Κυριακή, 13 Ιουλίου 2025 19:37

Το Κορυφάσιο

Γράφτηκε από τον

Το Κορυφάσιο

Του Γιάννη Α. Μπίρη

Ένα τέθριππο άρμα με δύο αναβάτες, που έμοιαζε να «έρχεται» από την γ’ ραψωδία της Oδύσσειας του Oμήρου («τα εν Πύλω») και πιο συγκεκριμένα από την αναχώρηση του Tηλέμαχου και του γιού του Nέστορα Πεισίστρατου, από την μυκηναϊκή Πύλο για τη Σπάρτη στην αναζήτηση του πολυμήχανου Oδυσσέα, ήταν το έμβλημα της παλιότερης σφραγίδας της κοινότητας του Κορυφάσιου. Η σφραγίδα ήθελε να υπογραμμίσει τη σχέση του οικισμού με τη μυκηναϊκή εποχή.
Το Κορυφάσιο είναι ένα παλιό χωριό, που διοικητικά υπάγεται στον Δήμο Πύλου - Νέστορος. Βρίσκεται δίπλα στον δρόμο που συνδέει τη Χώρα με την Πύλο, περίπου 8,5 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Χώρας και περίπου, 7 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Γιάλοβας. Περίπου τέσσερα χιλιόμετρα βόρεια του οικισμού, βρίσκεται το Ανάκτορο του Νέστορα. Το χωριό έχει μακρόχρονη ιστορία που ακολουθεί την ιστορία της Μεσσηνίας και της Πυλίας. Η περιοχή του οικισμού, κατά τη μυκηναϊκή εποχή, ήταν τμήμα του βασιλείου του Νέστορα. Η ονομασία του κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας ήταν Οσμάν-Αγά ή Σουμάναγα. Tο χωριό Oσμάν-Aγά, συγκροτήθηκε μετά το 1780 και βρισκόταν στην ιδιοκτησία του ομώνυμου Tούρκου αγά.
Το σημερινό όνομά του, από το 1915 και μετά, προέρχεται από την τιμητική αναφορά στο ομώνυμο ακρωτήριο στα δυτικά του χωριού, κάτω από το Παλαιόκαστρο. Εκεί βρισκόταν ο αρχαίος οικισμός Κορυφάσιον, που ταυτίζεται με την Πύλο των κλασικών χρόνων, μετά την καταστροφή της παλιότερης μυκηναϊκής Πύλου και του Ανακτόρου του Άνω Εγκλιανού. Το όνομα Πύλος στην αρχαιότητα αναφέρεται για δυο διαφορετικές πόλεις, σε διαφορετικές βέβαια εποχές. Πρώτη ήταν η μυκηναϊκή Πύλος στον λόφο του Άνω Εγκλιανού. Μετά την καταστροφή της, το 1100 π.Χ. περίπου, αναπτύχθηκε η Πύλος του Κορυφασίου, των κλασικών και ρωμαϊκών χρόνων. Ο Παυσανίας, στα «Μεσσηνιακά», αναφέρει ότι αυτή η δεύτερη Πύλος, ονομαζόταν και Κορυφάσιον, από το γειτονικό ακρωτήριο Κορυφάσιον (ἄκρα Κορυφάσιον), πάνω στο οποίο είχε κτιστεί. Εκεί, πάνω στον χαμηλό λόφο που τώρα βρίσκεται το Παλαιόκαστρο, υπήρχε η ακρόπολη της Πύλου και ο ναός της Κορυφασίας Αθηνάς.
Κατά καιρούς, στην ευρύτερη περιοχή του Κορυφάσιου, έχουν βρεθεί αξιόλογα αρχαιολογικά ευρήματα. Από αυτά πρέπει να αναφερθούν: ο θολωτός μυκηναϊκός τάφος στο Χαρατσάρι, μια μαρμάρινη στήλη στη θέση Μάρμαρα, λαξευμένοι ογκόλιθοι στην κοίτη του ποταμού Σέλα στα Διπόταμα και βέβαια τα ίχνη οικισμών και τάφων στις θέσεις «Πόρτες» και «Μπεϊλέρ-μπεη» που έδωσαν λιγοστά, αλλά αξιόλογα ευρήματα.
Στην τοποθεσία Χαρατσάρι, στα νότια και νοτιοδυτικά του χωριού, ανεσκάφη το 1926 από τον Κωνσταντίνο Κουρουνιώτη, ο αρχαιότερος θολωτός τάφος σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα. Ο τάφος, που σώζεται μερικώς, είναι υπόγειος, μεσαίου μεγέθους, με διάμετρο θαλάμου περίπου έξι μέτρα. Ήταν συλημένος και εκτός από κεραμικά όστρακα περιείχε ελάχιστα κτερίσματα. Ο Κουρουνιώτης αναφέρει ότι βρήκε και μικρά θραύσματα αργυρών αγγείων καθώς και μια μεγάλη γραπτή πυξίδα από Αιγυπτιακή πορσελάνη. Οι πυξίδες ήταν κεραμικά σκεύη με πώματα, χωρίς λαβές, που συνήθως χρησίμευαν για τη φύλαξη καλλυντικών ή και κοσμημάτων.
Αυτά τα ευρήματα δεν εντοπίζονται σήμερα και έτσι δεν μπορεί να διαπιστωθεί αν αυτά ήταν δείγματα μινωικών εισαγωγών. Πάντως, η αναφορά της πυξίδας αποδεικνύει την ύπαρξη εμπορικών ανταλλαγών μεταξύ της ηπειρωτικής Ελλάδος και της Ανατολικής Μεσογείου.
Ο τάφος κατασκευάστηκε στα τέλη της Μεσοελλαδικής εποχής, περίπου από το 2.100/2.000 π.Χ, μέχρι το 1.600 π.Χ., μέχρι δηλαδή την αρχή της Μυκηναϊκής εποχής και θα πρέπει να συνδεθεί με τους γειτονικούς οικισμούς που έχουν εντοπισθεί στις «Πόρτες» και στο «Μπεηλέρ-μπέη». Τα κεραμικά ευρήματα από τον τάφο φυλάσσονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και είναι δύο κατηγοριών:
• μιας τοπικής, με χειροποίητα αγγεία ύστερης Μεσοελλαδικής εποχής που χρονολογούνται στο 1.700-1.600 π.Χ. και
• αγγεία Μεσομινωικής ΙΙΙ /Υστερομινωικής Ι-Α εποχής, δηλαδή αγγεία που χρονολογούνται στο 1.700-1.450 π.Χ.
Αργότερα, το 1954, και ο Carl Blegen δημοσίευσε την κεραμεική του τάφου και συμφωνεί με τον Κουρουνιώτη, διαχωρίζοντάς την σε δύο διακριτές ομάδες: την χειροποίητη της Μεσοελλαδικής εποχής και την τροχήλατη, η οποία χρονολογείται στο τέλος της Μεσοελλαδικής εποχής (1.700-1.600 π.Χ.) ή στις αρχές της Υστεροελλαδικής Ι (1.600-1450 π.Χ). Ο Blegen εντόπισε και δείγματα κεραμικών της πρώτης Μυκηναϊκής φάσης.
Η σημασία του τάφου είναι μεγάλη αφού αυτός είναι ο παλαιότερος στην ηπειρωτική Ελλάδα και σύμφωνα και με τον καθηγητή Γεώργιο Κορρέ που το 1980 προχώρησε σε μερικό καθαρισμό του τάφου για τη διευκρίνιση των στρωμάτων των ταφών του: «την εποχή, κατά την οποίαν στις πολύχρυσες Μυκήνες εχρησιμοποιούντο οι απλοί λακκοειδείς τάφοι και για βασιλικές ταφές, στην Μεσσηνία είχε εφαρμοσθεί ο τύπος του θολωτού τάφου». Ο Κορρές παρατήρησε ακόμα ότι «δεν αποκλείεται το σωζόμενον ανώτερον τμήμα της θόλου να ανάγεται εις περίοδον ανακατασκευής και επαναχρησιμοποίησης του τάφου, λόγω πιθανής συμπτώσεως της αρχικής θόλου».
Aμιγώς αγροτικός και φιλήσυχος ο πληθυσμός του Κορυφάσιου, αναστατώθηκε μόνο στην περίοδο του εμφυλίου όταν έγινε θέατρο του εθνικού διχασμού. Eίναι η γενέτειρα πολλών αξιόλογων επιστημόνων, γιατρών, δικηγόρων, φαρμακοποιών, γεωπόνων, δασκάλων, καθηγητών αλλά και στρατιωτικών. Το Κορυφάσιο ήταν η γενέτειρα και του ταγματάρχη Ηλία Σφακιανάκη, που ως επικεφαλής ανταρτών του ΕΛΑΣ, έπεσε μαχόμενος στην ενέδρα σε φάλαγγα γερμανικών στρατιωτικών φορτηγών την 19ης Ιουλίου 1944, στο γεφύρι του Μανούσου στη γειτονική Χώρα.