Παρασκευή, 07 Νοεμβρίου 2025 21:00

Η μοίρα μας η μεταπρατική

Γράφτηκε από την

Η μοίρα μας η μεταπρατική

 

Του Μανώλη Κουφάκη (*)     

Θυμάμαι τον εαυτό μου στην πρώτη μου νεότητα να εντυπωσιάζεται από την εισβολή της τεχνολογίας στη ζωή της επαρχίας όπου ζούσα, και τη συνακόλουθη αλλαγή επί τα βελτίω της ζωής μας. Περισσότερα αυτοκίνητα, οικιακές συσκευές που έλυναν πρακτικά προβλήματα, κάποια πρώτα αεροπορικά ταξίδια και αργότερα η τηλεόραση, μου έδειχναν ότι, χωρίς αμφιβολία, η πορεία μας προς το μέλλον σαν άτομα, σαν κοινωνία, σαν χώρα περνάει μέσα από την τεχνολογία.

Κάπως έτσι στο νεανικό μου μυαλό -χωρίς σκέψη, απλά θεωρώντας το νομοτελειακό- μου δημιουργήθηκε η πεποίθηση ότι κάποια στιγμή, όσο θα δυναμώνει η χώρα μου, θα φθάσει να κατασκευάζει οικιακές συσκευές και τηλεοράσεις και αυτοκίνητα και αεροπλάνα. Δηλαδή να παράγει.

Τι ρομαντική αφέλεια! Στα χρόνια που ακολούθησαν είδα τις θνησιγενείς προσπάθειες της OPEL και της NISSAN να παράγουν αυτοκίνητα στην Ελλάδα, είδα την αγωνιώδη (αλλά χωρίς αίσιο τέλος) προσπάθεια της ελληνικής εταιρείας NAMCO με το θρυλικό και πολύ επιτυχημένο Pony, να κρατηθεί στη ζωή, είδα πάμπολλες ελληνικές βιομηχανίες να μετακομίζουν στη Βουλγαρία, Ρουμανία και αλλού, είδα τις ιστορικές βιομηχανίες Izola και Pitsos να παράγουν σήμερα όχι στην Ελλάδα, αλλά η πρώτη στην Πολωνία και η δεύτερη στην Τουρκία.

Γιατί όλα αυτά (και άλλα παρόμοια βεβαίως);  Τι συμβαίνει με ‘μας και αποστρεφόμαστε την παραγωγική διαδικασία που μπορεί να δημιουργήσει μια στέρεα οικονομική βάση για τη χώρα; Γιατί διώξαμε τις βιομηχανίες από την Ελλάδα και στη συνέχεια γίναμε αντιπρόσωποι των προϊόντων τους στον τόπο μας; Γιατί προτιμήσαμε να γίνουμε μεταπράτες και εκπρόσωποι ξένων συμφερόντων αντί παραγωγοί; Έχει σχέση αυτό με το πώς βλέπουμε τους εαυτούς μας σε σχέση με τους ξένους; Ήταν αυτό πάντα έτσι;

Όχι, δεν ήταν πάντα έτσι, λέει ο καθηγητής Χρήστος Γιανναράς στη σχετική μελέτη του, την οποία περιλαμβάνει στο πολύ αξιόλογο βιβλίο του «Πολιτιστική Διπλωματία», εκδόσεις Ίκαρος, 2003: « Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας οι Έλληνες έμποροι και ναυτικοί διέπρεπαν στις αγορές των μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων και στη ναυτιλία της Μεσογείου, της Μαύρης Θάλασσας, της Μέσης Ανατολής. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ασκούσε ευρύτατη και δυναμική διεθνή πολιτική, συχνά επί ίσοις όροις με τις μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις. Ελληνικές παροικίες ανθούσαν στις ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις, Έλληνες λόγιοι εκαλούντο ως σύμβουλοι σε ανακτορικές Αυλές ή τους τιμούσαν επιστημονικές ακαδημίες και πανεπιστήμια της Ευρώπης. …Τα θέατρα των Ελλήνων της Σμύρνης, της Τραπεζούντας, της Οδυσσού συναγωνίζονταν την όπερα του Παρισιού και της Βιέννης. Αυτός ο πολύπτυχος, οργανικός και αβίαστος εξευρωπαϊσμός δεν έθιγε στο παραμικρό την ελληνικότητα του φρονήματος, της παιδείας, των λαϊκών παραδόσεων, της εκκλησιαστικής πνευματικότητας, των κοινωνικών και κοινοτικών θεσμών. Ο κοσμοπολιτισμός ήταν η φυσική ανάσα και απλοχωριά του Ελληνισμού όσο οι Έλληνες πίστευαν όχι στην αρχαία των προγόνων τους αλλά στη ζωντανή δική τους πολιτιστική ιδιαιτερότητα και δυναμική».

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα και το πνεύμα που διαμόρφωναν τα παραπάνω, ερχόταν σαν φυσικό ο Ρήγας Φεραίος να οραματιστεί την απελευθέρωση των Ελλήνων και όλων των υπόδουλων λαών της Βαλκανικής από την Οθωμανική κυριαρχία. Τη δημιουργία μιας ελεύθερης, δημοκρατικής και δίκαιης πολιτείας, όπου οι πολίτες, ανεξάρτητα από θρησκεία ή καταγωγή, θα είχαν ίσα δικαιώματα.

Ο Ρήγας Φεραίος, στο όραμά του για μια ελεύθερη και ενωμένη βαλκανική πολιτεία, είχε «ονειρευτεί» ως πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Τη θεωρούσε φυσικό κέντρο, όχι μόνο για τους Έλληνες, αλλά για όλους τους λαούς της Βαλκανικής, λόγω: της ιστορικής και πολιτιστικής της κληρονομιάς (Βυζάντιο – Ρωμανία), της γεωγραφικής της θέσης, στο σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης, και του συμβολισμού της ως πόλης που ένωνε θρησκείες και λαούς. Δεν την έβλεπε απλώς ως έδρα ενός ελληνικού βασιλείου, αλλά ως πρωτεύουσα μιας δημοκρατικής ομοσπονδίας λαών.

Μιλώντας για το ίδιο θέμα ο Οδυσσέας Ελύτης λέει: «Να μπορούσαν και τη σημασία των λαών να την μετράνε [τα οργανωμένα κράτη] όχι από το πόσα κεφάλια διαθέτουνε για μακέλεμα, όπως συμβαίνει στις μέρες μας, αλλά απ’ το πόση ευγένεια παράγουν, ακόμα και κάτω από τις πιο δυσμενείς και βάναυσες συνθήκες, όπως ο δικός μας ο λαός στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όπου το παραμικρό κεντητό πουκάμισο, το πιο φτηνό βαρκάκι, το πιο ταπεινό εκκλησάκι, το τέμπλο, το κιούπι, το χράμι, όλα τους αποπνέανε μιάν αρχοντιά κατά τι ανώτερη των Λουδοβίκων. Τι σταμάτησε αυτά τα κινήματα ψυχής που αξιώθηκαν κι έφτασαν ως τις κοινότητες; Ποιος καπάκωσε μια τέτοιου είδους αρετή, που μπορούσε μια μέρα να μας οδηγήσει σ’ ένα ιδιότυπο, κομμένο στα μέτρα της χώρας πολίτευμα;»

Αυτά φαίνεται να χάθηκαν αμέσως μετά την Επανάσταση, με την ίδρυση του νέου Ελληνικού κράτους. Η οργανωτική του δομή, οι πολιτικές και κοινωνικές του λειτουργίες συγκροτήθηκαν με τη συνειδητή επιδίωξη, όχι να είναι πρωτίστως ελληνικό, αλλά ένα συνεπές αντίγραφο των πεφωτισμένων κρατών της Ευρώπης. Τη θεωρητική υποστήριξη της προοπτικής αυτής του νέου Ελληνικού κράτους την είχε προετοιμάσει ο Αδαμάντιος Κοραής, την ενστερνίστηκαν οι περισσότεροι Έλληνες λόγιοι του 18ου και 19ου αιώνα, την υιοθέτησε ο Καποδίστριας, την προώθησε τα μέγιστα η Βαυαροκρατία και την σκυτάλη πήραν έκτοτε οι Έλληνες πολιτικοί μέχρι σήμερα. «Έτσι, ο μιμητικός εξευρωπαϊσμός της χώρας αποτέλεσε από την πρώτη στιγμή την επίσημη κρατική ιδεολογία και πρακτική.», γράφει ο Χρ. Γιανναράς. Η εξέλιξη αυτή είχε δύο πολύ σημαντικές -δυστυχώς αρνητικές- συνέπειες για το νέο Ελληνικό κράτος και τους Νεοέλληνες: Όταν μια ολόκληρη κρατική δομή αποβλέπει όχι πρωτίστως στην εξυπηρέτηση των αναγκών της κοινωνίας της, αλλά στη μίμηση άλλων ιδεών και καταστάσεων που συμβαίνουν αλλού, τότε είναι βέβαιον ότι, όσο πετυχημένα κι αν το κάνει, πάντοτε θα υπολείπεται του αυθεντικού πρωτοτύπου και ο μόνος ρόλος που της μένει είναι αυτός του μεταπράτη· ρόλος που την καταδικάζει σε μόνιμη υπανάπτυξη, ιστορική καθυστέρηση και αβάσταχτο αίσθημα μειονεξίας. Αφ’ ετέρου, αυτό ακριβώς το βασανιστικό αίσθημα μειονεξίας που γεννά ο μεταπρατισμός, και που μας κατατρύχει τόσο ως ατομικό όσο και ως συλλογικό βίωμα, ζητά μια «καθ’ υπερβολήν αναπλήρωση». Και αυτή τη βρήκαμε με την καταφυγή στην καύχηση για το αρχαίο κλασικό παρελθόν της χώρας μας και τα κατορθώματα των απώτερων ενδόξων προγόνων μας.

Εδώ, είμαι σίγουρος, θα εντοπίζετε μια αντίφαση που αντικατοπτρίζει την αντιφατική φύση του Νεοέλληνα και του νέου Ελληνικού κράτους: Από τη μία προβάλλουμε την «ελληνικότητά» αξιώνοντας σεβασμό και από την άλλη καταβάλλουμε αγωνιώδη προσπάθεια να μιμηθούμε τους Ευρωπαίους και να αποβάλουμε κάθε τι το ελληνικό! 

Η σύγχυση αυτή στο μυαλό και τα αισθήματά μας, η οποία συνεχίζει να υπάρχει και στις μέρες μας, φαίνεται να προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από τη θέση που πήραμε για τη σχέση του νεότερου Ελληνισμού με τον βυζαντινό και μεταβυζαντινό Ελληνισμό. Τόσον ο Κοραής, οι ιδέες του οποίου επικράτησαν, όσον βέβαια και οι Βαυαροί, είχαν άγνοια και έτρεφαν απροκάλυπτη περιφρόνηση για το βυζαντινό και μεταβυζαντινό παρελθόν, δηλαδή για οτιδήποτε το ελληνικό στην εποχή τους. Αυτή η σχολή σκέψης επικράτησε και ήταν μάλλον αναπόφευκτο και οι πολιτικοί μας, μέχρι και στις μέρες μας, να σκέφτονται κατά τον ίδιο τρόπο. Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τσάτσος, σε συνέντευξή του σε μεγάλη Γαλλική εφημερίδα, καυχιόταν ότι πνευματική του πατρίδα ήταν η Χαϊδελβέργη και το Παρίσι. Λίγο αργότερα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, επίσης ως Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας δήλωνε σε δημόσιο λόγο του ότι «εμείς οι Έλληνες ήμασταν για αιώνες σκλάβοι: πρώτα στους Ρωμαίους, ύστερα στους Βυζαντινούς και μετά στους Τούρκους»!

Κάναμε λοιπόν ένα τεράστιο ιστορικό, νοητικό και ψυχολογικό άλμα παραγραφής είκοσι πέντε αιώνων, για να αντλήσουμε τον αυτοσεβασμό μας και να απαιτήσουμε τον σεβασμό των άλλων από την αρχαία, την κλασική Ελλάδα. Ένα άλμα είκοσι πέντε αιώνων που μας αποδυνάμωσε, μας απογύμνωσε από την «ελληνικότητά» μας και που, ως φαίνεται, αποδεικνύεται ως ένα άλμα στο κενό. Αυτόν τον άνευρο και ανούσιο μεταπρατικό χαρακτήρα και την επίκληση της αρχαίας Ελλάδας από τον Νεοέλληνα, σχολίαζε σαρκαστικά ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης με τη φράση: «Είμαστε όλοι μας φιλέλληνες»!   

 

(*) Δρ. Μηχανικός

π. Διευθυντής ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε.

e.koufakis@gmail.com