Περιδιαβαίνοντας στη Χώρα της Μεσσηνίας, στην ανατολική γωνία της πλατείας της, ξεκινούν δυο δρόμοι με τα ονόματα δύο αρχαιολόγων που έδρασαν στην περιοχή, κυρίως τις δεκαετίες του 1950 και του ’60. Η οδός Σπυρίδωνος Μαρινάτου οδηγεί προς το Αρχαιολογικό Μουσείο Χώρας και η οδός Καρόλου Μπλέγκεν, η παλιότερη «αγορά», οδηγεί στα ανατολικά, στο «Αλωνάκι». Με την τιμητική ονοματοδοσία η Χώρα έδειξε ότι αναγνωρίζει τους ευεργέτες της, αυτούς που ουσιαστικά, με την ανακάλυψη του Ανάκτορου του Νέστορα, την έβαλαν στον παγκόσμιο χάρτη.
Ο Κάρολος Μπλέγκεν είναι ο Αμερικανός αρχαιολόγος Carl W. Blegen. Γεννήθηκε στη Μινεάπολη της Μινεσότα το 1887 και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της πόλης του αλλά και στο Γέιλ. Σε ηλικία 15 ετών, σε ένα κυνηγετικό ατύχημα είχε χάσει ένα τμήμα του δεξιού χεριού του και από τότε φορούσε γάντι για να καλύπτει τη δυσμορφία.
Η εμπλοκή του Blegen στα ελληνικά αρχαιολογικά πράγματα ξεκίνησε από την τριετία 1911-1913. Ήρθε τότε στην Ελλάδα, αφού διετέλεσε υπότροφος της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα και εργάστηκε σε ανασκαφές στη Λοκρίδα, την Κόρινθο και στην Κοράκου, στην περιοχή της Λευκωσίας, στην Κύπρο. Κατά τη διάρκεια του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου ο Blegen είχε συμμετάσχει στο έργο της ανακούφισης των θυμάτων του πολέμου στη Βουλγαρία και την περιοχή της Μακεδονίας. Για τη συμμετοχή του αυτή τιμήθηκε από την Ελλάδα με το ανώτερο μετάλλιο Αριστείας από το Τάγμα του Σωτήρος, το 1919.
Μετά τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1920 υποστήριξε τη διδακτορική διατριβή του στη Φιλοσοφία και πήρε το Διδακτορικό δίπλωμά του (Ph.D.) από το Yale University. Από το 1920 μέχρι το 1926, διετέλεσε βοηθός διευθυντή στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της θητείας του στην Ελλάδα, προχώρησε σε ανασκαφές στον Άγιο Βασίλειο στην Κορινθία, στην Πρόσυμνα και στον Φλειούντα κοντά στις Μυκήνες στην Αργολίδα αλλά και στον Υμηττό.
Το 1927 ο Μπλέγκεν ανέλαβε καθηγητής κλασικής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σινσινάτι, θέση που διατήρησε μέχρι το 1957. Το Πανεπιστήμιο του Σινσινάτι, από το 1932 μέχρι το 1938, έστειλε μια αρχαιολογική Αποστολή στην Τροία, την πόλη που διεξήχθησαν τα περιγραφόμενα από τον Όμηρο στην «Ιλιάδα», για τον Τρωικό Πόλεμο. Ένα στρώμα της αρχαίας, ομηρικής πόλης είχε ανακαλύψει το 1873 ο Ερρίκος Σλήμαν. Επικεφαλής της Αποστολής ήταν οι Carl W. Blegen, Marion Rawson και John L. Caskey. Ψυχή της ανασκαφής ήταν όμως ο Carl W. Blegen. Από το 1932 ηγήθηκε επτά ετήσιων αποστολών στην Τροία. Το 1939, με τη βοήθεια και τις υποδείξεις του αρχαιολόγου Κωνσταντίνου Κουρουνιώτη, ξεκίνησε να φέρνει και πάλι στο φως το Ανάκτορο της μυκηναϊκής Πύλου, που αποδόθηκε στον Νέστορα. Η μυκηναϊκή Πύλος ήταν ένα από τα παλαιότερα αναφερόμενα βασίλεια στην Ευρώπη. Ο Β΄Παγκόσμιος πόλεμος σταμάτησε την ανασκαφή στον Άνω Εγκλιανό. Αυτή ξανάρχισε το 1952 και πάλι από από τον Blegen. Στη θέση του Κουρουνιώτη μπήκε ο Σπυρίδων Μαρινάτος. Οι δυο αρχαιολόγοι μοίρασαν τις εργασίες της αποκάλυψης του μυκηναϊκού βασιλείου της Πύλου. Ο Blegen επικεντρώθηκε στο μυκηναϊκό ανάκτορο και ο Μαρινάτος ανέλαβε να ανακαλύψει όλες τις περιφερικές θέσεις των οικισμών του. Η ανασκαφή στον λόφο του Άνω Εγκλιανού συνεχίστηκε από το 1952 μέχρι το 1966. Ο Blegen συνταξιοδοτήθηκε το 1957.
Οι ανακαλύψεις του Blegen στην Τροία και το Ανάκτορο του Νέστορα στη Χώρα, από τη δεκαετία του 1930 έως τη δεκαετία του 1960, έγιναν πρωτοσέλιδα σε όλο τον κόσμο και παραμένουν δύο από τις σημαντικότερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις του 20ου αιώνα για την ελληνική προϊστορία.
Μέχρι την αρχαιολογικά ανακάλυψη του Blegen, το παλάτι των Μυκηναίων της Πύλου μνημονευόταν μόνο μέσω των παραδόσεων και της γ' ραψωδίας της Οδύσειας του Ομήρου, για περίπου τρεις χιλιάδες χρόνια. Οι ανασκαφές του Blegen στο παλάτι τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 αποκάλυψαν περισσότερες από 1.000 πήλινες πινακίδες που η αποκρυπτογράφησή τους από τον Άγγλο Michael Ventris έδειξε ότι περιείχαν, στην ελληνική γλώσσα που απέδιδε η Γραμμική Β, κυρίως λογιστικά αρχεία του ανακτόρου και των αποθηκών του.
Ο Blegen θεωρούσε την αρχαιολογία ως μια «ομαδική επιχείρηση» αλλά κάτω από αυτόν. O λόγος του ήταν νόμος. Αν η ομάδα εργασίας της ανασκαφής ήταν μια οικογένεια, τότε ο Blegen ήταν ο πατέρας. Μια δυναμική προσωπικότητα, γεμάτη πείσμα αλλά και έμπνευση. Και αυτό εφάρμοζε και στις έρευνές του.
Κατά τη διάρκεια της έντονης αρχαιολογικής δραστηριότητάς του ο Blegen έλαβε σημαντικές διακρίσεις από το Πανεπιστήμιο του Όσλο, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, το Πανεπιστήμιο του Σινσινάτι, το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Κολλέγιο Εβραϊκής Ένωσης στην Ιερουσαλήμ. Το 1965 έγινε ο πρώτος Αμερικανός αρχαιολόγος που τιμήθηκε με το «Χρυσό Μετάλλιο» του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου της Αμερικής για τα αρχαιολογικά του επιτεύγματα.
Ο Carl W. Blegen πέθανε στην Αθήνα στις 24 Αυγούστου 1971. Η σύζυγός του, επίσης αρχαιολόγος, Elizabeth Denny Pierce Blegen είχε πεθάνει πέντε χρόνια νωρίτερα κι αυτή στην Αθήνα, στις 21 Σεπτεμβρίου 1966. Και οι δύο ενταφιάστηκαν στο προτεσταντικό τμήμα του Α΄Νεκροταφείου της Αθήνας.