- Πώς είναι να ερμηνεύεις τη Μαρία Πολυδούρη, μια γυναίκα σύμβολο; «Στην αρχή βασίστηκα στο κείμενο της Ρούλας Γεωργακοπούλου που είναι μια πρόταση σε σχέση με το πρόσωπο αρκετά ιδιαίτερη. Ο σκοπός ήταν να εστιάσουμε περισσότερο την προσοχή μας στην αφήγηση της ιστορίας μας σε σχέση με την ιδιοσυγκρασία, το παρελθόν, τις καταβολές, τα πρόσωπα και τις καταστάσεις που επηρέασαν τη Μαρία Πολυδούρη στη ζωή της και κατ’ επέκταση στο έργο της. Ετσι δεν υπήρχε ο στόχος της άμεσης βιογραφίας του προσώπου από άποψη κειμένου, αλλά περισσότερο μια πρόταση να γνωρίσουμε καλύτερα την ποιήτρια σύμφωνα με όσα έχουν καταγραφεί από τους μελετητές και από μια ολόκληρη μυθολογία που έχει συνοδέψει την Πολυδούρη, ειδικά μετά το θάνατό της. Φυσικά το πιο έντονο στοιχείο είναι η σχέση της με τον Καρυωτάκη και με την ποίησή της. Η δυσκολία λοιπόν είναι αρχικά ότι πρόκειται για έναν μονόλογο, ότι το πρόσωπο ήταν υπαρκτό και έχει αφήσει ένα μεγάλο έργο, κι ότι ο κόσμος έχει στη συνείδησή του μια συγκεκριμένη αίσθηση για την ποιήτρια. Αρα η δυσκολία της παράστασης είναι να προτείνει μια άλλη εκδοχή του προσώπου, πέρα από τη μυθολογία που το περιβάλλει, που μπορεί και μερικές φορές να είναι σχετικά άστοχη σε σχέση με την πραγματικότητα».
- Τι σε βοήθησε στην προσέγγιση του ρόλου;
«Τα μέσα για να προσεγγίσω τη Μαρία Πολυδούρη ήταν τα κείμενα που διάβασα, η πολλή ομαδική δουλειά που κάναμε με τον Θοδωρή Γκόνη και την Ελένη Στρούλια. Ακριβώς επειδή στον συγκεκριμένο μονόλογο γίνεται ένας πολύ έντονος διάλογος με τα πρόσωπα του παρελθόντος, η σκηνοθετική, υποκριτική γραμμή ήταν ορισμένες φορές να ζωντανέψουμε θεατρικά τα πρόσωπα αυτά, είτε άλλες φορές να αναφέρεται άμεσα η ηρωίδα σ’ αυτά».
- Οταν σου προτάθηκε ο ρόλος, αγχώθηκες; Ή και τώρα που τον ερμηνεύεις, σε αγχώνει;
«Επιλέγω συνήθως να μην αγχώνομαι, γιατί το άγχος δεν βοηθάει καθόλου σε καμία δουλειά. Εχει τύχει επίσης να δουλέψω πάνω σε κλασικούς ρόλους που έχουν ήδη περαστεί στην συνείδηση του κοινού ως σύμβολα και υπάρχει ήδη εικόνα για την αντιμετώπιση των ρόλων αυτών, έχω συνηθίσει να είμαι ψύχραιμη απέναντι σ’ αυτές τις συνθήκες. Θεωρώ ότι στάθηκα ψύχραιμα απέναντι στο ρόλο, απλώς η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν την περίοδο των προβών, γιατί πρώτη φορά κλήθηκα να αναμετρηθώ με έναν μονόλογο».
- Ο μονόλογος προφανώς έχει δυσκολίες για τον ηθοποιό, ωστόσο δεν είναι και "αβανταδόρικος"; Από την άποψη ότι ο ηθοποιός έχει τον απόλυτο έλεγχο της σκηνής...
«Εγώ στις παραστάσεις που είμαστε από δύο ηθοποιοί και πάνω στη σκηνή, δεν έχω την αίσθηση ότι αναμετριέμαι με τον άλλον. Εχω συνηθίσει να μοιράζομαι αυτό που συμβαίνει σκηνικά και να στηρίζομαι στους συναδέλφους μου, όπως πιστεύω ότι πρέπει να κάνει και ο διπλανός μου σε μένα. Το σπουδαιότερο πάνω στη σκηνή είναι να υπάρχει εμπιστοσύνη μεταξύ των συναδέλφων, γιατί μόνο τότε βγαίνει το καλύτερο αποτέλεσμα για όλους. Στο μονόλογο δεν έχεις να μοιραστείς σκηνικά με κανέναν - παρά μόνο με το κοινό, κάτι που είναι πολύ δυσκολότερο».
- Η μελέτη σου για την Πολυδούρη σού πρόσθεσε στοιχεία για εκείνη που σου ήταν άγνωστα;
«Εννοείται. Είναι πάρα πολλά τα στοιχεία που δεν ήξερα, γιατί η αλήθεια είναι ότι με το πρόσωπο Μαρία Πολυδούρη δεν είχα ασχοληθεί, παρά μόνο με την ποίησή της. Αυτό που ανακάλυψα και μου άρεσε σ’ αυτήν τη διαδικασία, όπως συμβαίνει με τα πρόσωπα που έχουν αφήσει μεγάλο έργο πίσω τους, είναι ότι ο κόσμος τους είναι ανεξάντλητος. Μπορείς να ασχολείσαι για χρόνια και πάντα να έχεις κάτι καινούργιο να μάθεις. Αυτή η ενασχόλησή μου με την Πολυδούρη το διάστημα των πέντε μηνών που προηγήθηκαν, έχει ακόμα πολύ υλικό για επεξεργασία. Το οποίο δεν έχει άμεση σχέση πια με την παράσταση. Η Πολυδούρη ήταν ένας άνθρωπος δυναμικός, με πάθος, πολύ απόλυτος, προχωρημένος πολύ για την εποχή του και έπαιρνε πρωτοβουλίες που δεν αντιστοιχούσαν στις γυναίκες της εποχής».
- Την έψαξες φαντάζομαι πολύ πέρα από τη σχέση της με τον Καρυωτάκη, που είναι αυτή στην οποία στέκεται ο πολύς κόσμος.
«Εγώ την έψαξα σε σχέση με το κείμενο, που δεν επιτρέπει στη σχέση της με τον Καρυωτάκη παραπάνω ενασχόληση απ’ ό,τι πραγματικά αναλογεί. Η Πολυδούρη έχει ενδιαφέρον ως άνθρωπος, ήταν πολύ μπροστά για την εποχή της, διαμορφώθηκε από την καταγωγή της, την οικογένειά της, τα παιδικά της χρόνια, τη μόρφωσή της, και στη συνέχεια από τα μεγάλα ζητήματα της εποχής όπως το γλωσσικό και ο φεμινισμός. Επίσης οι δικές της προσωπικές ανησυχίες, η στάση της απέναντι στην αρρώστια και στο θάνατο, αλλά και στον έρωτα γενικά. Αυτά είναι τα κύρια στοιχεία που προκύπτουν μέσα από το κείμενο της Ρούλας Γεωργακοπούλου, που ως Καλαματιανή έχει γράψει ένα εξαιρετικό κείμενο για την σπουδαία ποιήτρια του τόπου σας».
- Μετά την Πολυδούρη τι ακολουθεί;
«Εχω ξεκινήσει ήδη τις πρόβες με τον Θέμη Μουμουλίδη, για τις "Τρωάδες" που θα τις πάμε περιοδεία το καλοκαίρι, με τη Φιλαρέτη Κομνηνού, τη Μαρία Πρωτόπαππα, τη Λένα Παπαληγούρα, τη Λουκία Μιχαλοπούλου, τη Ζέτα Δούκα, τον Αρη Λεμπεσόπουλο, τον Στέλιο Μάινα, σε μουσική Δημήτρη Παπαδημητρίου. Ο ρόλος που θα υποδυθώ είναι η Κασσάνδρα».
- Αλήθεια, προτιμάς τα αρχαία κλασικά κείμενα ή τα μοντέρνα;
«Μ’ αρέσουν πολύ τα κλασικά κείμενα και οι τραγωδίες, γιατί είναι η βάση του θεάτρου. Τα κείμενα της τραγωδίας που πρωτοδιάβασα, μαζί με τα έργα του Σαίξπηρ, ήταν και ο λόγος που ασχολήθηκα επαγγελματικά με το θέατρο - γιατί το πρώτο ξεκίνημα έγινε όταν ήμουν ακόμα στο σχολείο όπου έπαιζα ερασιτεχνικά σε παραστάσεις. Ο λόγος στο θέατρο είναι πολύ συγκινητικός όταν είναι τόσο δυνατός και νοηματικά και ως γραφή, και για τους ηθοποιούς είναι το 50% της τέχνης μας».
Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
Η «Οδός Πολυδούρη» παρουσιάζεται στο Θέατρο Βασιλάκου σε συμπαραγωγή με το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας και τον Θεατρικό Οργανισμό Ακροπόλ. Είναι ένας μονόλογος για το δρόμο που τον διέρχονται όλες οι γυναίκες. Επί σκηνής η ποιήτρια λίγο πριν πεθάνει. Με ψυχοπομπό ένα αντιφυματικό ραδιοφωνικό μήνυμα της εποχής να της μετράει τις ώρες, η Μαρία Πολυδούρη ξηλώνει το φόρεμά της μέχρι να μείνει γυμνή και ταυτόχρονα μονολογεί, εσωστρέφεται, εξωστρέφεται, χορεύει φοξ τροτ, τραγουδάει Αττίκ και απευθύνεται με κοριτσίστικο θυμό σε όσους έχουν φτιάξει το «μύθο» της, συχνά χωρίς την συγκατάθεσή της: Στο κοινό που την ταύτισε με τον Καρυωτάκη και περιορίστηκε στη μελοδραματική εκδοχή της ερωτικής της ιστορίας. Στους μολυσματικούς νοτιάδες της Καλαμάτας που επηρέασαν την ποίησή της παιδιόθεν, στην τρέλα της παρισινής ζωής που επέσπευσε το θάνατο από φυματίωση. Στη μητέρα της που προετοίμασε τον ανήσυχο χαρακτήρα της μέσα από πρώιμες φεμινιστικές αναζητήσεις της Καλλιρρόης Παρρέν. Στον ίδιο τον Καρυωτάκη που έμεινε αμετακίνητος στην ενόρμηση θανάτου, κακοποιώντας τον έρωτά της και αγνοώντας το κάλεσμα της ζωής.
«Σ’ αυτόν τον πολυφωνικό μονόλογο η Μαρία Πολυδούρη θα ανακαλέσει την ηχητική μπάντα των παιδικών της χρόνων, και μέσα από μια οικογενειακή γιορτή θα εμπλέξει στην υπόθεσή της τον μισογύνη Ροΐδη, τον ανοιχτόμυαλο Παλαμά, τον σκεπτικιστή Καρκαβίτσα και τον παραδοξολόγο Καμπούρογλου, οι οποίοι παρίστανται στη σκηνή ex absentia», σημειώνει η συγγραφέας, Ρούλα Γεωργακοπούλου.
«Δεν πρόκειται για μια προσωπογραφία της Μαρίας Πολυδούρη», εξηγεί ο σκηνοθέτης, Θοδωρής Γκόνης. «Πρόκειται για την οδό που άνοιξε η Μαρία Πολυδούρη, τον δρόμο που κατοικείται απ’ όλες τις γυναίκες του κόσμου, από την Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου έως τη Σίλβια Πλαθ. Απ’ όλες τις ποιήτριες του κόσμου. Εχοντας αυτό σαν οδηγό, σαν GPS, βρεθήκαμε ηθελημένα πολύ μακριά της, για να καταλάβουμε τελικά πως η απόσταση είναι που σε φέρνει κοντά σε ένα τέτοιο πρόσωπο. Η απόσταση σου επιτρέπει τη συνάντηση».
(Φωτογραφία Δημήτρης Πιτσάκης – www.catisart.gr)