Σάββατο, 20 Δεκεμβρίου 2025 10:44

Βανέσσα Τόλια: «Η λογοτεχνία μπορεί να λειτουργήσει ως καταφύγιο για τον αναγνώστη»

Γράφτηκε από την

Βανέσσα Τόλια: «Η λογοτεχνία μπορεί να λειτουργήσει ως καταφύγιο για τον αναγνώστη»

 

«Ενα βιβλίο διαβάζεται όπως γράφεται, σε συνθήκες απομόνωσης». Η συγγραφέας Βανέσσα Τόλια μιλά για τη λογοτεχνία και για τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να στηρίξει τον αναγνώστη σε στιγμές μοναξιάς ή εσωτερικού αδιεξόδου. Η περίοδος των γιορτών, άρρηκτα συνδεδεμένη με τη συντροφικότητα, μπορεί για τους μοναχικούς ανθρώπους να εντείνει τη θλίψη, την αγωνία ή ένα αίσθημα ανεπάρκειας. Σε αυτές τις συνθήκες, το βιβλίο μπορεί να παίξει έναν ξεχωριστό ρόλο.

«Ερχεται να γεμίσει το κενό», λέει η συγγραφέας μιλώντας στην «Ε», «όχι ως υποκατάστατο ανθρώπου, αλλά ως χώρος συνάντησης. Δίνει φωνή σε συναισθήματα που δεν είχαν εκφραστεί, δημιουργεί σχέση χωρίς απαίτηση, δεν κρίνει, δεν εγκαταλείπει· προσφέρει χρόνο με βάθος, νόημα και ουσία». Ενα «καλό βιβλίο», σε περιόδους υπαρξιακού κενού, είναι εκείνο που γεμίζει αυτό το κενό με νόημα και ζωή, που ξαφνιάζει φέρνοντας στον αναγνώστη αλήθειες που αγνοούσε και τον μετακινεί εσωτερικά προς μια κατεύθυνση που δεν είχε ποτέ φανταστεί.

Η Βανέσσα Τόλια είναι απόφοιτος του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Νίκαιας στη Γαλλία, με μεταπτυχιακές σπουδές στη λογοτεχνία. Εχει ζήσει στη Νότια Γαλλία και στο Μιλάνο και έχει εργαστεί ως καθηγήτρια Γαλλικών. Σήμερα ζει στην Ελλάδα. Το πρώτο της βιβλίο, «Ο κόσμος που ξέραμε», κυκλοφόρησε το 2024 από τις εκδόσεις «Κέλευθος», ενώ διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά.

 

Συνέντευξη στην Κωνσταντίνα Δρακουλάκου

 

Πιστεύετε ότι η λογοτεχνία μπορεί να λειτουργήσει ως «καταφύγιο» για τον αναγνώστη σε περιόδους μοναξιάς ή αδιεξόδων;

Ενα βιβλίο διαβάζεται όπως γράφεται, σε συνθήκες δηλαδή απομόνωσης. Αυτό ισχύει τόσο για τον συγγραφέα που γράφει, όταν γράφει, όσο και για τον αναγνώστη όταν επιλέγει να διαβάσει ένα βιβλίο. Η απομόνωση όμως αυτή,  δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως μια παθητική θέση, στην οποία καθηλώνεται κανείς προκειμένου να αποφύγει την πραγματικότητα ή την αλήθεια του και τον εαυτό του, αλλά αντιθέτως ως μια ενεργητική απόπειρα ανοίγματος προς τη ζωή και τους άλλους. Με αυτή την έννοια η λογοτεχνία, το διάβασμα συγκεκριμένα, μπορεί να λειτουργήσει ως καταφύγιο για τον αναγνώστη σε περιόδους πένθους, αδιεξόδων ή υπαρξιακής μοναξιάς, όχι γιατί αυτό αποτελεί αναισθητικό στον πόνο και στη δυσφορία του, αλλά ακριβώς το αντίθετο, επειδή μπορεί να λειτουργήσει ως καθρέφτης  για όποιον αναζητά μια βαθύτερη, καθαρότερη εικόνα του εαυτού του και των συναισθημάτων του.

Τα Χριστούγεννα είναι συνδεδεμένα με την ιδέα της συντροφικότητας. Πώς βιώνεται αυτή η περίοδος από τους μοναχικούς ανθρώπους και τι ρόλο μπορεί να παίξει εκεί ένα βιβλίο;

Τα Χριστούγεννα είναι συνδεδεμένα με την ιδέα της συντροφικότητας κι αυτό στους μοναχικούς ανθρώπου μπορεί να φέρει θλίψη και αγωνία,  ένα βαθύτερο αίσθημα ενοχής, μια αίσθηση ανεπάρκειας. Οι έντονα προβεβλημένες εικόνες ψυχαναγκαστικής  χαράς, συντροφικότητας και θαλπωρής μπορούν να λειτουργήσουν ως μεγεθυντικός φακός στη ζωή αυτών των ανθρώπων, όχι επειδή είναι αυτές που δημιουργούν τις συνθήκες μοναξιάς – προφανώς –, αλλά επειδή τη φωτίζουν ακόμα πιο έντονα. Στις συνθήκες αυτές λοιπόν, έρχεται το βιβλίο να γεμίσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο αυτό το κενό, όχι σαν υποκατάστατο ανθρώπου, αλλά σαν χώρος συνάντησης. Δίνει φωνή σε συναισθήματα που δεν είχαν ποτέ εκφραστεί, δημιουργεί σχέση χωρίς απαίτηση, δεν κρίνει, δεν εγκαταλείπει, αντιθέτως προσφέρει χρόνο με βάθος, νόημα  και ουσία.

 

«Καλό βιβλίο είναι αυτό που θα σε μετακινήσει εσωτερικά»

 

 

Υπάρχει κάτι στις γιορτές που κάνει τον άνθρωπο πιο δεκτικό στη λογοτεχνία – ή πιο ευάλωτο σε αυτήν;

Νομίζω πως ναι – και μάλιστα και τα δύο, γιατί οι γιορτές διαρρηγνύουν τη ρουτίνα. Η  παύση από την εξουθενωτική καθημερινότητα, από τη ρουτίνα του γνώριμου κατά τη διάρκεια τον εορτών, φέρνει σχεδόν πάντα στην επιφάνεια όλα αυτά που με ευκολία καλύπτουμε τον υπόλοιπο καιρό: μοναξιά, απώλειες, ανεκπλήρωτες σχέσεις, παλιά τραύματα, ενώ υπόσχεται ταυτόχρονα πληρότητα.  Αυτό από μόνο του αρκεί για να στρέψει τον άνθρωπο περισσότερο στον εαυτό του και στη βαθύτερη αλήθεια του. Η λογοτεχνία, μπορεί να γίνει εύκολα τότε και με μικρό κόστος το όχημα μέσω του οποίου μπορεί να έρθει κανείς πιο κοντά σε αυτό που είναι και θέλει ο ίδιος πραγματικά. Οι γιορτές δεν μας κάνουν καλύτερους αναγνώστες, μας κάνουν ενδεχομένως πιο ανοικτούς. Και η λογοτεχνία, όπως και ο έρωτας, όταν βρίσκει άνοιγμα εσωτερικό, όταν βρίσκει ρωγμή, μπαίνει βαθιά – είτε για να ζεστάνει, είτε για να πονέσει λίγο. Και τα δύο είναι τρόποι για να αισθανθεί κανείς ζωντανός.

 

Οταν γράφετε, γράφετε για να επικοινωνήσετε με τους άλλους ή για να συνομιλήσετε με τον εαυτό σας;

Οταν γράφω, και γράφω καθημερινά, γράφω επειδή δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά. Αυτό σημαίνει στην πράξη ότι έχω ανάγκη να αφηγούμαι ιστορίες. Εχω ανάγκη να βάζω λέξεις σε όσα αισθάνομαι και βιώνω, εγώ σε πρώτο πρόσωπο αλλά και οι άλλοι γύρω μου, προκειμένου να δημιουργώ μέσα από τις ιστορίες μου ένα αόρατο νήμα σύνδεσης ανάμεσα σε μένα και στην κοινωνία. Γράφω ιστορίες, λοιπόν, για να σταματήσω να συνομιλώ με τον εαυτό μου, για να βγω από αυτόν και να πλησιάσω τους άλλους. Οταν γράφω, δεν μιλάω στον εαυτό μου, αντιθέτως απευθύνομαι σε κάποιον.  Οχι στους δυνητικούς αναγνώστες μου γενικά και αόριστα – ποτέ δεν ξέρεις ποιοι μπορεί να είναι οι αναγνώστες σου – αλλά σε κάποιον ειδικά κάθε φορά. Είναι σαν να λέω στον καθένα ξεχωριστά: «Είμαι εδώ κι έχω κάτι να σου πω. Κάτι που θα μπορούσε να σε αφορά. Είμαι εδώ γιατί θέλω να με ακούσεις και να σε ακούσω, γιατί σε ακούω και σε αισθάνομαι ήδη».

Πόσο χώρο αφήνετε στον αναγνώστη; Είναι για εσάς συνοδοιπόρος, μάρτυρας ή συνομιλητής;

Ο αναγνώστης μπορεί να είναι όλα αυτά ταυτόχρονα. Αλλοτε συνοδοιπόρος, άλλοτε μάρτυρας ή συνομιλητής, όπως και οι ίδιοι οι χαρακτήρες των κειμένων μου άλλωστε. Δεν είναι  μόνο ο αναγνώστης λοιπόν συνοδοιπόρος μου όσο γράφω, αλλά και οι ίδιοι οι χαρακτήρες των κειμένων μου. Προσωπικά όταν γράφω, προσπαθώ να δημιουργήσω ένα αφηγηματικό σύμπαν τέτοιο, όπου ο αναγνώστης να αισθάνεται ελεύθερος και ασφαλής να κάνει τις δικές του σκέψεις, τις δικές του ταυτίσεις. Αυτό σημαίνει ότι δεν γράφω για να χειραγωγήσω. Η λογοτεχνία δεν μπορεί να είναι διδακτική, ούτε να καταλήγει σε συμπεράσματα. Δεν γράφω λοιπόν για να πω τη γνώμη μου, γράφω για να πω τις ιστορίες μου, να δώσω λόγο και υπόσταση στους χαρακτήρες μου.

Ως αναγνώστρια, έχετε βιώσει τη στιγμή που ένα βιβλίο σάς “κρατάει” όταν όλα τα άλλα αποτυγχάνουν;

Πολλές φορές, διότι οι λέξεις εκτός από καταφύγιο για μένα, είναι κάθε φορά ένα άνοιγμα προς τη ζωή. Δίνουν το νόημα που λείπει, την προοπτική που μέχρι εκείνη τη στιγμή μού διέφευγε, δείχνουν τον δρόμο, τον ανοίγουν, και με αυτή την έννοια ναι, με κρατάνε όταν όλα τα άλλα έχουν αποτύχει.

 

«Οι γιορτές μας κάνουν πιο ανοικτούς αναγνώστες»

 

Υπάρχουν βιβλία που δεν τα διαβάζουμε, αλλά μας διαβάζουν εκείνα;

Συμβαίνει συχνά με κάποια βιβλία να το αισθανόμαστε αυτό, γιατί όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο, δεν περιοριζόμαστε μόνο στο να απορροφήσουμε γνωστικά τον αφηγηματικό  ή τον θεωρητικό του κόσμο, το ύφος του και όσα σε ένα πρώτο επίπεδο θέλει να πει, αλλά επειδή συναντάμε σε αυτό κάτι δικό μας, μια ασυνείδητη αλήθεια δική μας που μέχρι εκείνη την στιγμή μάς ήταν άγνωστη. Η ανάγνωση κάποιων βιβλίων μπορεί να έχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά της ερωτικής συνάντησης, όπου βιβλίο και αναγνώστης αποκαλύπτονται εξίσου.

Τι σημαίνει “καλό βιβλίο” σε περιόδους υπαρξιακού κενού;

“Καλό βιβλίο” σε περιόδους υπαρξιακού κενού είναι αυτό που θα γεμίσει με νόημα, δηλαδή με ζωή, το κενό αυτό. Είναι το βιβλίο που θα σε ξαφνιάσει, που φέρει μια αλήθεια για σένα τον ίδιο την οποία αγνοούσες, αυτό που θα αποκαλύψει το πιο ιδιαίτερο και ακατανόητο αίνιγμα της ύπαρξής σου. “Καλό βιβλίο” είναι το βιβλίο που θα σε μετακινήσει εσωτερικά από το σημείο στο οποίο βρίσκεσαι προς μια κατεύθυνση που ουδέποτε φαντάστηκες.

 

Πιστεύετε ότι σήμερα χρειαζόμαστε τη λογοτεχνία περισσότερο απ’ ό,τι στο παρελθόν — ή απλώς διαφορετικά;

Νομίζω ότι τη χρειαζόμαστε όχι κατ’ ανάγκη περισσότερο, αλλά διαφορετικά. Στο παρελθόν μπορεί να ήταν το βασικό μέσο κατανόησης του κόσμου, κάτι που δεν ισχύει λόγω της τεχνολογίας στις μέρες μας . Η λογοτεχνία ζητάει χρόνο, προσοχή και εσωτερική διαθεσιμότητα  και  είναι αναγκαία για  να νιώθουμε και να σκεφτόμαστε βαθιά. Γιατί έχουμε περισσότερο ανάγκη από ποτέ από βάθος και εσωτερικό χρόνο αντί για ταχύτητα, για ενσυναίσθηση αντί για γνώμη, για λόγο με νόημα αντί για θόρυβο.

Αν η ζωή είναι, όπως έχετε πει, μια αφήγηση, ποιος κρατά την πένα;

Η ζωή μας όλη είναι μια αφήγηση, γεννιόμαστε μες στον λόγο. Αποτελούμε κομμάτι, μέρος των διηγήσεων των άλλων και οι άλλοι αντίστοιχα των δικών μας. Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει χωρίς συνέπειες από τον λόγο . Με αυτή την έννοια, αυτός που κρατά κάθε φορά την πένα της ιστορίας του - αν μπορούμε να το πούμε έτσι - είμαστε εμείς οι ίδιοι. Εμείς είμαστε αυτοί που επινοούμε την ιστορία μας ξανά και ξανά από την αρχή, είτε διαβάζοντας είτε γράφοντας, εμείς δίνουμε νόημα και κατεύθυνση σε αυτό που μας συνέβη ή σε αυτό που ονειρευόμαστε να συμβεί.

 

Αν μπορούσατε να αφήσετε ένα βιβλίο κάτω από κάθε χριστουγεννιάτικο δέντρο, τι θα θέλατε να προσφέρει στον αναγνώστη: παρηγοριά, ελπίδα ή αλήθεια;

Ονειρο, παρηγοριά. Μια ευκαιρία ακόμα.