Κυριακή, 03 Μαϊος 2020 09:27

Ο Κ. Σαββιδάκης από τις “Αγριες Μέλισσες” στην “Ε”: “Ευλογία να σου επιτρέπουν οι θεατές να μπαίνεις στο σπίτι τους καθημερινά”

Γράφτηκε από την

Φωτογραφία: Ρούλα Μονιάκη - Αλέξανδρος Γεωργιάδης

Φωτογραφία: Ρούλα Μονιάκη - Αλέξανδρος Γεωργιάδης

 

Ως μία από τις πιο συμπαθείς μορφές της φετινής τηλεοπτικής σεζόν αναδείχθηκε ο ταλαντούχος ηθοποιός Κωστής Σαββιδάκης.

Το κοινό τον αγκάλιασε, αφού πρώτα εκτίμησε ιδιαίτερα την ποιοτική σειρά του ΑΝΤ1 “Αγριες μέλισσες”. Ο ίδιος έχει διανύσει πολλά χιλιόμετρα στο επάγγελμα, κρατώντας πάντα στενή επαφή με κλασικά έργα του θεάτρου, αλλά και με καινοτόμες κινηματογραφικές παραγωγές. Αγαπά τη Μεσσηνία, όχι μόνο για τη φυσική της ομορφιά, αλλά και για τους ανθρώπους της, με τους οποίους έχει συνεργαστεί.

Φωτογραφία: Γιώργος Κυρόπουλος

 

Γεννηθήκατε και μεγαλώσατε στη Ρόδο. Πώς θα περιγράφατε τα παιδικά σας χρόνια στο νησί και πώς αποφασίσατε ν’ ασχοληθείτε με την υποκριτική;
“Ανήκω στις τελευταίες τυχερές γενιές, που μεγαλώσαμε σε γειτονιές, που παίξαμε σε αλάνες, που λερωθήκαμε στις λάσπες παίζοντας μπάλα, μακριά γαϊδούρα, βώλους, σκοινάκι, λάστιχο, κρυφό, κυνηγητό, κουτσό -παιχνίδια άγνωστα σήμερα στις νέες γενιές… Εμείς μεγαλώσαμε ακουμπώντας και αγκαλιάζοντας ο ένας τον άλλον, γνωρίζαμε τους φίλους μας από κοντά, τους βλέπαμε κάθε μέρα από κοντά, δεν ήταν διαδικτυακοί οι φίλοι μας, ούτε τα παιχνίδια μας… Οπότε, τα παιδικά μου χρόνια, ναι, ήταν ευτυχισμένα. Αν και φτωχικά, ήταν πλούσια -πλούσια από φίλους, αγκαλιές, φιλιά, παιχνίδια, αρώματα… Ενα από τα παιχνίδια που παίζαμε τότε, ήταν και οι «θεατρικές παραστάσεις» που φτιάχναμε μεταξύ μας για να τις παρουσιάζουμε στους φίλους μας -αυτή ήταν και η πρώτη μου επαφή με… το θέατρο. Στην ηλικία των 7 ετών είδα την πρώτη επαγγελματική παράσταση στη ζωή μου, από έναν αθηναϊκό θίασο που ήρθε στο νησί. Δεν θυμάμαι ούτε την παράσταση, ούτε τους ηθοποιούς, θυμάμαι μόνον ότι μαγεύτηκα! Ε, αυτό ήταν…”.

Είστε ιδρυτικό μέλος του θεάτρου «ΣΥΝ ΚΑΤΙ - σύνολο τέχνης». Μιλήστε μας λίγο για τη θεατρική ομάδα και τη δράση της.
“Το θέατρο «ΣΥΝ ΚΑΤΙ» δραστηριοποιείται στον χώρο εδώ και 10 χρόνια, από το 2010. Για εμάς είναι το σπίτι μας, είναι ο χώρος που ξέρουμε ότι θα βρεθούμε με κάποιους ανθρώπους που μιλάμε την ίδια γλώσσα και συνεννοούμαστε -γεγονός που στις μέρες μας ακόμα και αυτό είναι, δυστυχώς, πολυτέλεια, το να μπορείς δηλαδή να συνεννοηθείς ακόμη και για τα αυτονόητα... Ευτυχώς, λοιπόν, εμείς, (Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος, Αννυ Ζερβού, Ματίνα Μόσχοβη, Παναγιώτης Λακιώτης, κ.ά.) είμαστε από τους τυχερούς, μιας και έχουμε καταφέρει μετά από αρκετά χρόνια και μετά από αρκετές θεατρικές παραγωγές, να δημιουργήσουμε μια παρέα, που ταιριάζουν οι ανησυχίες μας, και αυτό είναι πολύ σημαντικό”.

Το 2018 βρεθήκατε στη μεγάλη θεατρική σκηνή της Νέας Υόρκης “Carnegie Hall”. Πώς θα περιγράφατε αυτή την εμπειρία και τι έμεινε ανεξίτηλο στη μνήμη σας;
“Η πρόσκληση έγινε από το Popular Theater INC, τη συνάδελφο, συγγραφέα και παραγωγό του έργου Angelika Sandora και τις συμπαραγωγούς της Anna Dora και Sophia Dama, και τις ευχαριστώ πολύ. Ηταν τρέλα αυτό που πήγα να κάνω... Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν ότι μέσα σε λίγες ημέρες έπρεπε να μάθω τον ρόλο στα αγγλικά! Πάντως, είναι ευλογία να σου παρουσιάζεται μια τέτοια ευκαιρία, να παίξεις στο Carnegie Hall! Στη Νέα Υόρκη! Η εμπειρία ήταν καταπληκτική!”.

Εχετε παίξει κείμενο του μεγάλου συγγραφέα Κώστα Μουρσελά. Πιστεύετε ότι γράφονται ανάλογα θεατρικά κείμενα σήμερα;
“Ναι, το «Ω, τι κόσμος μπαμπά», το 2014-15! Το είχε σκηνοθετήσει ο Νίκος Χατζηπαπάς. Στην πρεμιέρα, ο Κώστας Μουρσελάς μας τίμησε μάλιστα με την παρουσία του και μας είπε πολύ ωραία λόγια για το ανέβασμα της παράστασης. Ηταν, αν δεν κάνω λάθος, το τελευταίο έργο, δικό του, που είδε ανεβασμένο σε σκηνή. Σπουδαίος συγγραφέας! Θεωρώ, όμως, ότι έχουμε και στις μέρες μας πάρα πολύ καλούς νέους συγγραφείς, που έχουν γράψει υπέροχα θεατρικά κείμενα. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να τους ανακαλύψουμε… Ναι, υπάρχουν και τώρα σπουδαίοι Ελληνες συγγραφείς”.

Φωτογραφία: Γιώργος Κυρόπουλος

Μετά από πολυετή εμπειρία στο χώρο, σας βλέπουμε φέτος σε μία από τις πιο πετυχημένες τηλεοπτικές σειρές, στις «Αγριες μέλισσες». Ποια είναι τα στοιχεία εκείνα που κατά τη γνώμη σας καθήλωσαν το ελληνικό κοινό;
“Αρχικά το σενάριο! Το εξαιρετικό σενάριο, οι 3 υπέροχοι σκηνοθέτες, οι 40 καταπληκτικοί ηθοποιοί, οι υπέροχοι συνεργάτες στα σκηνικά, στα κοστούμια, στους φωτισμούς, στο μακιγιάζ, στα μαλλιά. Και, βεβαίως, η παραγωγή και το κανάλι, που τόλμησαν να επενδύσουν στην μυθοπλασία -και, δόξα τω Θεώ, πέτυχαν! Εχουμε δέσει πολύ αρμονικά όλοι οι συνεργάτες μεταξύ μας και αυτό βγαίνει στην οθόνη”.

Ηταν ένα… σοκ για εσάς αυτή η τόσο μεγάλη και ξαφνική αναγνωρισιμότητα;
Σοκ, όχι! Χαρά ήταν, και είναι! Πολύ μεγάλη χαρά! Είναι ευλογία να σου επιτρέπουν όλοι αυτοί οι θεατές να μπαίνεις στο σπίτι τους καθημερινά και να σε θεωρούν πλέον μέλος της οικογένειάς τους”.

Τι σας λέει ο κόσμος στο δρόμο τώρα που έχουν σταματήσει τα γυρίσματα;
“Ανυπομονούν όλοι να γυρίσουμε. Οπως, άλλωστε, ανυπομονούμε και όλοι εμείς. Οι "Αγριες Μέλισσες'' έχουν μπει για τα καλά στις ζωές όλων μας και το μέλι τους αλλά και το τσίμπημά τους είναι γλυκό όπως αποδείχθηκε”.

Πώς ήταν για εσάς το να υποδύεστε έναν ιερέα; Είναι κόντρα ρόλος ή είστε κοντά στην πίστη;
“Δεν ήταν εύκολο -παρόλο που είμαι κοντά και στην Εκκλησία και στον Θεό. Από μικρός ήμουν παπαδάκι στην ενορία μας. Πήγαινα και στο κατηχητικό. Οπότε η σχέση μου με τη θρησκεία και τον Θεό είναι πολύ καλή. Παρόλα αυτά πιστεύω ότι χρειάζεται πολλή προσοχή και μεγάλος σεβασμός απέναντι σε αυτούς τους ρόλους”.

Στον καιρό του κορονοϊού, ποιο είναι το μήνυμα που θα θέλατε να δώσετε στον κόσμο και ποια είναι τα επαγγελματικά σας σχέδια μετά το τέλος αυτής της κρίσης;
“Το μόνο που θα ήθελα να πω είναι ότι: να τηρούμε, βεβαίως, τα μέτρα, αλλά… να μην παθαίνουμε πανικό. Ας αντιδράσουμε σε αυτό. Ας σταματήσουμε, πρώτα εμείς, να φοβόμαστε τόσο πολύ. Κι ας σταματήσουν κι οι ιθύνοντες να τρομοκρατούν τον κόσμο τόσο πολύ. Ενημέρωση θέλουμε, όχι… τρομοκρατία! Κι αν δεν σταματήσουν αυτοί, ας τους «σταματήσουμε» εμείς. Ας αλλάξουμε κανάλι, σταθμό, ας κλείσουμε την τηλεόραση, το ραδιόφωνο. Ας αποφύγουμε αυτούς που νιώθουμε ότι μας τρομοκρατούν. Μόνο τότε ίσως καταλάβουν ότι έχουμε κι εμείς δύναμη -είμαστε μεν κλεισμένοι στα σπίτια μας με το κοντρόλ στο χέρι, αλλά δεν χάνουμε… τον έλεγχο! Ας φροντίσουμε όλοι μας να πάμε τη ζωή πάρα κάτω, με ψυχραιμία, με αξιοπρέπεια, με σεβασμό, με υπευθυνότητα, και με πολλές αγκαλιές και… αγάπη! Οσο για τα επόμενα επαγγελματικά μου σχέδια, είναι αρκετά, αλλά ας ανοίξουν πρώτα οι πόρτες να βγούμε έξω, και όλα τ’ άλλα… θα έρθουν. Η ζωή δεν σταματά, ευτυχώς συνεχίζεται”.

 

 Φωτογραφία: Ρούλα Μονιάκη - Αλέξανδρος Γεωργιάδης

Σκέφτεστε να γυρίσετε στη Ρόδο όταν αποσυρθείτε από το θέατρο;
“Το ιδανικότερο θα ήταν να μπορώ -από τώρα!- να μοιράζω τον χρόνο μου ανάμεσα σε Ρόδο, Κρήτη, Αθήνα, γιατί δεν έχω σκοπό να αποσυρθώ από το θέατρο”.

Πώς ήταν η συνεργασία με τον συντοπίτη μας Γρηγόρη Χαλιακόπουλο; Η τελευταία παράσταση «Τελέσιλλα» έγινε δεκτή με ενθουσιασμό, όταν ανέβηκε στην Αρχαία Μεσσήνη το καλοκαίρι.
“Ο κ. Χαλιακόπουλος είναι από τους πιο αγαπημένους μου συνεργάτες. Τώρα πια και φίλος! Μακάρι να μας αξίωνε ο Θεός να βρισκόμασταν οι ηθοποιοί πάντα με τέτοιους ανθρώπους στο θέατρο. Ο Γρηγόρης -πέρα από το ταλέντο του σε ό,τι κάνει- είναι πρώτα και πάνω απ’ όλα… κύριος! Ενας ευθύς άνθρωπος με πεντακάθαρο βλέμμα, που δεν κρύβει δεύτερες σκέψεις. Ναι, η τελευταία παράσταση της «Τελέσιλλας» ανέβηκε το καλοκαίρι στην Αρχαία Μεσσήνη και έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τον κόσμο. Μακάρι να συνεχιστεί”.

Εχετε αναπτύξει σχέσεις με την Καλαμάτα όπως φαίνεται, αφού έχετε συνεργαστεί και με τον «δικό» μας σκηνοθέτη Κώστα Κατσουλάκη. Εχετε έρθει ποτέ στη Μεσσηνία;
“Εχω έρθει αρκετές φορές στη Μεσσηνία. Αλλά τις περισσότερες για προσωπικούς λόγους, όχι για παραστάσεις. Με τον Κώστα γνωριζόμαστε από την Ρόδο. Ηταν από τους πρώτους μου δασκάλους υποκριτικής πριν από πολλά πολλά χρόνια -δεν λέω πόσα ακριβώς, για να μην «μαρτυρήσω» την ηλικία του! Πάντως, δεν είναι αυτή που φαίνεται... Το μυστικό της «νεανικότητάς» του; Λατρεύει το θέατρο”.

 Φωτογραφία: Βίκτωρ Λαμπρινός