Κι επικρίνοντας τον δήμαρχο Παναγιώτη Καρβέλα για αγωγή σε βάρος του, επισημαίνει πως “οι αγωγές κατά αιρετών ή δημοσιογράφων είναι η σύγχρονη μορφή λογοκρισίας· ένα νομικό εργαλείο για να εξουδετερωθεί η αντίθετη φωνή. Η αγωγή του, πέρα από πολιτικά μικρόψυχη, είναι και ηθικά προσβλητική”.
Αναλυτικά, ο Ηλ. Κανάκης αναφέρει σε ανακοίνωσή του:
“Υπάρχουν δύο είδη πολιτικών: εκείνοι που υπηρετούν τον τόπο τους και εκείνοι που θεωρούν ότι ο τόπος υπάρχει για να τους υπηρετεί.
Όταν ένας Δήμαρχος επιλέγει να στραφεί εναντίον ενός ανεξάρτητου δημοτικού συμβούλου με αγωγή, ζητώντας χρήματα για να σωπάσει, τότε δεν έχουμε να κάνουμε με πολιτική πράξη, αλλά με ξεκάθαρη απόπειρα φίμωσης.
Και αυτό, όσο κι αν εκείνος νομίζει ότι με πλήττει, στην πραγματικότητα με δικαιώνει.
Γιατί μόνο όποιος ενοχλεί, προκαλεί τέτοιες αντιδράσεις. Μόνο εκείνος που αγγίζει την πληγή, αναγκάζει την εξουσία να χάσει την ψυχραιμία της.
Αν όλα ήταν “καλώς καμωμένα”, δεν θα υπήρχε λόγος για μηνύσεις, απειλές και δικηγόρους.
Όταν όμως η πένα γίνεται πιο επικίνδυνη από την υπογραφή του δημάρχου, τότε είναι προφανές πως η αλήθεια πονάει.
Δεν είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε τη μικροπολιτική να μετατρέπεται σε όπλο εκφοβισμού.
Οι αγωγές κατά αιρετών ή δημοσιογράφων είναι η σύγχρονη μορφή λογοκρισίας· ένα νομικό εργαλείο για να εξουδετερωθεί η αντίθετη φωνή.
Όμως η δημοκρατία δεν λειτουργεί με σιωπή — λειτουργεί με έλεγχο, διαφάνεια και αντιλόγο.
Και αν ορισμένοι δεν το αντέχουν, το πρόβλημα δεν είναι στην κριτική, αλλά στη συνείδησή τους.
Ο συγκεκριμένος Δήμαρχος, που σήμερα με κατηγορεί επειδή αποκαλύπτω όσα εκείνος θα προτιμούσε να μείνουν θαμμένα, ξεχνά κάτι πολύ βασικό: Αν δεν είχα σταθεί στο πλευρό του, αν δεν είχα εμπιστευθεί τότε τις προθέσεις του, τον δημαρχιακό θώκο δεν θα τον έβλεπε ούτε με τα κιάλια.
Η ιστορία έχει μνήμη — και οι πολίτες επίσης. Ξέρουν ποιος πάλεψε για την αλήθεια και ποιος βολεύτηκε στην καρέκλα του. Ξέρουν ποιος μίλησε με έργα και ποιος με φωτογραφίες στα κοινωνικά δίκτυα. Ξέρουν, τέλος, ποιος απέκτησε εξουσία για να υπηρετήσει και ποιος για να εξυπηρετήσει.
Η αγωγή του, πέρα από πολιτικά μικρόψυχη, είναι και ηθικά προσβλητική. Γιατί προσβάλλει όχι εμένα, αλλά τον θεσμό του ελεύθερου λόγου. Αποκαλύπτει τη νοοτροπία μιας αρχής που δεν ανέχεται τη διαφάνεια και που θεωρεί πως ο Δήμος είναι προσωπικό της μαγαζί.
Μόνο που οι Δήμοι δεν είναι φέουδα, ούτε οι πολίτες υπηρέτες. Η εποχή των “ανέγγιχτων” έχει περάσει — όσο κι αν μερικοί προσπαθούν να τη διατηρήσουν με υπογραφές και φακέλους στα δικαστήρια.
Ας το ξεκαθαρίσουμε, λοιπόν: Δεν υπάρχει αγωγή ικανή να φιμώσει τη συνείδηση. Δεν υπάρχει απειλή ικανή να σβήσει τη φωνή εκείνων που νοιάζονται πραγματικά για τον τόπο τους. Η σιωπή μπορεί να αγοραστεί — η αλήθεια, ποτέ. Και όσο υπάρχει έστω ένας άνθρωπος που τολμά να γράφει, να ελέγχει και να μιλά, η Δημοκρατία θα ανασαίνει, ακόμη κι αν κάποιοι προσπαθούν να της βάλουν φίμωτρο.
Γιατί στο τέλος, ό,τι κι αν κάνουν, η αλήθεια δεν χάνει ποτέ. Μπορεί να καθυστερεί, μπορεί να την πολεμούν, αλλά πάντα βρίσκει τον τρόπο να ακουστεί. Και τότε, όσοι προσπάθησαν να τη θάψουν, θα συνειδητοποιήσουν πως το μόνο που κατάφεραν ήταν να σκάψουν το δικό τους πολιτικό λάκκο”.