Oι εικόνες μας πληθαίνουν όσο η γοητεία του Αγνώστου αλλάζει όψη και μορφή στην ακατανίκητη αντίληψη του υπάρχοντος που είναι διαρκές όσο η ματιά μας δεν στοχοθετεί άλλα τοπία της σκέψης και η θεώρηση των πραγμάτων λαμβάνει εμμονική τροπή από την στιγμή που οι επιλογές του νου αποστατικοποιούνται υπέρ μιας αέναης κίνησης και συσπάσεων του ξεχωριστού προσώπου ενώπιον του μακρινού ορίζοντα.
Είμαστε εμείς οι κυρίαρχοι των εντυπώσεων που σαρώνουμε με χαρακτηριστική άνεση την αδιάλειπτη εξέλιξη των γεγονότων ώστε στο τέλος να αποδείξουμε στον ίδιο μας τον εαυτό ότι παραμένουμε κυρίαρχοι της πανδημικής αυτοτέλειας και αυτογνωσίας του υπάρχοντος που από ένα σημείο και μετά από αυτόνομο έγινε ετερόνομο.
Διασπάμε λοιπόν με δεινότητα τα δεσμά της ετερονομίας και αναδεικνύουμε την υπέρτατη και υπέρμετρη σκέψη μέσα από τις απόπειρες ενστάλαξης του ιδανικού που ποτέ δεν ήταν χειροπιαστό και διαβλητό. Είμαστε εμείς και ο εαυτός μας στο κέντρο της καταλυτικής εικόνας που συνθέτει το κάδρο της αυτό-συνειδητότητας, εμείς και η ονειρική σιωπή που συνοδεύεται από διάσπαρτα μηνύματα παρελθοντικών συνυφάνσεων και εκφάνσεων της αναμνησιακής εμπειρίας και επικράτειας.
Παραμένουμε το κέντρο των υποβολιμαίων και φαινομενικά υπόρρητων εντολών για έναν κόσμο μακράν του εφικτού που τόσο προφέρεται αδιάλειπτα από τα χείλη των συμμετεχόντων στην κυριαρχία του πραγματισμού.
Εποπτεύουμε μέσα από την ιδεαλιστική και δια-κοσμική εμπειρία των εννοιολογικών του επινοημάτων έναν κόσμο που έχει απωλέσει την δυνατότητα να είναι ο ουσιωδέστερα πραγματικός όσο απομακρύνεται η εμπειρία του ανέφικτου αλλά πάραυτα ελκυστικού Αγνώστου.
Οι ίδιες μας οι ιδέες οδηγούν σε μια επιθυμητή τελειότητα που δεν μπορούμε να αγγίξουμε παρά να στοχαστούμε στις περίλαμπρες διαστάσεις της, όχι με πρόσωπα και σκιές, αλλά με τις παραστατικές εκφάνσεις ενός α-συλληπτικού και παράλληλα απροσμέτρητου φραστικού βάθους.
Εκεί κάπου επικαλύπτεται και κυοφορείται το συναίσθημα στην προσπάθειά του να ανδρωθεί, εκεί σιγοκαίει ο πόθος για το συνταίριασμα και συναπάντημα των λέξεων με την ψυχή. Ποιος άφησε ποτέ την νύχτα να σωπάσει με τους ήχους της αν όχι αυτός που θάμπωσε με το ημιθανές ηλιακό φως τις τελευταίες ελπίδες για έναν αόρατο αλλά πάραυτα εμπειριοκρατικό κόσμο των ονείρων και του φαντασιακού;
Ποιος αν όχι οι πένητες στο πνεύμα και την ψυχή δεν αποκαθήλωσαν την μεγάλη σκέψη που χαρακτήριζε τους προπολεμικούς και μεταπολεμικούς ανθρώπους που μέσα στην δυστυχία τους δεν έπαυαν να ανασυνθέτουν το γκρεμισμένο παραπέτασμα των ορίων της αλληλέγγυου ανθρωποκεντρικού φάσματος, που αντλούσε την καταγωγή του από την τρισμέγιστη θνητή υπόληψη και μαγεία του καθημερινού θεαματικού γέγοναι, όταν οι λέξεις κοσμούσαν τον στατικό περίγυρο και ανασυγκροτούσαν την χαρακτηρολογική δομή των καταπονημένων θυμάτων μιας ακροθιγώς εκφρασμένης ιδιοτέλειας;
Δεν υπάρχει προφανής υποχώρηση ούτε κανενός είδους δυσλειτουργία όταν ο δρόμος εξακολουθεί να είναι μακρύς, όταν οι δοξασίες για το αδύνατο της σκεπτικής ουτοπίας δεν αφέθηκαν να παρατείνουν την κόλαση του αδιάφορα προσεγγίσιμου εννοιολογικού χαρακτήρα του πραγματικού.
Είναι δε αυτό το οποίο αποκάλεσαν έτσι γιατί ο πλούτος των λέξεων έπρεπε να απομαγευθεί και η πληθώρα των περιττών εντάσεων στις διαπροσωπικές σχέσεις να πρυτανεύσει στην ακατονόμαστη ανέμελη πραγματικότητα που θέλγει τους ανθρώπους να γοητεύονται από τα ίδια ακριβώς πράγματα.
Περνώντας όμως ο χρόνος εντός της βασιλείας και του μαλακού υπογάστριου των στιγμών, σταματά την δυσθεώρητη δίνη των εντυπώσεων μιας διαφορετικής αντίληψης του νοητού και υπερβάσιμου που λογίζεται ως τέτοιο μόνο από την στιγμή που ο σκεπτικός άνεμος ακουμπά ελαφρά και μαλακά τα ασίγαστα πάθη, εξημερώνοντάς τα.
Είμαστε εμείς οι εικονοκλάστες του ψευδεπίγραφου, αυτοί που σάρωσαν με το νου την θεϊκή παρουσία στο ασύλληπτο, εκλαμβάνοντας το έτσι δια της εμπειρίας του μηδενός. Είμαστε αυτοί που μάθαμε να ζούμε στη νύχτα του ανείπωτου, αυτοί που υπερβαίνουμε τους ατομικούς χαρακτήρες και ανοιγόμαστε χωρίς φόβο στα πελάγη του υπερατομικού και ιδεώδους κοσμικού υπάρχειν μέσα από τη ροή των γεγονότων και της συνέχειας που αναδύεται πάντα μέσα από την ρητή ασυνέχεια.
Είμαστε η αρχή και το τέλος της έσχατης ευχής των κολασμένων που εκλιπαρούν να εξέλθουν από τον λαβύρινθο των άστατων εμπειριών που δεν τους οδήγησαν ποτέ στην πείρα της θνητότητας.
Είμαστε το απόμερο και το εκδιωχθέν από τον μικρόκοσμο, η ίδια η ταύτιση με το μακρινό και ασύλληπτο του απείρου που δεν σταματά σε νοητικά εμπόδια ούτε εμπλουτίζεται δημιουργικά από τις εκάστοτε θεϊκές μορφές. Αν θα είμαστε για πάντα αυτοί, ουδείς το γνωρίζει.
Διαβήκαμε όμως τα όρια και αυτό είναι αρκετό. Γιατί σε μια ζωή πέραν τον ορίων του σκεπτού που γίνεται άσκεπτο, μια ζωή που από τα πρώτα της στάδια διερευνά διασταλτικά και περιπαιχτικά το θνησιγενές, υπάρχει ως συνοδευτική παρουσία ένα ζωτικό έρεβος που στην πραγματικότητα σπεύδει να εξυμνεί την λαμπρότητα της θνητότητας ως μοναδική έκφραση του πρωτόλειου υλικού φάσματος της ζωτικής εμβάθυνσης μέσα στο κοσμικό ταξίδι.
Και η λαμπρή αυτή στάση - περίσταση του ταξιδιού επιβάλλεται να εξυμνηθεί ποικιλοτρόπως και όχι να διαρκέσει, γιατί ένα τέτοιο γεγονός οδηγεί στην ρητή επανάληψη της ατομικής συνειδητότητας που αντιπαρέρχεται την κοσμική εποπτεία. Λες και πάντα υπάρχει κάτι που κυριαρχεί στην ατομικότητα και αναδεικνύει την συμπαντική ροή. Αυτό το κάτι που μας χαρίστηκε από τότε που εν αρχή ήταν το χάος, το ίδιο όπως και το τέλος.
zachfil64@gmail.com