Δευτέρα, 05 Μαϊος 2025 18:55

«Αλησμόνητος» η 9η Μαΐου 1934

Γράφτηκε από τον

«Αλησμόνητος» η 9η Μαΐου 1934

Με τον Ηλία Μπιτσάνη

«Αλησμόνητος θα μείνει εις την ιστορίαν των Καλαμών η σημερινή δραματική ημέρα κατά την οποίαν το αίμα δεκάδων εργατών kαι αθώων πολιτών έβαψε τους δρόμους της πόλεως, μέχρι του σημείου ώστε εξ (6) μέχρι της στιγμής νεκροί και πολυάριθμοι τραυματίαι να αποτελούν τον θλιβερόν απολογισμόν των επανειλημμένων συγκρούσεων, που εσημειώθησαν από πρωίας μεταξύ του εξηγριωμένου πλήθους και των οργάνων της τάξεως. Δια να χαρακτηρίση κανείς το αλησμόνητον αυτό δια τον λαόν των Καλαμών 24ωρον, ημπορεί να είπη ότι η 9η Μαΐου θα μείνει εις την ιστορίαν της ησύχου μέχρι σήμερον πόλεώς μας ως η “αιματωμένη ημέρα των Καλαμών”». Αυτά έγραφε μετά βεβαιότητας ο ανταποκριτής της εφημερίδας “Ακρόπολις» στην ανταπόκριση από την Καλαμάτα την ημέρα που ο αγώνας των λιμενεργατών βάφτηκε με το αίμα νεκρών που έπεσαν από τις σφαίρες στρατού και χωροφυλακής. Και επειδή πράγματι θα πρέπει να μείνει “αλησμόνητος» η ιστορία, να δούμε πως την περιγράφει ο ανταποκριτής της εφημερίδας.
Συνεχίζοντας εξηγούσε: «Την ευθύνην βεβαίως των αιματηρών σκηνών που εξετυλίχθησαν από πρωίας μέχρις εσπέρας και με μίαν θυελλώδη αγριότητα, την υπέχουν κυρίως αι αρχαί, αι οποίαι μετεχειρίσθησαν τους απεργούς εργάτας και τους αγανακτήσαντας πολίτας ως εχθρούς εν ώρα πολέμου, χωρίς να δειλιάσουν να αναστατώσουν την πόλιν με πυροβολισμούς, επελάσεις ιππικού, χωροφυλακής, στρατού και χρήσιν πολυβόλων, και να μεταβάλλουν την από της παραλίας των Καλαμών έκτασιν μέχρι της κεντρικής πλατείας της πόλεως εις πεδίον μάχης εναντίον του αόπλου και διαμαρτυρομένου δια την στάσιν των εργατικού πληθυσμού, μεταξύ του οποίου οι βαρέως υπερβαίνουν τους 15, ο ολικός δε αριθμός των τραυματιών είναι πολύ μεγαλύτερος».
Εξηγώντας αυτά που είχαν προηγηθεί αναφέρει χαρακτηριστικά: «Όπως εκτενώς σας επληροφορήσαμεν δια της δημοσιευθείσης εις το φύλλον της 4ης τρέχοντος ανταποκρίσεώς μου περί του λιμενεργατικού ζητήματος, τούτο προσέλαβε τραγικήν έκτασιν δια τους εργάτας του λιμένος μας και τας οικογένειάς των αφ’ ότου η μεγάλη επιχείρησις των κυλινδρομύλων “Ευαγγελίστρια” ετοποθέτησεν απορροφητικά μηχανήματα (σιλό) δια την εκφόρτωσιν των αφικνουμένων ενταύθα σιτοφορτίων. Με τα μηχανήματα αυτά ο υποφέρων και πριν εκ πείνης και εκ της πτώσεως των ημερομισθίων λόγω της αυξανόμενης ανεργίας εργατικός πληθυσμός του λιμένος, κατεδικάζετο ουσιαστικώς εις θάνατον. Ενεκα τούτου επανειλημμένως οι εργάται διεμαρτυρήθησαν και προσέφυγον δι’ αντιπροσωπειών των εις το υπουργείον της Εθνικής Οικονομίας ζητήσαντες να απαγορευθή η χρησιμοποίησις του σιλό από τα εργοστάσια μέχρις ότου διακανονισθή οριστικώς και άνευ παρελκύσεων ή αναβολών το ζήτημα της αποζημιώσεώς των. Προς τον σκοπόν αυτόν είχε κατέλθει την παρελθούσαν εβδομάδα εξ Αθηνών ενταύθα ο επιθεωρητής εργασίας του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας κ. Παπαδημητρίου, ο οποίος έσχεν επανειλημμένας συνεργασίας μετά του κ. Σπηλιωτοπούλου, του λιμενάρχου, της επιτροπής του διακανονισμού των λιμενεργατικών ζητημάτων και των αντιπροσώπων των λιμενεργατών οίτινες υπερβαίνουν τους 300. Αι συνεργασίαι όμως αύται εις ουδέν πρακτικόν αποτέλεσμα κατέληξαν διότι εκ μέρους του κέντρου και των αρχών δεν αντιμετωπίσθη το ζήτημα κατά τρόπον αποφασιστικόν».
Και κάπως έτσι ανοίγει ο δρόμος για τα γεγονότα: «Οι εργάται έχοντες πικράν πείραν εκ της μη τηρήσεως των υπεσχημένων από το παρελθόν, ηξίωσαν να μη λειτουργήσει οπωσδήποτε κανέν μηχάνημα πριν ή τακτοποιηθή οριστικώς το ζήτημα της συντάξεώς των, ψηφιζομένου του σχετικού νομοσχεδίου. Όταν όμως κατέπλευσε προχθές το ατμόπλοιον το φέρον το σιτοφορτίον, οι λιμενεργάται πληροφορηθέντες ότι εις τούτο δεν θα εχρησιμοποιούντο πλέον εργάται δια την εκφόρτωσιν, εκήρυξαν όπως είνε γνωστόν, απεργίαν. Χαρακτηριστικόν του πείσματος με το οποίον διεξήγετο η απεργία αυτή από τους λιμενεργάτας είνε το επεισόδιον της πρωίας της ημέρας κατά την οποίαν εισήλθεν εις τον λιμένα το φέρον το σιτοφορτίον ατμόπλοιον. Οι λιμενεργάται είχον κατακλύσει τους περί την είσοδον του λιμένος λιμενοβραχίονας και εξέσπων εις ζητοκραυγάς υπέρ της απεργίας των, φωνάζοντες συγχρόνως προς τον πλοίαρχον του εισελθόντος ατμοπλοίου “φύγε καπετάνιο! Λυπήσου μας… Μη μας κόψεις το ψωμί των παιδιών μας!”. Από της στιγμής αυτής και από τα μικροεπεισόδια που ήρχισαν να παρατηρούνται μεταξύ των απεργών και της αστυνομίας, κατεφάνη ότι μόνο μια αναβολή της λειτουργία των σιλό θα απέτρεπε αιματηράς εξελίξεις, διότι οι εργάται αντιμετωπίζοντες πλέον το ζήτημα της ανεργίας των ως ζήτημα ζωής και θανάτου δια τας οικογένειάς των, ήταν αποφασισμένοι να αποθάνουν μάλλον ή να εγκαταλειφθούν εις υποσχέσεις αορίστους περί συντάξεων και αποζημιώσεων και να σταυρώσουν τα χέρια. Ετσι με ανησυχία επέρασε η χθεσινή νύχτα και με συγκίνησιν ανεμένετο η πρωία. Εκεί όπου άλλοτε ο εργατικός πληθυσμός εξυπνούσε με χαράν και ήρχιζε τη δουλειά, επεκράτη μια βαθειά κατήφεια, διότι είχον απορριφθή πλέον όλαι αι εργατικαί αξιώσεις να χρησιμοποιηθούν αυτήν την φοράν εργάται εις την εκφόρτωσιν και ανεμένετο να αρχίση το πρωί η εκφόρτωσις του σιτοφορτίου δια του σιλό. Αι αρχαί, εν συνεννοήσει με τους αλευροβιομήχανους κ. κ. Πάστραν κλπ. έλαβον δρακόντεια μέτρα δια να εμποδίσουν την πρωίαν οιανδήποτε εκδήλωσιν των απεργών. Εκτός δε της φρουρήσεως του εργοστασίου, διετάχθη και η φρούρησις του ατμοπλοίου και ετοποθετήθη πλησίον του μηχανήματος του σιλό από βαθείας νυκτός ένοπλος στρατιωτική δύναμις υπό τον υπολοχαγόν Παναγόπουλον και εν οπλοπολυβόλον, τελούν υπό τας διαταγάς του λοχαγού Στεφανάκου».
Η περιγραφή είναι συγκλονιστική: «Το απορροφητικόν μηχάνημα (σιλό) του μυλεργοστασίου επρόκειτο να τεθεί εις λειτουργίαν την 6ην ακριβώς της πρωίας. Ολίγα λεπτά όμως ενωρίτερα οι μυλεργάται, οι συγκεντρωμένοι εις την παραλίαν υπερβαίνοντες τους πεντακοσίους και θέλοντες να εμποδίσουν την έναρξιν της λειτουργίας του μηχανήματος, ήρχισαν να αποδοκιμάζουν δια φωνών την εμποδίσουσα αυτούς στρατιωτικήν δύναμιν και να απευθύνουν παραλλήλως συγκινητικάς εκκλήσεις προς τους επικεφαλής της στρατιωτικής δυνάμεως αξιωματικούς, προς τους στρατιώτας και τους ναύτας του λιμεναρχείου. Συγχρόνως απέκοψαν ένα παλαμάρι του ατμοπλοίου, με το οποίον ήτο προσδεδεμένον εις τον μώλον, αλλά τούτο αντεκαταστάθη δι’ άλλου. Τότε μια μεγάλη ομάς λιμενεργατών επεβιβάσθη επάνω εις μίαν μαούναν, η οποία και απεσπάσθη από τον μώλον, διευθυνθείσα αργά προς το φορτηγόν. Οι εργάται, είχον σκοπόν να ανέλθουν επί του πλοίου και να εμποδίσουν πάση θυσία την λειτουργίαν του μηχανήματος. Αδιαφορούντες δια την στάσιν, την οποίαν θα ετήρη η στρατιωτική δύναμις. Ετσι επλησίαζεν η κρίσιμος στιγμή της αναποφεύκτου συγκρούσεως. “Κάλλιο να πεθάνουμε τώρα” εφώναζαν οι επί της φορτηγίδος λιμενεργάται, “παρά να πεθάνουμε από την πείνα». Είναι αληθές, ότι εάν οι επικεφαλής της στρατιωτικής φρουράς εδείκνυον ψυχραιμίαν και νηφαλιότητα, αίμα δεν θα εχύνετο. Αλλά ο υπολοχαγός Παναγόπουλος, έχων διαταγάς να εμποδίση οπωσδήποτε τος εργάτας να ανέλθουν επί του πλοίου, όταν είδε την φορτηγίδα προσεγγίζουσα, διέταξεν την φρουράν να πυροβολήσεις κατ΄αρχάς εις τον αέρα προς εκφοβισμόν. Οι πυροβολισμοί όμως δεν έφεραν το αναμενόμενον αποτέλεσμα. Οι εργάται επλησίασαν και έδειξαν την απόφασίν των να εμποδίσουν την λειτουργίαν του σιλό. Τότε ο επικεφαλής της στρατιωτικής δυνάμεως βλέπων ότι το κύμα της αγανακτήσεως των συγκεντρωμένων εις την παραλίαν εργατών από λεπτού εις λεπτόν ογκούτο και ότι ούτοι δεν ετρομοκρατούντο, διέταξε το οπλοπολυβόλον, που είχε τοποθετηθή εκεί πλησίον, να βάλη.
Οι πρώτες πληροφορίες είναι συγκεχυμένες και και αναφέρεται ένα περιστατικό «αδελφός εναντίον αδελφού» το οποίο δεν επιβεβαιώνεται στη συνέχεια: «Το οπλοπολυβόλο αυτό ευρίσκετο υπό τας αμέσους διαταγάς του υπολοχαγού Στεφανάκου ο οποίος είχεν αδελφόν λιμενεργάτην. Κατά μιαν σατανικήν σύμπτωσιν, αι πρώται σφαίραι του οπλοπολυβόλου έπληξαν τον αδελφόν του ο οποίος έπεσε πρώτος νεκρός μεταξύ των μυλεργατών. Την ιδίαν στιγμήν έπιπτε νεκρός και ο λιμενεργάτης Βουλγαρίδης και πολλοί άλλοι εργάται ετραυματίσθησαν. Συνεπεία της συγχίσεως, των φωνών, των οιμωγών των τραυματιών και του κρότου του εκπυρσοκροτούντος οπλοπολυβόλου, εδημιουργήθη τότε αληθινόν πανδαιμόνιον και πανικός εις τον λιμένα. Οι επιβαίνοντες της φορτηγίδος λιμενεργάται δια να σωθούν έπεσαν εις την θάλασσαν, άλλοι δε παρέλαβον τα δύο πτώματα και τους τραυματίας και τα έβγαλαν εις την παραλίαν καταρώμενοι τους πυροβολήσαντας. Σημειωτέον ότι ο υπολοχαγός Στεφανάκος, όταν μετ΄ολίγον επληροφορήθη ότι μεταξύ των φονευθέντων από τας σφαίρας του οπλοπολυβόλου ήτο και ο αδελφός του, κατελήφθη από τόσην θλίψιν, ώστε έκλαιγε διαρκώς και απεπειράθη να αυτοκτονήση. Ενώ τα δραματικά αυτά γεγονότα διεδραματίζοντο εις την παραλίαν των Καλαμών, οι ομαδόν πυροβολισμοί, οι οποίοι ηκούγοντο εις μεγάλην απόστασιν, είχον αναστατώσει ολόκληρον την πόλιν. Οι λιμενεργάται φέροντες τους νεκρούς των και τους τραυματίας των ανά χείρας, ανήρχοντο εις την πόλιν εν διαδηλώσει, εις την οποίαν προστίθεντο και άλλοι αναμένοντες πολίται. Ούτως η στρατοκρατουμένη από πρωίας πόλις των Καλαμών, τας οδούς της οποίας διέτρεχον περίπολοι πεζών χωροφυλάκων και στρατιωτών και έφιπποι τοιαύται, προσέλαβε ολίγον κατ΄ολίγον όψιν πεδίου μάχης, κατά την οποίαν διαδηλωταί συνεκρούοντο με την ένοπλον φρουράν, ήτις και εξακολούθει να κάμνη χρήσιν των όπλων, πυροβολούσα κατά του πλήθους. Η διαδήλωσις ανήλθεν την οδόν Αριστοδήμου κατευθυνόμενη προς την Εισαγγελίαν, καθ’ οδόν δε εργάται εισήλασαν εις την οικίαν του αλευροβιομηχάνου κ. Πάστρα εκ των μετόχων του εργοστασίου “Ευαγγελίστρια” και εθρυμάτισαν παν ό, τι εύρον εντός αυτής. Κατηυθύνθησαν επίσης εις το μέγαρον της Τραπέζης Αθηνών, το οποίον ευρίσκεται επί της λεωφόρου Αριστομένους και το ελιθοβόλησαν, διότι εις το ίδιον κτήριον κατοικεί ο εκ των συμβούλων της εταιρείας των αλευρομύλων Τραβασάρος».
Και ακολουθεί νέα αιματοχυσία: «Καθ΄ όλον το διάστημα η ένοπλος φρουρά επενέβαινε και συνεκρούετο με τους εργάτας και το πλήθος, το οποίον ανερχόμενο προς την κεντρικήν πλατείαν έφθασεν εις το κατάστημα της Εισαγγελίας και διεμαρτυρήθη δια την δολοφονικήν εναντίον του επίθεσιν. Η έξαψις η οποία επεκράτη μεταξύ των πολιτών ενώ εξετυλίσσοντο αι αιματηραί αύται σκηναί, είνε ανωτέρα πάσης περιγραφής. Εφ’ όσον η διαδήλωσις ογκούτο, τα καταστήματα έκλειον τας θύρας των μετά πατάγου, ενώ εις όλην την πόλιν αντήχουν αι κραυγαί των διαδηλωτών, πυροβολισμοί και απέλπιδαι φωναί γυναικών που έκλαιον. Σημειωτέον, ότι ούτε αι επελάσεις των περιπόλων, ούτε οι ριπτόμενοι εις τον αέρα και εναντίον του πλήθους πυροβολισμοί κατώρθωναν να διαλύσουν τους εκμανέντας διαδηλωτάς, οι οποίοι κατέστρεψαν και πλείστα τραμ.
Ούτω μέχρι της μεσημβρίας εσημειώθησαν αλλεπάλληλαι συγκρούσεις με αιματηρά αποτελέσματα και πολλά θύματα,. Μια από τας μεγαλυτέρας συγκρούσεις ήτο η γενομένη περί την 10.30 π. μ. εις την κεντρικήν λεωφόρον Αριστομένους, η οποία είχε καταληφθεί εκατέρωθεν από περιπόλους στρατιωτών και χωροφυλάκων, και μια άλλη, η γενομένη την μεσημβρίαν εις την κεντρικήν πλατείαν της πόλεως. Πολυάριθμος ομάς διαδηλωτών κατά την σύγκρουσιν αυτήν επιστρέφουσα από επίθεσίν της εναντίον της οικίας του αλευροβιομηχάνου Πάστρα και φέρουσα τα πτώματα των φονευθέντων την πρωίαν και εις τας μετέπειτα συγκρούσεις πέντε πολιτών, εισήλθεν εις την κεντρικήν πλατείαν, όπου ιππικόν και πεζοί χωροφύλακες και περίπολοι προσπάθησαν να τους διαλύσουν. Εγένετο και πάλιν χρήσις οπλοπολυβόλου, μια δε σφαίρα τραυμάτισε θανασίμως την σύζυγον του περιπτερούχου Τσακίρη (σ. σ. λάθος όνομα και πληροφορία, τραυματίστηκε σοβαρά) Μαρίαν, και τον ίδιον (σ. σ. λάθος πληροφορία). Η ατυχής γυνή ευρίσκετο εντός του περιπτέρου του συζύγου της. Εις την σκηνήν αυτήν παρέστην αυτόπτης μάρτυς, κινδυνεύσας να είμαι και εγώ μεταξύ των 15 περίπου τραυματισθέντων πολιτών. Της επίθεσιν της αστυνομίας και των εφίππων περίπολων επηκολούθησε πανικός, οι δε διαδηλωταί αφήκαν εκτεθειμένα εις την πλατείαν τα πτώματα των νεκρών, τους όποιους είχαν, μετά πέντε ωρών συνεχείς σχεδόν συγκρούσεις. Σημειωτέον ότι κατ΄αυτούς οι στρατιώται αρνούντο πλέον να κάμουν χρήσιν όπλων εναντίον του μαινομένου πλήθους».
[Η φωτογραφία από την κηδεία των λιμενεργατών]