Τους ανθρώπους να δυσκολεύονται χρόνο με το χρόνο όλο και περισσότερο να ικανοποιήσουν την επιθυμία των διακοπών. Τους «άρχοντες» να αυθαδιάζουν σχετικά με αυτή τη δυνατότητα. Και τις «τουριστικόπληκτες» περιοχές να προσδοκούν ή να δοκιμάζονται ανάλογα με τη θέση που έχει ο καθένας σε αυτό το σύστημα. Το απλό έχει γίνει εξαιρετικά δύσκολο για πολλούς και το αυτονόητο ζητούμενο. Η εποχή της (πτωχής) «ελευθερίας» έχει τελειώσει προ πολλού και έχουμε περάσει στην εποχή της (έναντι αντιτίμου βεβαίως) «εμπορευματοποίησης» της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση.
Η αναδρομή στο παρελθόν δεν σημαίνει βεβαίως και εξωραϊσμό του, δεν παύει όμως να είναι πολύτιμη ειδικά σε ό, τι αφορά την συλλογική μνήμη και χρήσιμη για ορισμένες συγκρίσεις, όχι… ηθικοπλαστικού χαρακτήρα βεβαίως. Η σχέση του ανθρώπου με τη θάλασσα δεν ήταν πάντα αυτή που γνωρίσαμε και αυτή που βιώνουμε. Ολόκληρες δεκαετίες το βουνό ήταν ο καλοκαιρινός προορισμός, άλλοτε προσιτός στους πολλούς και άλλοτε για «υψηλά βαλάντια». Ανάλογα με την εποχή, την περιοχή και τις υπηρεσίες που επιζητούσε ο καθένας. Από τις καλύβες στον Ταΰγετο μέχρι τα ξενοδοχεία της Βυτίνας ασφαλώς υπήρχε μεγάλη απόσταση και όχι μόνον… χιλιομετρική. Αυτή η λογική συνδυασμένη με το «οξυγόνο» που προσέφερε το βουνό, ανέβαζε κόσμο στα βουνά ακόμη και τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, όταν άνθισαν και οι παιδικές κατασκηνώσεις διαφόρων φορέων.
Κάποια στιγμή όμως άρχισε η στροφή προς τη θάλασσα. Και ο χρόνος αναδεικνύει ένα ισχυρό στοιχείο συλλογικής μνήμης, τις «καλύβες». Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι καλύβες αποτέλεσμα την αρχέγονη μορφή… ελεύθερου κάμπινγκ στην παραλία. Η περισσότερο φημισμένη… καλυβοκατασκήνωση ήταν η Μπούκα λόγω και πολυπληθέστερης ενδοχώρας αλλά και πρόσβασης για ημερήσιες εξορμήσεις… από το πρωί μέχρι το βράδυ πολλές φορές. Όμως οι καλοκαιρινές καλύβες υπήρχαν σε όλο το τόξο του Μεσσηνιακού Κόλπου από τη Δυτική Παραλία μέχρι και τη Βελίκα, καθώς το καλοκαίρι σχηματίζονταν μικροί προσωρινοί οικισμοί εκεί που κατέληγαν δρόμοι οι οποίοι οδηγούσαν από την ενδοχώρα προς την παραλία. Οι οποίοι πύκνωσαν τα μεταπολεμικά χρόνια και έφτασαν στο απόγειο προς τα τέλη της δεκαετίας του 1960, όταν έγινε πιο εύκολη η μετακίνηση με τη χρήση διαφόρων μηχανημάτων που μπορούσαν να ρυμουλκήσουν μια καρότσα για μεταφορά ανθρώπων και αντικειμένων. Εκείνες τις εποχές η πρόσβαση στη θάλασσα ήταν ελεύθερη για όλους και σε όλα τα σημεία καθώς η εμπορευματοποίηση εκείνες τις εποχές ήταν το πολύ καμία παράγκα με αναψυκτικά, καφέδες και ούζα. Χωρίς να το θέλουν, οι προσωρινοί οικιστές εκείνης της εποχής εκτίμησαν πολύ νωρίς την αξία της περιοχής που σήμερα ονομάζουμε «φιλέτο του Μεσσηνιακού Κόλπου». Και η οποία σταδιακά οικοπεδοποιείται, φυτρώνουν ξενοδοχεία και σε λίγα χρόνια το συζητάμε ποίοι και αν θα έχουν ελεύθερη πρόσβαση στη θάλασσα. Η φύση γίνεται εμπόρευμα που προσφέρει κέρδη στους έχοντες να την «αναπτύξουν» (με την… γενναία συνδρομή του κρατικού προϋπολογισμού) και η σχέση του ανθρώπου μαζί της γίνεται όλο και περισσότερο εγχρήματη. Το κοινόχρηστο γίνεται ιδιωτικό και όσο μεγαλύτερο είναι το μέγεθος τόσο μεγαλύτεροι είναι οι περιορισμοί και η αποξένωση των εν δυνάμει χρηστών της περιουσίας που αφήνει η φύση στον άνθρωπο. Μπορεί σε ορισμένους να φαίνεται ότι τα πράγματα κινούνται αργά, αλλά κάποια στιγμή επιταχύνονται σε σημείο που δεν μπορεί κάποιος να παρακολουθήσει την εξέλιξη.
Πάμε λοιπόν λίγη ιστορία γιατί αυτή πάντα έχει ενδιαφέρον. Η αρχή των θαλάσσιων εξορμήσεων έγινε στα μέσα του... μεσοπολέμου και αυτό έχει τη δική του εξήγηση: Μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1930-1940 δεν επιτρεπόταν να κάνουν μπάνιο στη θάλασσα άντρες και γυναίκες μαζί. Κάποια στιγμή όμως μπήκε ορμητικά το “μπαιν μιξ” κατά την ορολογία της εποχής που οι κοσμικογράφοι “μαϊμούδιζαν” τα γαλλικά και αποκαλούσαν έτσι τα “κοινά λουτρά”. Αντρες και γυναίκες μπορούσαν να κολυμπάνε μαζί καθώς μέχρι τότε απαγορευόταν και έκαναν μπάνιο… κατά φύλο και σε απόσταση. Με την «απελευθέρωση» επιτρεπόταν όλη η οικογένεια να εγκατασταθεί δίπλα στις άλλες στην παραλία για τα καλοκαιρινά της μπάνια και να κολυμπάνε... βλέποντας ο ένας την άλλη και... τανάπαλιν. Το 1936 ο Τίμος Μωραϊτίνης έγραφε σε χρονογράφημα πως “τα μπαιν μιξτ δεν είνε απόλαυσις δροσιάς, καθαριότητος και υγείας. Είνε είδος κοσμικής κινήσεως και ελευθέρας συναντήσεως των δύο φύλων που εξημερώνει τα ήθη”. Ενα χρόνο νωρίτερα έχουμε μια περιγραφή της καλοκαιρινής εξόρμησης των Νησιωτών στη Μπούκα, με τις ιδιόρρυθμες καλύβες και το μπαιν μιξ να φέρνει όλο και περισσότερο κόσμο για μπάνιο. Με τίτλο “Νησιώτικα σκίτσα” ο Πότης Λουκάκος περιγράφει στη “Σημαία” (1/8/1935) την κίνηση στη Μπούκα:
“Η εφετεινή ζέστη κατήντησε ανυπόφορος. Η πόλις μας έχει μεταβληθεί σε αληθινό καμίνι, πράγμα που εξανάγκασε πλείστους συμπολίτας να πάρουν κατά τα κοινώς λεγόμενα τα όρη σκούζοντας. Αι πλαζ του Αγίου Νικολάου και του Αγίου Κωνσταντίνου στις δόξες τους. Εξαιρετικώς δε η πλάζ του Αγίου Κωνσταντίνου με τις ιδιόρρυθμες καλύβες μας παρουσιάζει πρωτοφανή κίνησιν με τα μπεν – μιξ εις τα οποία οφείλεται η τόση ζωηρότης. Την παρελθούσαν Κυριακήν εγένετο διαγωνισμός δια την ανάδειξιν του ωραιοτέρου μαγιώ. Νικητής δε ανεδείχθη όπως ήτο φυσικόν ο νεαρός Ζαν Κεπούρα του οποίου το μαγιώ όπως και ο ίδιος λέγει, έχει αρχαιολογικήν αξίαν. Εθαυμάσθη δε δια το εξαιρετικόν του στυλ και για την ευθυγραμμίαν του”.
“Λαϊκός κοσμικογράφος” κατά μια έννοια ο Λουκάκος, αντιγράφει πρακτικές καλαματιανών δημοσιογράφων που “βαφτίζουν”με παρατσούκλια εύπορους και λαϊκούς, άλλοτε “τύπους” και άλλοτε “ψώνια” εποχής. Εν προκειμένω ο Ζαν Κεπούρα ήταν διάσημος τραγουδιστής με συμμετοχή σε πολλές ταινίες μιούζικαλ, γόης της εποχής πολωνικής καταγωγής με διεθνή καριέρα. Ως εκ τούτου κάποιον Νησιώτη “βάφτισε” με αυτό το όνομα, τον οποίο προφανώς πειράζει για το... αυτοσχέδιο μαγιώ και την εν γένει εμφάνισή του. Συγκοινωνία εκείνη την εποχή δεν υπήρχε, κάρα και άμαξες κυκλοφορούσαν και η πρόσβαση στον Αγιο Κωνσταντίνο ήταν περισσότερο εύκολη καθώς ο αμαξιτός δρόμος εξυπηρετούσε από παλιά το εποχιακό λιμάνι. Ο Αγιος Κωνσταντίνος σε αντίθεση με τον Αγιο Νικόλαο που είχε δενδροφυτευτεί από τις αρχές του 20ου αιώνα, ήταν γυμνός από δέντρα αλλά είχε καλύβες και ως εκ τούτου... μπαιν μιξ. Δεν διευκρινίζει αλλά με τη λέξη καλύβες πιθανολογούμε ότι αυτή χαρακτήριζε και πρόχειρες κατοικίες και τα... μπιτσόμπαρα εποχής.
Μετά από πολλά χρόνια, ο Πότης Λουκάκος μας δίνει μια ακόμη εικόνα για τη Μπούκα και τις εξορμήσεις των Νησιωτών, με αφορμή τη μεγάλη δενδροφύτευση του δημόσιου χώρου γύρω από τον Αγιο Κωνσταντίνο, που αποτελεί μέχρι και σήμερα μια όαση ομορφιάς για την παραλιακή ζώνη. Γράφει λοιπόν στο «Θάρρος» (25/5/1952): «Τέσσερα χιλιόμετρα απέχουν οι λουρίδες αυτές του δρόμου απ’ το Νησί. Είναι το μοναδικό Νησιώτικο ακρογιάλι όπου οι Νησιώτες τις καυτερές μέρες δροσίζονται αφ’ ενός και αφ’ ετέρου ανανεώνουν τον οργανισμόν τους με το υγιεινό και απαραίτητο της θάλασσας ιώδιο. Είναι η πλαζ του Νησιού. Και βλέπει κανείς από τις αρχές του Ιουνίου λογής λογής ρυθμού καλύβες αναλόγως της αρχιτεκτονικής αντιλήψεως των κατασκευαστών τους, άπειρες χορταρένιες καλύβες μέσα στις οποίες παραθερίζουν οι Νησιώτικες οικογένειες. Και έτσι το καλοκαίρι κει πέρα γίνεται καινούργια Νησιώτικη παραλιακή συνοικία, με κέντρα, με κίνηση. Τα καλοκαιρινά βράδια εκτός από τους μονίμους εκεί εγκατεστημένους κουβαλιέται όλο σχεδόν το Νησί. Τι ήταν πρώτα η θαυμάσια αυτή παραλιακή ακτή του Νησιού; Μια σπάνια αμμουδιά, μια αμμουδιά σκέτη, χωρίς φύλλο δένδρου, που αν δεν την πλαισίωνε το φόντο της θάλασσας θα παρουσίαζε ένα ατελείωτο κομμάτι Σαχάρας. Τι είναι όμως τώρα; Το αντίθετο απ’ ό, τι ήταν πρώτα. Ενα ξωτικό, ένα παραμυθένιο άλσος, μια απέραντη παραλιακή δενδροστοιχία με έξη χιλιάδες φρεσκοφυτευμένα δενδρύλια, μια ακρογιαλιά που σε λίγα χρόνια θάναι κάτι το μαγευτικό, κάτι το πρωτότυπο, κάτι που αλλού δεν θα υπάρχει. Πως έγινε αυτό το θαύμα; Απλούστατα γιατί υπήρξε κάποιος που πόνεσε, κάποιος που μέσα του έκλεινε την αγάπη προς το Νησί και στο πράσινο, κάποιος τέλος με θέληση που είδε την μεγάλη αυτή έλλειψι και αμέσως πήρε τη μεγάλη, την τεράστια απόφαση να αγκαλιάσει το Νησί με πράσινο, να δώση στους κατοίκους του καινούργια φυσικά πνευμόνια. Και από πέρυσι συνετελέσθη το μεγάλο αυτό ανθρώπινο θαύμα. Ποιός είναι όμως ο πρωτοπόρος και ο δημιουργός του; Ο Δασονόμος του Νησιού κ. Περικλής Παναγόπουλος με την συνδρομή του κ. Δασάρχου Καλαμών και του γραμματέως του εδώ Δασονομείου. Ξένοι άνθρωποι, όχι Νησιώτες, αλλά συνειδητοί υπάλληλοι, το πήραν το Νησί σαν πατρίδα τους, το αγάπησαν με στοργή πατέρα και το αγκάλιασαν και με συμπαραστάτες τις Νησιώτικες αρχές ξεκίνησαν το μεγάλο αυτό δημιούργημά τους».
Κάπως έτσι διαμορφώθηκε η σχέση της πόλης με την παραλία, η οποία τη δεκαετία του 1950 και μετά τη δενδροφύτευση φιλοξένησε μέχρι και κατασκηνώσεις και για δεκαετίες τις καλύβες. Σε αυτή την πορεία άλλαξαν πολλά, έγιναν ακόμη περισσότερα και πλείστα όσα παραμένουν σε εκκρεμότητα. Μια υπόθεση οργανωμένου κάμπινγκ που επιδιώχθηκε να δημιουργηθεί τη δεκαετία του 1960 αλλά δεν έγινε ποτέ τίποτε με διάφορα προσχήματα. Ένα σχέδιο που πέρασε από χίλια κύματα και συνεχίζει να… κυματίζει μέχρι να δουν οι ενδιαφερόμενοι επί εδάφους την εφαρμογή του. Και ένα μνημείο που καταφέραμε να κηρυχθεί διατηρητέο αλλά περιμένει τη φροντίδα και τη μέριμνα του δήμου και της Πολιτείας πριν γίνει ένας σωρός με πέτρες. Οι πολίτες έκαναν το χρέος τους και με το παραπάνω στηρίζοντας την προσπάθεια χαρακτηρισμού, οι άρχοντες καθυστερούν ανεξήγητα….
Κατά τα άλλα πολλές οι υποσχέσεις, πολλές οι προσδοκίες, κανένα σχέδιο υποδοχής των αλλαγών που έχουν ήδη συντελεστεί και αυτών που μπορεί κάποια στιγμή να δρομολογηθούν. Οι καλύβες έφυγαν γιατί έκαναν τα πάντα για να τις διώξουν, αλλά πέρασαν δεκαετίες χωρίς τα προσδοκώμενα ανεξάρτητα με τη στάση που έχει ο καθένας απέναντι σε αυτά.
- Στη φωτογραφία: Κατασκηνώσεις του υπουργείου Εργασίας στη Μπούκα τη δεκαετία του 1950, από το λεύκωμα των ΓΑΚ Μεσσηνίας για το Νησί