Η συμφωνία ειρήνης με εδαφικές παραχωρήσεις είναι αρνητική εξέλιξη, για κράτη όπως η Ελλάδα και η Κύπρος, που είναι υπό διαρκή απειλή από την αναθεωρητική και επεκτατική πολιτική της Τουρκίας
Η συνάντηση των ηγετών Κοσμοκρατορισσών κρατών ΗΠΑ Ντ. Τραμπ και Ρωσίας Βλ. Πούτιν στην Αλάσκα, πιθανόν να αποδειχτεί η σημαντικότερη της σύγχρονης Ευρωπαϊκής Ιστορίας. Στην Αλάσκα, συνυπήρξαν δημιουργικά τα ετερώνυμα γεωπολιτικά, επιχειρηματικά και ενεργειακά, αμερικανικά και ρωσικά συμφέροντα.
Η Κίνα, η άλλη πλανητική υπερδύναμη, ήταν «παρούσα» με την έννοια ότι η σκιά της κινεζικής ισχύος και ο σινορωσικός άξονας αποτέλεσαν υπόγειο, αλλά καθοριστικό παράγοντα των αμερικανορωσικών συζητήσεων. Επιδεικτικά απούσα η Ε.Ε. ακόμη και η Βρετανία, με την Γερμανία να αποστασιοποιείται, στα σημεία έστω, από την σκληρή αντιρωσική, με ιαχές πολέμου, γραμμή Παρισιού- Λονδίνου- Βρυξελών.
Η Αλάσκα δεν ήταν μόνο μια διπλωματική συνάντηση. Κυρίως ήταν μια επίδειξη δύναμης και στρατηγικής πρόθεσης. Ο Πρόεδρος της Ρωσίας Βλ. Πούτιν στην Αλάσκα, μετέφερε τις στρατιωτικές επιτυχίες του Ρωσικού Στρατού στη διπλωματία, ενώ ο αμερικανός Πρόεδρος Ντ. Τραμπ, άφησε ανοιχτά τα διπλωματικά περιθώρια, ενός συμβιβασμού , που μάλλον ελάχιστα τον ενδιαφέρει, αν τελικά αποβεί σε βάρος της Ουκρανίας. Η Ε.Ε. παραμένει θεατής σε μια διπλωματική αναμέτρηση που καθορίζει το δικό της μέλλον. Το διακύβευμα δεν είναι μόνο η τύχη του Ντονμπάς ή της Κριμαίας, αλλά το αν θα επικρατήσει το δίκαιο ή η λογική της ισχύος στον νέο παγκόσμιο χάρτη. Η αδιαπραγμάτευτη απαίτηση της Ρωσίας για αναγνώριση της Κριμαίας ως ρωσική επικράτεια και η δέσμευση της ΔΥΣΗΣ, ότι η Ουκρανία δεν θα ενταχθεί στο ΝΑΤΟ στον «αιώνα τον άπαντα», που φαίνεται ότι αποδέχτηκε ο Τραμπ, είναι επιβεβαίωση της στρατιωτικής νίκης της Ρωσίας. Στη νέα διεθνοπολιτική πραγματικότητα, η στρατιωτική ισχύς, είναι ο νηογνώμονας της διπλωματίας και η νομιμοποίηση της αλλαγής συνόρων το αποτέλεσμα, ενίοτε οδυνηρό για κράτη με εθνομειονοτικά ζητήματα.
Πίσω από τις γραμμές της συμφωνίας υποβόσκει η προοπτική ενεργειακής συνεργασίας ΗΠΑ – Ρωσίας – Γερμανίας. Μια τέτοια εξέλιξη θα ανέτρεπε την ενεργειακή στρατηγική της Ε.Ε., που επένδυσε στην απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο. Στον αντίποδα βέβαια, η Γερμανία θα εξασφάλιζε με προνομιακές τιμές τα ενεργειακά της προϊόντα, όχι όμως και άλλες χώρες της Ε.Ε. Είναι διχαστική προοπτική της συνοχής της Ε.Ε. στην οποία ωθούν, τα Γερμανικά συμφέροντα.
Η συνάντηση στην Αλάσκα αποκαλύπτει ότι η μεγάλη γεωστρατηγική αναμέτρηση δεν αφορά μόνο το μέλλον της Ουκρανίας αλλά και τη διαμόρφωση ενός νέου συστήματος ισχύος στον 21ο αιώνα. Η Ρωσία διεκδικεί ρόλο ισότιμου παίκτη απέναντι στις ΗΠΑ, επιδιώκοντας να επαναχαράξει σφαίρες επιρροής στην Ευρώπη. Ο Τραμπ, με την πολιτική «Αμερική πρώτα», φαίνεται διατεθειμένος να περιορίσει τις δεσμεύσεις των ΗΠΑ προς την Ευρώπη, αφήνοντας την Ε.Ε. εκτεθειμένη.
Η Μόσχα επιχειρεί να «παγώσει» τα μέτωπα στις νότιες περιφέρειες (Χερσώνα, Ζαπορίζια) προσφέροντας μια επιλεκτική επιστροφή εδαφών, ώστε να διατηρήσει τον έλεγχο των ζωτικών περιοχών του Ντονμπάς. Αυτή η κίνηση δεν είναι παραχώρηση αλλά στρατηγική σταθεροποίηση: ο Πούτιν κατοχυρώνει τα κέρδη του πολέμου, περιορίζει την ουκρανική αντεπίθεση και δημιουργεί μια νέα γραμμή οριοθέτησης που θα λειτουργεί ως «νέα πραγματικότητα».
Η συνάντηση στην Αλάσκα δείχνει ότι οι ΗΠΑ και η Ρωσία επιχειρούν να επανακαθορίσουν μόνες τους όρους της ειρήνης, παρακάμπτοντας την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η απουσία της Ε.Ε. από τις διαπραγματεύσεις υπονομεύει το κύρος και τον ρόλο της ως εγγυήτριας δύναμης ασφάλειας στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Η Ευρώπη εμφανίζεται ως θεατής, παρότι η ίδια υφίσταται τις συνέπειες του πολέμου, όπως ενεργειακή κρίση, προσφυγικές ροές, στρατιωτικές απειλές.
Πάντως, συμφωνία ειρήνης με εδαφικές παραχωρήσεις είναι αρνητική εξέλιξη, για κράτη όπως η Ελλάδα και η Κύπρος, που είναι υπό διαρκή απειλή από την αναθεωρητική και επεκτατική πολιτική της Τουρκίας. Με την συμφωνία με εδαφικές παραχωρήσεις, ενισχύεται ο διεθνής κυνισμός και στα καθ’ ημάς, αυξάνεται η τουρκική πίεση για «ειδικές ρυθμίσεις» σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο.
Αν παγιωθεί «ειρήνη έναντι εδαφών», δημιουργείται επικίνδυνο προηγούμενο αναθεωρητισμού. Για την Ελλάδα , το διακύβευμα δεν είναι αφηρημένο: η αρχή της εδαφικής ακεραιότητας, της μη αλλαγής συνόρων με τη βία είναι ο θεμέλιος λίθος πάνω στον οποίο στηρίζονται οι ελληνικές θέσεις σε ΑΟΖ, υφαλοκρηπίδα, νησιωτικά δικαιώματα κατά UNCLOS.
Η Αλάσκα δεν είναι «μακριά». Αν κατοχυρωθεί μια ειρήνη που ανταμείβει την ισχύ στο πολεμικό μέτωπο, θα δοκιμαστεί η ίδια η ασφάλεια της Ευρώπης και κατ’ επέκταση και της Ελλάδας.
Και σε αυτή την περίπτωση, δεν αρκεί κραυγή αγωνίας, αλλά
αύξηση ισχύος: πιο πυκνή αποτροπή, πιο ευφυής ενέργεια, πιο ενεργητική διπλωματία.
Η Σούδα παραμένει το σημαντικότερο στρατηγικό χαρτί. Ως ναυτική βάση, είναι άξονας επιχειρησιακής παρουσίας των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ σε Ανατολική Μεσόγειο και Μαύρη Θάλασσα. Η Αθήνα πρέπει να κεφαλαιοποιήσει αυτή τη θέση όχι μόνο σε στρατιωτικό επίπεδο, αλλά και σε πολιτικο-διπλωματικές ανταλλαγές και εξαρτημένες πολυμερείς και διμερές συμμαχίες. Έτσι, η Ελλάδα, θωρακίζεται και κεφαλαιοποιεί τον ρόλο της ως ανατολικός πυλώνας της ευρωπαϊκής ασφάλειας και αξιόπιστος κόμβος στην ενεργειακή αρχιτεκτονική της ηπείρου.
Αν τελικά κατοχυρωθεί διεθνώς μια ειρήνη που επιβραβεύει την ισχύ και όχι το δίκαιο, την ανταλλαγή εδαφών με την Ειρήνη, τότε η Ελλάδα οφείλει να προετοιμαστεί για έναν κόσμο πιο κυνικό, πιο απαιτητικό, πιο άναρχο, πιο συγκρουσιακό. Αυτό σημαίνει: αύξηση αποτρεπτικής ισχύος, ευφυή ενεργειακή πολιτική, πολυδιάστατη, ενεργητική διπλωματία.