Συνέντευξη στην Κωνσταντίνα Δρακουλάκου
Μετά το “Eνα βιολί στο χρώμα του πάγου”, ο συγγραφέας επιχειρεί μια βαθιά κατάδυση στη σκοτεινή εποχή του 1948 και στην υπόθεση Πολκ, όχι ως ιστορικός, αλλά ως αφηγητής. Μιλώντας στην «Ε» και το diastixo.gr εξηγεί ότι το αρχειακό υλικό λειτούργησε ως «σκελετός», ενώ η ατμόσφαιρα χτίστηκε από το συναίσθημα που αναδύεται πίσω από τις σιωπές και τους φόβους της εποχής.
Για τον Ψαθόπουλο, η υπόθεση Πολκ δεν είναι απλώς ένα ανεξιχνίαστο έγκλημα, αλλά ο καθρέφτης μιας Ελλάδας που προσπαθούσε να σταθεί όρθια μετά την Κατοχή, βουτηγμένη στη δυσπιστία και την ενοχή. Το μυθιστόρημα του έδωσε –όπως σημειώνει– την ελευθερία όχι μόνο να αποτυπώσει τα ιστορικά δεδομένα, αλλά να αγγίξει τις ανείπωτες αλήθειες, όσα δεν χωρούν σε πρακτικά και χρονολόγια. «Η λογοτεχνία μπορεί να φωτίσει τις ρωγμές», τονίζει, «εκεί όπου οι άνθρωποι κρύβουν όσα δεν τολμούν να ομολογήσουν».
Η αφήγηση του βιβλίου κινείται ανάμεσα σε μυθοπλασία, θεατρική δομή και ντοκιμαντερίστικη αυστηρότητα. Ο ίδιος επιμένει ότι δεν βλέπει αυστηρό διαχωριστικό ανάμεσα στην έρευνα και τη λογοτεχνία· αυτό που τον απασχολεί είναι η αληθοφάνεια. Η τεκμηρίωση αποτελεί άγκυρα, ενώ η μυθοπλασία του επιτρέπει να εισχωρήσει στο πλέγμα φόβου, ενοχής και συγκάλυψης που χαρακτήρισε τη μεταπολεμική Θεσσαλονίκη.
Ο κεντρικός άξονας του βιβλίου είναι η σιωπή – μια σιωπή που, όπως λέει, στάθηκε για δεκαετίες πιο επικίνδυνη ακόμη και από το ψέμα. Η επιλογή του να μην προσφέρει «απαντήσεις», αλλά μια «σταγόνα πιθανότητας», είναι συνειδητή: μέσα στο θολό τοπίο της υπόθεσης Πολκ δεν χωρούν εύκολες βεβαιότητες. Η λογοτεχνία για τον Ψαθόπουλο δεν είναι δικαστήριο· είναι εργαλείο μνήμης και αναστοχασμού.
Το βιβλίο λειτουργεί και ως σχόλιο για τη συλλογική μας μνήμη, για το πώς η ελληνική κοινωνία έμαθε να θυμάται επιλεκτικά και να θάβει ό,τι τη φέρνει σε δύσκολη θέση. «Χωρίς αλήθεια», σημειώνει, «η μνήμη γίνεται σκηνοθεσία – και κάποτε αρχίζεις να πιστεύεις τα ψέματα που είπες για να σωθείς».
Παράλληλα, ο συγγραφέας σχολιάζει και τη σημερινή «εξουσία του λόγου». Αν το 1948 η εξουσία επιβαλλόταν μέσω του φόβου και της σιωπής, σήμερα –όπως παρατηρεί– κυριαρχεί ο θόρυβος. Η υπερπαραγωγή λόγου στα ΜΜΕ και στα κοινωνικά δίκτυα δημιουργεί μια νέα μορφή σύγχυσης, μέσα στην οποία η ουσία χάνεται και η εξουσία δρα πιο αθόρυβα από ποτέ.
Κλείνοντας, ο Ψαθόπουλος απευθύνει ένα κάλεσμα: να σταθούμε ενεργά απέναντι στο παρελθόν, να μην το αφήνουμε να μας βολεύει, αλλά να μας προκαλεί. Η νέα γενιά, δηλώνει χαρακτηριστικά, οφείλει να αναρωτηθεί πώς διαχειρίζεται την αλήθεια που κληρονόμησε: «Την κρύβει, την παραποιεί ή την αντιμετωπίζει;»
Με τις “Aγνωστες λέξεις”, ο Δημήτρης Ψαθόπουλος δεν αναζητά την απόλυτη εξήγηση· αναζητά τον παλμό μιας εποχής. Κι αυτός ο παλμός, με όλες του τις σκιές, ακούγεται ακόμη.
