Σε αυτά τα ερωτήματα μας οδηγεί ο Θοδωρής Γκόνης με το νέο του βιβλίο, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αγρα» και φέρει τον τίτλο «Κάποια στιγμή θα μάθετε ποιος είμαι» – έναν στοχασμό πάνω στη μοναξιά, την αναζήτηση της ταυτότητας και της ευτυχίας.
Το κείμενο αποτέλεσε τον πυρήνα θεατρικής παράστασης σε σκηνοθεσία της Μαρίας Ζορμπά, με πρωταγωνίστρια τη Μυρτώ Αλικάκη. Οπως σημειώνει ο ίδιος, δεν το είχε αρχικά φανταστεί ως θεατρικό έργο· ωστόσο, τελικά βρέθηκε στη σκηνή «στα καλύτερα χέρια».
«Το κείμενο αυτό το έφερε η πρωινή θάλασσα. Εκεί, πίσω από τον βράχο της Ακροναυπλίας, στη Μυτίτσα, μια άγνωστη κολυμβήτρια μού εμπιστεύτηκε άθελά της το μεγάλο της μυστικό, μαζί με τον τίτλο του έργου. Σε εκείνη είναι δικαιωματικά αφιερωμένο το βιβλίο· στην άγνωστη πρωινή κολυμβήτρια της Αρβανιτιάς», αναφέρει ο Θοδωρής Γκόνης στην «Ε» και στο diastixo.gr.
Συνέντευξη στην Κωνσταντίνα Δρακουλάκου
-Η Γκάτζια, η Αλωνίσταινα, το Ναύπλιο... Ποιο από αυτά τα μέρη κουβαλάτε μέσα σας σαν «πατρίδα του εαυτού»;
Είναι οι οδοδείκτες μου, τρεις τόποι αλλά και ένας, είναι μαζί με τα ονόματα των δικών μου ανθρώπων ό,τι πιο αγαπημένο μπορούν να προφέρουν τα χείλη μου.
-Πώς γεννήθηκε αυτή η ιδέα με τον καθημερινό άγνωστο τηλεφωνητή στο βιβλίο Κάποια στιγμή θα μάθετε ποιος είμαι; Είναι εμπνευσμένη από πραγματικά γεγονότα ή καθαρά λογοτεχνική μύηση;
Το κείμενο αυτό το έφερε η πρωινή θάλασσα. Εκεί, πίσω από τον βράχο της Ακροναυπλίας, στη Μυτίτσα, μια άγνωστή μου κολυμβήτρια μου εμπιστεύτηκε άθελά της το μεγάλο της μυστικό και τον τίτλο αυτού του έργου. Σε αυτήν είναι αφιερωμένο και το βιβλίο δικαιωματικά, στην άγνωστη πρωινή κολυμβήτρια της Αρβανιτιάς.
-Η θάλασσα λειτουργεί σχεδόν σαν θεραπευτής στο κείμενο. Πώς φτιάχνετε τέτοια βιώματα μέσα από τις λέξεις;
Νομίζω πως όταν αρχίζω να γράφω μια ιστορία, δεν σκέφτομαι και πολύ, δεν ζυγίζω τις λέξεις και τα λόγια, κάνω αυτό που κάνει ένας χορευτής, δεν κοιτάζω τα πόδια μου, υπακούω σε έναν ρυθμό που έρχεται πάντα απ’ έξω, και στη συγκεκριμένη ιστορία υπήρχε η θάλασσα, που αυτή ποτέ δεν ησυχάζει και δεν σταματά. Αφέθηκα, έκανα αυτό που κάνουμε συχνά στη θάλασσα, τον νεκρό, χωρίς να είμαστε πεθαμένοι. Αφεση και εμπιστοσύνη. Ο ρυθμός, η μουσική, η αναπνοή.
-Στο βιβλίο υπάρχει έντονη ηχητικότητα – τραυλισμοί, ρυθμοί, «υγρασία» στη φωνή. Πόσο τα χρησιμοποιείτε ως εργαλεία για να εμβαθύνετε στη συναισθηματική κατάσταση του ήρωα;
Δεν τα πολυσκέφτομαι όλα αυτά, εκ των υστέρων τα βλέπω κι εγώ μαζί με τον αναγνώστη. Ξέρετε, είμαι καλός αναγνώστης ακόμα. Αυτό ίσως με βοηθά να γράφω κάπως καλύτερα.
-Γιατί επιλέξατε να μην αποκαλύπτεται ποτέ ο τηλεφωνητής; Είναι αυτός το κέντρο ή η απουσία του;
Μα, αν φανερωνόταν δεν θα υπήρχε «έγκλημα» και δεν θα χρειαζόταν ο συγγραφέας.
-Γράφετε συχνά για περιθώρια και αόρατους ανθρώπους, από τα «παλιά γκαρσόνια» ως τη γυναίκα της Μυτίτσας. Είναι πολιτική η πρόθεσή σας ή ποιητική;
Οχι. Αγαπώ αυτά τα πρόσωπα τα προικισμένα με το ευλογημένο χάρισμα της αφέλειας, της απλότητας και της αλήθειας.
-Το «Κάποια στιγμή θα μάθετε ποιος είμαι» μοιάζει και με στίχο. Πότε ένα κείμενο γίνεται τραγούδι και πότε παραμένει πεζογράφημα;
Ολα στο τέλος τραγούδι είναι. Εγώ τουλάχιστον τα τραγουδώ πρώτα πρώτα και, αν αξίζουν τον κόπο, μετά τα βάζω στο χαρτί.
-Σας έχει πληγώσει ποτέ η τέχνη που υπηρετείτε;
Κάθε άλλο, είναι μεγάλη παρηγοριά στη ζωή μου, με την ευρεία σημασία του όρου βέβαια.
-Πώς η θεατρική σας εμπειρία καθορίζει τα αφηγηματικά σας εργαλεία στο πεζογράφημα; Σκεφτόσασταν το βιβλίο ως παράσταση;
Οχι, δεν το σκεφτόμουν στην αρχή καθόλου, καθώς όμως πήρε από το στόμα μου τα λόγια η ίδια η ηρωίδα του βιβλίου, πονηρεύτηκα λίγο κι έτσι σιγά σιγά βρέθηκε στη σκηνή και στα καλύτερα χέρια.
-Τι σας λείπει πιο πολύ όταν τελειώνει ένα βιβλίο; Η φωνή του ή η σιωπή του;
Η χαρά του, η παρέα και το βάσανό του.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Θοδωρής Γκόνης κατάγεται από την Αλωνίσταινα Αρκαδίας, γεννήθηκε στην Γκάτζια Αργολίδος, μεγάλωσε στο Ναύπλιο. Σπούδασε Θέατρο και Οικονομικές Επιστήμες. Εργάζεται ως σκηνοθέτης. Διετέλεσε καλλιτεχνικός διευθυντής σε Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα, καθώς και στο Φεστιβάλ Φιλίππων. Γράφει διηγήματα, θεατρικά κείμενα, ποιήματα και λόγια για τραγούδια. Εχει συνεργαστεί ως στιχουργός με τους σπουδαιότερους Ελληνες συνθέτες του έντεχνου ελληνικού τραγουδιού. Βιβλία του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά και βουλγαρικά. Διηγήματα και ποιήματα στα σουηδικά, ισπανικά και πορτογαλικά. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Από τις εκδόσεις «Αγρα» κυκλοφορούν τα βιβλία του: Τραγούδια (1993), Ενα τραγούδι για τον Νίκο Γκάτσο (1993), Λόγια για τραγούδια (1997), Τα πορτοκάλια της Παλαιάς Επιδαύρου (2000), Αγρινίου. Καρόλου Ντηλ και Τσιμισκή (2004), Καρόλου Ντηλ και Τσιμισκή (2008), Ο ύπνος της Αδριανουπόλεως (2011), Εφτά λευκά πουκάμισα (2017), Εθνικός Κήπος – Περίπατος μαθητείας (με τη συνεργασία της Ελένης Στρούλια, 2019), Το μαύρο φόρεμα του κόρακα (2021) και Κάποια στιγμή θα μάθετε ποιος είμαι (2025). Από τις εκδόσεις «Γαβριηλίδη» εκδόθηκαν τα βιβλία: Η Πύλη της Ξηράς και Ο Ξεπεσμένος Δερβίσης. Από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο» κυκλοφορεί το βιβλίο Ναύπλιο: Μια πόλη στη λογοτεχνία και από την «Κάπα Εκδοτική» Η Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου και άλλες παρηγορίες (με τη συνεργασία της Γλυκερίας Μπασδέκη).
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Από μικρή δεν είχα το θάρρος, ήμουνα συνεσταλμένη, δε μιλούσα με αγνώστους, το απέφευγα, μόνο στη θάλασσα ξανοιγόμουν, εκεί έβρισκα και το θάρρος και τα λόγια και τις λέξεις, μιλούσα καθαρά, μελωδικά, τραγουδιστά, σαν το πουλάκι της αυγής πάνω στο σύρμα, και ένα μικρό ψεύδισμα που είχα χανόταν, και ένα τραύλισμα και μια ταχυλογία της ντροπής και αυτή χανόταν, την έπαιρνε το κύμα μακριά, αλλά όχι στον αγύριστο, γυρνούσε μετά μαζί μου στο σπίτι, με ακολουθούσε με το βρεγμένο μαγιώ της και την πετσέτα, κρεμόταν πάλι με το μανταλάκι στα χείλη και στη γλώσσα μου, και κολυμπούσα με τις ώρες, εδώ, σε αυτήν τη Μυτίτσα, σε αυτά τα βράχια έμαθα να κολυμπώ σχεδόν από μόνη μου, μικρή μπήκα στα νερά, έπεσα από το βράχο και αυτό ήταν όλο. [...] Εδώ και δέκα χρόνια, κάθε μέρα ένας άγνωστος μού τηλεφωνούσε νωρίς το πρωί και άλλες φορές το απόγευμα, ποτέ βράδυ, ποτέ νύχτα αργά, που εδώ που τα λέμε πολύ θα το ήθελα, γιατί βασανιζόμουν και βασανίζομαι ακόμα από τις αυπνίες, εγώ τον ρωτούσα ποιός είναι, ποιό είναι το όνομά του, τίποτα, χαμογελούσε και μου απαντούσε: «Κάποια στιγμή θα μάθετε ποιός είμαι», πάντα στον πληθυντικό δέκα χρόνια συνεχόμενα, τώρα έχει να με πάρει δύο χρόνια και μου λείπει, μου λείπει πολύ, πάρα πολύ, αυτό το τηλεφώνημα, είναι σαν να έχει σταματήσει η ζωή μου, σαν να μη ζω, ήμουν πενήντα χρονών όταν με πήρε για πρώτη φορά, πολύ ωραία, ζεστή φωνή, αρρενωπή και διακριτική, καθόλου προσβλητικός, προσεχτικός, αστείος, ευγενικός, αλλά όχι γλυκανάλατος, είχε και το πιπέρι στο στόμα του και το αλάτι μαζί με τη ζάχαρη, μιλούσε καθαρά και σωστά και βαθιά σαν να ερχόταν από μια άλλη υγρασία η φωνή του, διαφορετική από τη δική μας εδώ του τόπου μας, είχε κάτι του ξένου, του περαστικού, του διωγμένου από κάπου, κι αυτό εμένα μου άρεσε πολύ, με αναστάτωνε.
Στο eleftheriaonline.gr τρέχει διαγωνισμός. Κερδίστε το βιβλίο του Θοδωρή Γκόνη «Κάποια στιγμή θα μάθετε ποιος είμαι».