Δεν είμαι βέβαιος ότι «η μοναδική πετυχημένη επιχείρηση πολιτικού rebranding στην σύγχρονη ελληνική ιστορία ήταν αυτή του Κωνσταντίνου Καραμανλή» όπως ισχυρίστηκε ο - πετυχημένος δημοσιογράφος και εκδότης- Κώστας Βαξεβάνης από το Documento της Κυριακής 13/7. Υπάρχει για παράδειγμα και η περίπτωση του Ανδρέα Παπανδρέου, που επέστρεψε στην πρωθυπουργία το 1993, έστω κι αν ποτέ δεν παραιτήθηκε από την προεδρία του ΠΑΣΟΚ, αλλαγμένος στη νέα πολιτική συνθήκη, η οποία ουδεμία σχέση είχε με αυτή του «βρόμικου ‘89» και του σκανδάλου Κοσκωτά, που τον οδήγησε στην απώλεια της εξουσίας. Το ίδιο βέβαια κατάφερε κι ο Βενιζέλος πριν από ένα αιώνα.
Σε κάθε περίπτωση είτε ένα, είτε δύο, είτε τρία, τα επιτυχημένα πολιτικά rebranding δεν μπορούν να συγκριθούν με τα ανάλογα δημοσιογραφικά, ακόμα κι αν υπολογίσουμε μόνο τα ονόματα της πρώτης γραμμής, στα οποία το ιδιότυπο βεβαίως rebranding, αυξάνεται τελευταία με γεωμετρική πρόοδο διατηρώντας -με απότομη στροφή- τους επωνύμως «ανανεωμένους λειτουργούς της ενημέρωσης» στην προθήκη του καταστήματος.
Αναρωτιέται ο γνωστός δημοσιογράφος «Τι είναι αυτό που θέλει να κάνει (ο Τσίπρας); Απλώς να κυβερνήσει και να βαφτίσει αυτήν του τη φιλοδοξία ως απελευθέρωση από τον Μητσοτάκη;».
Αναρωτιόμαστε κι εμείς τη σειρά μας: Δεν βρίσκει δηλαδή κανένα πρόσφορο λόγο για απελευθέρωση από την διακυβέρνηση Μητσοτάκη;
Ο Τσίπρας δεν πρεσβεύει καμία διαφορετική πολιτική πρόταση από την ασκούμενη πολιτική Μητσοτάκη;
Ή -ακόμα χειρότερα- μπορεί να προτείνει και να λέει άλλα ο Τσίπρας από τον Μητσοτάκη, αλλά αν ξανακυβερνήσει θα κάνει τα ίδια με τον Μητσοτάκη;
Ότι και να υπονοεί η διατύπωση, η απάντηση εμπεριέχεται στο ερώτημά του: ο Τσίπρας θέλει να επανέλθει ορμώμενος αποκλειστικά και μόνο από καθαρή και ανόθευτη φιλοδοξία.
Συνεχίζει ο γνωστός δημοσιογράφος: «Ποιο είναι το κακό από το οποίο απομακρύνεται (ο Τσίπρας); Τι δεν έκανε καλά και τώρα θα το κάνει; [..] τώρα που εκπαιδεύεται στη μετριοπάθεια και τη συμπεριληπτικότητα θέσεων που αρέσουν σε όλους θα πετύχει;»
Τα δήθεν αθώα ερωτήματα του τύπου «καθάρισε τη θέση σου μ’ αυτή σου την κατάσταση/ πριν κάνω επανάσταση», περιέχουν βέβαια και τις απαντήσεις τους. Ή πιο σωστά τις απαντήσεις του δημοσιογράφου, ο οποίος διατυπώνει βαρύτατες κατηγορίες κατά του Τσίπρα, τις «μαλακώνει» όμως υποτίθεται κολλώντας στο τέλος ένα ερωτηματικό. Και εμφανίζει τον Τσίπρα ως έτοιμο να διαπράξει Κύριος οίδε τι, για «να γίνει αρεστός»!
Εμφανίζεται όμως και μεγαλόκαρδος, σε μια προφανή προσπάθεια να μη θεωρηθεί από τους καχύποπτους συμμέτοχος στην επίθεση που έχουν εξαπολύσει κατά του Τσίπρα η ΝΔ του Μητσοτάκη, το ΠΑΣΟΚ του Ανδρουλάκη και η Πλεύση της Ζωής. Γράφει: «Αν στόχος του Τσίπρα είναι να εμφανιστεί ως προϊόν σε νέα συσκευασία, ένα μαλακτικό που μοσχοβολάει σαν την πρώτη μέρα της άνοιξης τότε η τακτική του είναι αποδεκτή».
Αποδεκτή από ποιον δεν μας ενημερώνει. Από τον ίδιο; Από κάποιο κομμάτι της κοινωνίας που τελευταία όλο και πιο επίμονα εκφράζει συμπάθεια και προσμονή για τον Τσίπρα; Κι αν καταλογίζει σαρκαστικά στον Τσίπρα τη χρήση μαλακτικού, τι θα πρέπει να καταλογίσει στον ίδιο τον αρθρογράφο ο αναγνώστης που αναζητά μια διέξοδο στα σημερινά αδιέξοδα; Βαμμένα κόκκινα μαλλιά;
Αλλά αμέσως μετά…σοβαρεύεται: «Εάν το ζητούμενο είναι η πολιτική και μάλιστα αυτή που είναι στον αντίποδα της πολιτικής του Μητσοτάκη, τότε πρέπει να υπερασπιστεί όσα έχει κάνει ως πολιτικός και να μην υποκύπτει στον ρόλο του πλασιέ ενός προϊόντος που τα έχει όλα και συμφέρει».
Και πλασιέ λοιπόν ο Τσίπρας, κατά τον συμπαθή αρθρογράφο, που δεν έχει πρόβλημα να κατηγορεί άλλους, αλλά να πλασάρει ο ίδιος μια εντελώς αστήριχτη αμφισβήτηση. Γιατί -κι αυτό όφειλε να το ξέρει ο Κ. Βαξεβάνης- ο Τσίπρας για «να υπερασπιστεί όσα έχει κάνει ως πολιτικός» ζήτησε να δοθούν τα πρακτικά του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών του 2015.
Ο Τσίπρας κατάγγειλε της διαστρέβλωση και τη λογοκρισία της αλήθειας από το καθεστώς Μητσοτάκη, όσον αφορά το έργο και το ρόλο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Ο Τσίπρας υπερασπίστηκε στις εκδηλώσεις του ινστιτούτου του την πολιτική του για την Οικονομία, το Κράτος Δικαίου, την προοδευτική διέξοδο από το σημερινό καθεστώς της Οικογένειας.
Χρειάζεται μεγάλη εμπάθεια για να λες ότι ο Τσίπρας δεν υπερασπίζεται την πολιτική που άσκησε ως πρωθυπουργός ή ως επικεφαλής της αντιπολίτευσης. Εκτός πια κι αν όλη αυτή η ανάλυση δεν αποσκοπεί παρά να εμποδίσει αυτό που συζητιέται πολύ και φοβάται το Σύστημα: Την επιστροφή του Τσίπρα στην πρώτη γραμμή.
Πάντως ο καλός αρθρογράφος αναγνωρίζει τελικά στον Τσίπρα ότι πρόσφατα «θυμήθηκε τον παλιό του εαυτό και τον Μητσοτάκη ως εκφραστή μιας άθλιας πολιτικής». Αλλά κι εκεί ακόμα, για λόγους που ο ίδιος ξέρει, σπεύδει κόντρα στις μετρήσεις, στον πανικό του Μαξίμου, στην καθημερινή στοχοποίηση του Τσίπρα από το σύστημα της διαφθοράς, να συμπεράνει με όλη την άνεση της αυθαιρεσίας του: «ο Μητσοτάκης επιλέγοντας να στοχοποιήσει τον Τσίπρα, δείχνει ότι τον προτιμάει/επιθυμεί ως αντίπαλο και γι’ αυτό τον αναδεικνύει».
Σοβαρά τώρα; Ο Μητσοτάκης διαλέγει τον Τσίπρα; Δεν τον διαλέγει ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, που καταγράφεται σε όλες τις δημοσκοπήσεις; Δεν τον «διαλέγει» η αναξιοπιστία και η έκπτωση του πολιτικού συστήματος; Δεν τον «διαλέγει» η πανθομολογούμενη απουσία μιας προσωπικότητας στη δημοκρατική αντιπολίτευση, που μπορεί να εμπνεύσει, να ενώσει, να απειλήσει εν τέλει το καθεστώς του Μητσοτάκη; Δεν τον «διαλέγει» με δυο λόγια η δεινή πραγματικότητα της χώρας, που ο Βαξεβάνης ξεπερνά με αδιαφορία, για να καταλήξει σε ένα βολικό -για ποιον;- σενάριο συνωμοσίας;
Εν τέλει και για να μη μακρηγορούμε, επειδή δεν πάσχουμε οι περισσότεροι ενεργοί πολίτες -ιδιαίτερα οι αμετανόητοι αριστεροί- από νοητική δυσκοιλιότητα, εύκολα αναγνωρίζουμε τη δημοσιογραφία η οποία παραπέμπει στο γνωστό ανέκδοτο που περιγράφει την εμπάθεια του λαγού για τον λύκο: «Γιατί δεν φοράς κράνος ρε;»
Στο κάτω κάτω της γραφής “Μπορεί η γνώμη μου να έχει αλλάξει, αλλά αυτό που δεν άλλαξε είναι ότι έχω δίκιο.”
Άσλυ Μπρίλαντ, Βρετανός σκιτσογράφος