεδίου ή στρατηγικής. Νομίζω πως βρίσκομαι σε καλό δρόμο — αν και πάντα υπάρχει χώρος για εξέλιξη. Δεν κάθομαι στο γραφείο με σκοπό να «χτίσω» ένα ποίημα. Αντιθέτως, νιώθω την καταιγίδα να πλησιάζει, τον ουρανό να βαραίνει από συναισθήματα, και τότε είναι που η πένα με καλεί. Κάθομαι και αφήνω τη φουρτούνα αυτή να ξεσπάσει στο χαρτί. Είναι όλα αβίαστα, πηγαία, τίποτα δεν είναι τεχνητό ή κατασκευασμένο.
Τα «Μικρά Ερωτικά» θυμίζουν σε ατμόσφαιρα τα χαϊκού. Πόσο σημαντική είναι για εσάς η πύκνωση του λόγου στην αποτύπωση του συναισθήματος;
Εξαιρετικά σημαντική. Όσο πιο πυκνός ο λόγος, τόσο πιο δυνατό το αποτύπωμα. Η πυκνότητα δεν είναι απλώς τεχνική επιλογή, είναι ανάγκη: συμπυκνώνει την ένταση του συναισθήματος, κρατά τον αναγνώστη σε εγρήγορση και δεν του επιτρέπει να παραμένει αμέτοχος.
Στη συλλογή σας γίνεται φανερό πως ο έρωτας είναι εμπειρία απόλυτης παράδοσης, συχνά και ματαίωσης. Πιστεύετε πως ο μεγάλος έρωτας δίνεται μόνο μία φορά;
Oχι. Ο έρωτας μπορεί να επιστρέφει ξανά και ξανά στη ζωή μας. Απλώς οι ζωές μας, οι φάσεις μας, είναι πολλές – και κάποιες φορές αδυνατούμε να τον αναγνωρίσουμε εγκαίρως.
Είναι η ποίηση ένας τρόπος να «σώσουμε» τον έρωτα από τη λήθη ή από τον πόνο του ανεκπλήρωτου;
Αναμφίβολα. Η ποίηση αποθεώνει τον έρωτα και οπλίζει την μνήμη με ανάσες. Οι ανάσες δεν επιτρέπουν, κατόπιν, στον έρωτα να βουλιάξει στη λήθη. Το ανεκπλήρωτο, τώρα, είναι ένα στοίχημα και ανοίγει μια μεγάλη συζήτηση - θα αρκεστώ στο ότι σώζοντας το συναίσθημα ο ποιητής σώζει μέρος του Κήπου της Εδέμ, εκεί μέσα μπορεί ο ποιητής να ‘φωλιάσει’ και να νιώσει στο πετσί του τον πόνο του ανεκπλήρωτου και έτσι να τον ξορκίσει, να αρπάξει την πένα και να τον διοχετεύσει στο χαρτί.
Ποιο θεωρείτε το πιο τολμηρό ποίημα της συλλογής σας και γιατί;
Το ποίημα «Βυθισμένοι στη Μάνα Θάλασσα». Είναι ίσως το πιο άμεσο ως προς τη σαρκικότητα, καθώς περιγράφει μια ερωτική περίπτυξη – έστω κι αν αυτή δεν ολοκληρώνεται. Δεν θεωρώ ότι υπάρχει κάτι χυδαίο στο ποίημα αυτό. Δεν περιγράφεται η πράξη με ωμότητα αλλά με τρυφερότητα, όπως και σε όλα μου τα ποιήματα.
Πιστεύετε πως ο αναγνώστης τού σήμερα έχει την υπομονή και την ψυχική διαθεσιμότητα να αφεθεί σε μια τόσο έντονα συναισθηματική, ερωτική ποίηση;
Δεν ξέρω σε ποιον βαθμό με αφορά αυτό. Εγώ απλώς ξεγυμνώνω τον εαυτό μου και τον προσφέρω στο κοινό. Αν το αποτέλεσμα θα αγγίξει ή όχι, δεν είναι δικό μου να το πω. Iσως το ξέρει καλύτερα κάποιος που θα διαβάσει ή θα θελήσει να διαβάσει τη συλλογή.
Τι είναι για εσάς η ποίηση: καταφυγή, αντίσταση, αποκάλυψη ή όλα μαζί;
Oλα μαζί. Και ακόμη κάτι: το κλείσιμο του ματιού στον αναγνώστη. Είναι στιγμές που μέσα μου όλα βράζουν — και τότε παίρνω την πένα και καταθέτω στο χαρτί ό,τι με καίει, με αρετή και με τόλμη. Έτσι η ποίηση γίνεται καταφύγιο, πράξη αντίστασης απέναντι σε ό,τι μας μαυρίζει την ψυχή, και ταυτόχρονα αποκάλυψη μιας άλλης αλήθειας. Της αλήθειας των μικρών πραγμάτων, ακόμη και του έρωτα, μέσα στα θολά νερά της σημερινής –και όχι μόνο– πραγματικότητας.