Η έρευνα, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Proceedings of the National Academy of Sciences», βασίζεται σε προηγούμενες μελέτες σχετικά με το πώς οι ουσίες PFAS μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά την υγεία όταν μολύνουν το πόσιμο νερό.
Η συγκεκριμένη ερευνητική ομάδα μελέτησε όλες τις γεννήσεις στο Νιου Χάμσαϊρ την περίοδο 2010-2019, εστιάζοντας σε μητέρες που ζούσαν κοντά σε περιοχές μολυσμένες με PFAS.
Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι μητέρες που λάμβαναν νερό που ρέει από περιοχές μολυσμένες με PFAS εμφάνισαν περισσότερους πρόωρους τοκετούς (συμπεριλαμβανομένων γεννήσεων πριν από την 28η εβδομάδα), είχαν περισσότερα νεογνά με βάρος κάτω από δυόμισι κιλά (ακόμη και κάτω από ένα κιλό) και με υψηλότερη βρεφική θνησιμότητα στον πρώτο χρόνο ζωής, σε σχέση με μητέρες που λάμβαναν νερό που έρεε προς περιοχές μολυσμένες με PFAS.
Όπως υπολογίζεται, η μόλυνση από PFAS επιφέρει ετήσιο κόστος τουλάχιστον οκτώ δισεκατομμυρίων δολαρίων για τα μωρά που γεννιούνται κάθε χρόνο σε όλες τις ΗΠΑ. Το κόστος αυτό αφορά ιατρική περίθαλψη, μακροχρόνιες επιπτώσεις στην υγεία και μειωμένα εισοδήματα καθ' όλη τη διάρκεια ζωής. «Οι αριθμοί που εντοπίσαμε είναι το κατώτατο όριο του οικονομικού αντίκτυπου - υποψιαζόμαστε ότι είναι ακόμη μεγαλύτερος», σημειώνει η καθηγήτρια Οικονομικών του Πανεπιστημίου της Αριζόνας, Άσλεϊ Λάνγκερ.
Τα αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι τα πιθανά οφέλη για την υγεία από τον καθαρισμό και τη ρύθμιση των PFAS μπορεί να είναι ιδιαίτερα σημαντικά.
Τα PFAS αναπτύχθηκαν αρχικά για την παραγωγή ανθεκτικών επιστρώσεων σε προϊόντα ώστε να αντέχουν τη θερμότητα, το λάδι και το νερό, και χρησιμοποιούνται σε πλήθος προϊόντων και σε πυρόσβεση. Ονομάστηκαν «παντοτινές χημικές ουσίες» επειδή χρειάζονται εξαιρετικά μεγάλο χρόνο για να διασπαστούν φυσικά στο περιβάλλον. Οι επιστήμονες προειδοποιούν τα τελευταία χρόνια ότι η έκθεση σε PFAS ενέχει κινδύνους για την υγεία.
Η συγκεκριμένη μελέτη επικεντρώνεται σε δύο ευρέως διαδεδομένες ουσίες της οικογένειας των PFAS, τις PFOA και PFOS, που δεν χρησιμοποιούνται πλέον στις ΗΠΑ, αλλά παραμένουν στο έδαφος και εξακολουθούν να διεισδύουν στα υπόγεια ύδατα.
ΑΠΕ-ΜΠΕ
