Δευτέρα, 01 Δεκεμβρίου 2025 21:17

Ιστορία της Μεσσηνίας: Ρωμαιοκρατία

Γράφτηκε από τον

Ιστορία της Μεσσηνίας: Ρωμαιοκρατία

Του Γιάννη Α. Μπίρη

Στα «Γεωγραφικά» του ο Στράβων αναφέρει ότι ο Ρωμύλος (λατινικά : Romulus) και ο Ρώμος ή Ρέμος (λατινικά : Remus) ήταν δίδυμα αδέλφια, ήρωες και θεότητες της Ρωμαϊκής μυθολογίας. Η εικόνα της λύκαινας που θήλαζε τα δίδυμα βρέφη έγινε το σύμβολο της Ρώμης. Από την παράδοση και τους μύθους, η χρονολογία ίδρυσης της Ρώμης είναι το έτος 753 π.Χ.. Ιδρυτής της θεωρείται ο Ρωμύλος, αφού ήταν αυτός που οριοθέτησε την πόλη και έχτισε τα τείχη της. Δεν δίστασε μάλιστα να σκοτώσει τον δίδυμο αδελφό του, Ρώμο, όταν αυτός διαφώνησε για την επιλογή της θέσης της νέας πόλης. Ο Ρωμύλος θέσπισε κανόνες διοίκησης που διατηρήθηκαν για αιώνες. Δική του έμπνευση ήταν η Σύγκλητος, ένα συμβούλιο που το αποτελούσαν οι αρχηγοί εκατό ρωμαϊκών οικογενειών και η λαϊκή συνέλευση. Επίσης αυτός επέκτεινε τα όρια της Ρώμης, διεξάγοντας με επιτυχία, πολέμους εναντίον γειτονικών λαών.

Τον Ρωμύλο, που πέθανε το 717 π.Χ., διαδέχθηκε ο Νουμάς Πομπίλιος (715 π.Χ. - 672 π.Χ.) και μετά από αυτόν άλλοι πέντε βασιλιάδες που διοικώντας τυραννικά, ανάγκασαν τους Ρωμαίους να εξεγερθούν και να παύσουν τη βασιλεία, εγκαθιδρύοντας Δημοκρατία. Από τότε όλοι οι αξιωματούχοι ορίζονταν από τη Σύγκλητο, μέλη της οποίας μπορούσαν να γίνουν μόνον οι επικεφαλής των εκατό κυριότερων οικογενειών της Ρώμης (patres), οι πατρίκιοι. Αυτοί ήταν ιδανικοί πολίτες, ευπατρίδες, ευγενείς και οργάνωσαν ξανά το νέο πολίτευμα. Δύο άρχοντες, κάθε χρόνο, οι ύπατοι, διοικούσαν το κράτος και τον στρατό. Σταδιακά πλαισιώθηκαν και από άλλους ανώτερους αξιωματούχους, όπως δύο κυαίστορες (Quaestor) που ήταν υπεύθυνοι για τα δημόσια οικονομικά ενώ η Σύγκλητος είχε πάντοτε τον τελευταίο λόγο. Μέλη της Συγκλήτου μπορούσαν να γίνουν μόνο πατρίκιοι. Το 490 π.Χ., μετά από εξέγερση της κοινωνικής ομάδας των μη προνομιούχων Ρωμαίων, των πληβείων, δηλαδή των μικροκαλλιεργητών, των βιοτεχνών και όλων αυτών που δεν ανήκαν σε κανένα γένος της Ρώμης και απειλούσαν με αποχώρηση και δημιουργία καινούργιας πόλης, θεσπίστηκε στη Ρώμη το αξίωμα του τριβούνου. Αυτός ο τίτλος αφορούσε διάφορα αιρετά αξιώματα και διακρινόταν κυρίως  στα αξιώματα του τριβούνου των πληβείων και του τριβούνου των στρατιωτών. Από τότε, ένα συμβούλιο, από δέκα τριβούνους των πληβείων, έλεγχε τη Σύγκλητο και τους εκλεγόμενους, κάθε χρόνο, άρχοντες (magistratus) αφού καθήκον του ήταν η προστασία των πληβείων από τις πιέσεις των αρχόντων.

Περίπου το 300 π.Χ., το Ρωμαϊκό κράτος άρχισε να επεκτείνεται στις γειτονικές περιοχές, συνάπτοντας συμμαχίες με τις πόλεις της περιφέρειας του Λάτιου (Lazio). Αργότερα, οι Ρωμαίοι συγκρούστηκαν με τους Κέλτες της βόρειας Ιταλίας και τους Σαμνίτες, τους αρχαίους λαούς των περιοχών του Αμπρούτσο (Abruzzo) και της Καμπανίας. Μέχρι το 280 π.Χ. η Ρώμη είχε κυριαρχήσει στην κεντρική Ιταλία.

Το 280 π.Χ., μετά από έκκληση των ελληνικών πόλεων της Κάτω Ιταλίας για βοήθεια, ο βασιλιάς της Ηπείρου Πύρρος εκστράτευσε στην ιταλική χερσόνησο. Ο Ηπειρώτης βασιλιάς προσπάθησε να αποτρέψει την επέκταση των Ρωμαίων στη νότια Ιταλία και τη Σικελία. Μετά από μία σειρά αιματηρών συγκρούσεων, οι Ρωμαίοι κατάφεραν να τον αναγκάσουν να γυρίσει πίσω στην Ελλάδα. Το 272 π.Χ. κατέλαβαν και την ελληνική πόλη του Τάραντα.

Μετά τον πρώτο Καρχηδονιακό Πόλεμο (264 π.Χ.-241 π.Χ.) οι Ρωμαίοι πήραν τη Σικελία, τη Σαρδηνία και την Κορσική και στράφηκαν να κατακτήσουν τη βόρεια Ιταλία. Οι Καρχηδόνιοι κατέλαβαν μεγάλο μέρος της Ισπανίας. Όμως η αντιπαλότητα δεν είχε λήξει. Το 220 π.Χ. τη διοίκηση των Καρχηδόνιων ανέλαβε ο ιδιοφυής Αννίβας. Σχεδόν αμέσως, ο στρατός του πέρασε τις Άλπεις και έφερε τον πόλεμο στην Ιταλία. Ο Αννίβας κατάφερε μέσα σε δύο χρόνια να συντρίψει τον ρωμαϊκό στρατό. Οι Ρωμαίοι,  ανέτρεψαν όμως την κατάσταση και μετέφεραν τις συγκρούσεις στην Αφρική. Το 202 π.Χ., στη Ζάμα, οι Ρωμαίοι του Κορνήλιου Σκιπίωνα του Αφρικανού νίκησαν τους Καρχηδόνιους του Αννίβα και τερμάτισαν τον δεύτερο Καρχηδονικό Πόλεμο. Καθοριστικό ρόλο σε αυτή τη νίκη των Ρωμαίων έπαιξαν οι σάλπιγγες, αφού με αυτές κατάφεραν να τρομάξουν και να τρέψουν σε φυγή τους ελέφαντες των Καρχηδονίων.

Αφού το 202 π.Χ., οι Καρχηδόνιοι αναγκάστηκαν να περιοριστούν στην Αφρική και να πληρώσουν σοβαρές αποζημιώσεις στους αντιπάλους τους, οι Ρωμαίοι στράφηκαν ανατολικά και το 197 π.Χ. κατανίκησαν τον Μακεδόνα βασιλιά Φίλιππο Ε ΄. Η ιστορία ήταν πια με το μέρος τους. Μετά από τέσσερις πολέμους υπέταξαν τη Μακεδονία και το 148 π.Χ. συγκρότησαν εκεί την πρώτη επαρχία τους στα ανατολικά. Το 146 π.Χ., κατανίκησαν την Αχαϊκή Συμπολιτεία στη μάχη της Λευκόπετρας και κατέστρεψαν την Κόρινθο, ενώ ταυτόχρονα αντιμετώπισαν και μία εξέγερση των Καρχηδονίων. Το 133 π.Χ., αναπάντεχα, ο Άτταλος Γ', βασιλιάς της Περγάμου, παραχώρησε το βασίλειό του στη Ρώμη. Η Ρωμαιοκρατία ήταν πια καθεστώς. Η αυξημένη δύναμη των Ρωμαίων αξιωματούχων οδήγησε σε ανταγωνισμούς και ρήξεις με τους λοιπούς Ιταλούς συμμάχους τους. Οι Ρωμαίοι επικράτησαν αλλά με την πάροδο του χρόνου ακολούθησαν εμφύλιες διαμάχες.

Τότε, το 60 π.Χ., μια τριανδρία, ο Ιούλιος Καίσαρας, ο Μάρκος Λικίνιος Κράσσος και ο Πομπήιος συμμάχησαν και κυριάρχησαν στη ρωμαϊκή πολιτική για αρκετά χρόνια.  Ο Ιούλιος Καίσαρας μέσα σε δέκα χρόνια, από το 59 π.Χ. μέχρι το 49 π.Χ., κατάφερε να κατακτήσει τη Γαλατία. Ο Κράσσος σκοτώθηκε το 53 π.Χ. και οι άλλοι δύο, ο Καίσαρας και ο Πομπήιος, δεν μπόρεσαν να ομονοήσουν. Ο εμφύλιος πόλεμος που ξέσπασε ήταν εξαιρετικά βίαιος. Ο Πομπήιος, το 48 π.Χ.,  έχασε στη μάχη των Φαρσάλων, διέφυγε στην Αίγυπτο, όπου δολοφονήθηκε. Ο Ιούλιος Καίσαρας ονομάστηκε δικτάτορας, αυτοκράτορας ακόμα και πατέρας της πατρίδας (pater patriae). Παρά τα φιλολαϊκά μέτρα και τον τριπλασιασμό των μελών της Συγκλήτου, δημιούργησε εχθρούς που με επικεφαλής τον θετό γιο του, Βρούτο, τον δολοφόνησαν το 44 π.Χ. Τότε μια νέα τριανδρία ανέλαβε τις τύχες της απέραντης αυτοκρατορίας. Ο ανιψιός του Καίσαρα, Γάιος Οκτάβιος ή Οκταβιανός (Octavian), ο Μάρκος Αντώνιος (Marcus Antonius) και ο Μάρκος Αιμίλιος Λέπιδος (Marcus Aemilius Lepidus). Ακολούθησε η εμφύλια πολεμική σύγκρουση το 42 π.Χ., στο πλαίσιο της διαμάχης που ξέσπασε μετά τη δολοφονία του Ιουλίου Καίσαρα, στην πεδιάδα των Φιλίππων. Εκεί ο στρατός των Οκταβιανού και Μάρκου Αντώνιου επικράτησε των δολοφόνων του Καίσαρα, Βρούτου και Λογγίνου παίρνοντας τον έλεγχο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Τον στρατό των νικητών βοήθησαν και οι σταθεροί σύμμαχοί τους, οι Σπαρτιάτες.

Για πολλούς, η σημαντικότερη ημερομηνία για τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, είναι η 2 Σεπτεμβρίου του 31 π.Χ. Τότε έγινε η Ναυμαχία στο Άκτιο που έκρινε την ηγεσία του ρωμαϊκού Κράτους. Εκεί, απέναντι από τη σημερινή πόλη της Πρέβεζας, συγκρούστηκαν οι δυνάμεις του Οκταβιανού και του Μάρκου Αντώνιου, που είχε και την ενίσχυση του στόλου της Κλεοπάτρας. Ο Αντώνιος ήταν γαμπρός του Οκταβιανού, αφού είχε παντρευτεί την αδελφή του Οκταβία.

Η σύγκρουση ήταν αποτέλεσμα του εμφύλιου πόλεμου του Οκταβιανού και του Μάρκου Αντώνιου. Μετά τη δολοφονία του Καίσαρα και οι δύο διεκδικούσαν την εξουσία στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Η ναυμαχία τελείωσε με την ήττα του ενωμένου στόλου του Αντώνιου και της Κλεοπάτρας, που κατάφεραν να διαφύγουν. Μετά τη νίκη του επί του Μάρκου Αντώνιου και την κατάληψη της ανώτατης αρχής, στον Οκταβιανό απονεμήθηκε ο τίτλος του Αυγούστου (Augustus) που σημαίνει «μεγαλοπρεπής» ή «σεβαστός» και από τότε ήταν ο υπέρτατος τιμητικός τίτλος των Ρωμαίων αυτοκρατόρων.

Στην Ελλάδα κατά την ελληνιστική περίοδο, δηλαδή από τα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα μέχρι το 30 π.Χ., στην ιστοριογραφία εμφανίζονται σοβαρές εξελίξεις. Η παρακμή της πόλης-κράτους, οι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλέξανδρου, οι πόλεμοι των διαδόχων του, η ρωμαϊκή κατάκτηση της Ελλάδας και οι εμφύλιοι πόλεμοι στη Ρώμη άλλαξαν το ιστορικό πεδίο. Φυσικά αυτές οι αλλαγές είχαν και σοβαρό κοινωνικό αντίκτυπο. Ενώ στην πόλη-κράτος ο πολίτης ήταν ενεργό μέλος της κοινωνίας, στη ρωμαιοκρατία ο ρόλος του μετατράπηκε σε υπήκοο μιας αχανούς αυτοκρατορίας, χωρίς τη δυνατότητα ιδιαίτερης συμμετοχής στις κοινωνικές εξελίξεις.

Από τη μια επικράτησε ειρήνη, ασφάλεια και σχετική ηρεμία αλλά από την άλλη υπήρχε κατοχή και δυστυχία των κατακτημένων. Πολλές περιοχές ερημώθηκαν και με εποικισμούς η ρωμαϊκή διοίκηση προσπαθούσε να λύσει το πρόβλημα. Το καλοκαίρι του 29 π.Χ. o Στράβων, μετά από περιοδεία στην ανατολή αναφέρει:

«Έρημος ή πλείστη χώρα γεγένηται, εκλέλοιπε δε πως και το μαντείον το εν Δωδώνη».

Σε όλη την Ελλάδα, από την Ήπειρο μέχρι τα νησιά του Αιγαίου, έτσι και στην Πελοπόννησο και ιδιαίτερα στην Αρκαδία και τη δυτική Αχαΐα επικρατούσε εξαθλίωση. Η Μεγαλόπολη, ο αρκαδικός Ορχομενός, ο Φενεός, η Κλειτορία, η Στυμφαλία, το Μεθύδριο (κοντά στη σημερινή Βυτίνα), η Κύναιθα (κοντά στα σημερινά Καλάβρυτα), η Τεγέα, η Μαντίνεια, είχαν ερημωθεί. Δεν υπάρχουν στοιχεία για την οικονομική κατάσταση στην Πελοπόννησο μετά το 146 π.Χ.. Οι Ρωμαίοι απέκτησαν μεγάλες εκτάσεις στην εύφορη Μεσσηνία και οι έμποροι ανέπτυξαν δραστηριότητες τόσο εκεί, όσο και στο Άργος, το Γύθειο και το Αίγιο ενώ η Κόρινθος παρέμεινε κατεστραμμένη και η περιοχή της Πάτρας έρημη.

Ο Οκταβιανός Αύγουστος σε μια περιοδεία του στην Ελλάδα, το 21 π.Χ., προσπάθησε να λύσει το πρόβλημα της ερήμωσης κυρίως με μαζικούς επικοισμούς αλλά και της πείνας με διανομή σιταριού στους εξαθλιωμένους. Πέρασε και από την Σπάρτη και αφού θυμήθηκε τη βοήθεια των Σπαρτιατών στους Φιλίππους, τους παραχώρησε τη Δενθελιάτιδα, μαζί με τη Θουρία, την Καρδαμύλη, τις Θαλάμες, και τις Φαρές (τη σημερινή Καλαμάτα) μέχρι τον ποταμό Πάμισο. Αυτή η παραχώρηση, που ουσιαστικά ακρωτηρίαζε τη Μεσσηνία, ανακλήθηκε έντεκα χρόνια αργότερα από έναν Ρωμαίο προύχοντα της Μεσσηνίας, τον Αττίδιο Γεμίνο.

Στη Μεσσηνία κατά τη Ρωμαιοκρατία, η κοινωνική γαλήνη, εκτός των άλλων, επέτρεψε στους Μεσσήνιους να ασχοληθούν με την ανασύσταση των θρησκευτικών γιορτών τους στα παλιά λατρευτικά κέντρα της Ιθώμης (του Ιθωμάτα Δία), του Σαμικού (ιερό του Ποσειδώνα) και της Ανδανίας όπου λατρευόταν ο Κάρνειος Απόλλων. Στην Ανδανία, στο Καρνάσιο άλσος, το ιερό, λόγω και των διαρκών συγκρούσεων και διαδοχικών κατοχών από τους Σπαρτιάτες, τους Αιτωλούς και τους Μακεδόνες, φυσικά ήταν παραμελημένο. Το 92 π.Χ., οι Μεσσήνιοι ζήτησαν από το Μαντείο των Δελφών χρησμό για την επίσημη ανασύσταση των αρχαίων τελετών και των μυστηρίων. Ο Ιεροφάντης Μνησίστρατος επέστρεψε από τους Δελφούς φέρνοντας το ψήφισμα του Μαντείου:

«Επί γραμματέως των συνέδρων Ιέρωνος του Επικύδεως…..  Χρησμός ο γενόμενος ται πόλει των Μεσσανίων ανεγράφη κατά το ψάφισμα των Αρχόντων και Συνέδρων, μαντευομένου Μνασιστράτου του Ιεροφάντα περί τας θυσίας και των μυστηρίων, ο Θεός έχρησε τάδε: Μεγάλοις θεοίς Καρνείοις καλλιεργούντι κατά τα πάτρια. Λέγω δε και Μεσσανίους επιτελείν τα μυστήρια».

Οι «Μεγάλοι θεοί» στην Ανδανία ήταν η Δήμητρα και η Περσεφόνη και τα μυστήρια τελούνταν στο Καρνάσιο Άλσος, που ήταν αφιερωμένο στον Κάρνειο Απόλλωνα. Αυτή η θεότητα ήταν μια «μείξη» του προδωρικού θεού Κάρνου που είχε τη μορφή κριαριού και του ανθρωπόμορφου θεού Απόλλωνα των Δωριέων. Ο συγκερασμός των θεοτήτων οδήγησε τελικά στην ομογενοποίηση του πληθυσμού. Το Καρνάσιο Άλσος σύμφωνα με την παράδοση, ήταν ιερό επειδή εκεί γέννησε η Αρσινόη τον Ασκληπιό, που είχε συλλάβει από τον Απόλλωνα.

Μετά την παραλαβή του ψηφίσματος του Μαντείου, οι Άρχοντες της Μεσσήνης κατάρτισαν τον Νόμο, δηλαδή ένα καταστατικό, σύμφωνα με το οποίο θα γίνονταν οι τελετές των μυστηρίων της Ανδανίας. Αυτά τελούνταν δυο φορές το χρόνο, μία την άνοιξη (μικρά μυστήρια) και μία το φθινόπωρο (μεγάλα μυστήρια). Υποχρεωτικά παρόντες στις τελετές ήταν οι μύστες, που αρχικά εξαγνίζονταν από τους ιερείς, με το νερό της πηγής που βρισκόταν δίπλα από την εκεί «ιερά οδό». Τα μυστήρια τελούνταν στην Ανδανία για πολλά χρόνια και αυτό το κέντρο λατρείας στο Καρνάσιο άλσος είχε γίνει πόλος έλξης για όλους τους πιστούς, όχι μόνο της Μεσσηνίας αλλά και ολόκληρης της Πελοποννήσου. Τα μυστήρια και οι γιορτές της Ανδανίας έφτασαν στην μεγαλύτερη ακμή τους, πολύ αργότερα, το 117 μ.Χ., από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό. Αυτός ίδρυσε τα «Πανελλήνια» στην Αθήνα που κάποιες φορές διεξάγονταν και σε περιφερικές πόλεις, όπως και στην Ανδανία.      

Το 1858, στο χωριό Πολίχνη, βρέθηκε μια λίθινη στήλη με χαραγμένες πάνω της λεπτομέρειες από τις διατάξεις για την τέλεση των μυστηρίων της Ανδανίας. Η στήλη, κομμένη σε δυο κομμάτια, χρησιμοποιήθηκε το 1870 στο χτίσιμο της πόρτας της εισόδου του ιερού ναού, του κοντινού χωριού Κωνσταντίνοι. Εκεί αξιολογήθηκαν από το Nattan Valmin της Swedish Messenia Expedition (1927-34). Πάνω τους είναι χαραγμένα τα κείμενα του Νόμου των μυστηρίων στην προσπάθεια ανασύστασής τους, μετά τον χρησμό του 92 π.Χ.

Γενικότερα, η φιλορωμαϊκή Μεσσηνία προσπαθούσε να ακολουθεί την ποιότητα και το επίπεδο της ζωής των Ρωμαίων. Αν και στις πηγές δεν υπάρχουν ιδιαίτερες αναφορές, σε πολλά μέρη, εντοπίζονται σήμερα αρχαιολογικά ευρήματα που δίνουν μια εικόνα της εποχής της ρωμαιοκρατίας. Κοντά στην Ανδανία, ανάμεσα στα χωριά Δεσύλλας και Φίλια, κοντά στον ποταμό Χάραδρο, όπου ήταν και το Καρνάσιο άλσος έχει ανασκαφεί το 1900, τμήμα μιας έπαυλης των ρωμαϊκών χρόνων. Στις αίθουσες της ρωμαϊκής οικίας, βρέθηκαν ψηφιδωτά δάπεδα που, δύο από αυτά, εκτίθενται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας (Καλαμάτα). Στο πρώτο εικονίζεται σκηνή κυνηγιού όπου υπό την καθοδήγηση του ηνίοχου (ΕΥΗΝΙΩΝ) το άρμα του, σέρνουν δύο δυνατοί πάνθηρες. Δύο ακόμα ανάλογα μωσαϊκά, κατεστραμμένα όμως στο κέντρο τους, βρέθηκαν στις άλλες αίθουσες της οικίας. Στο ένα από αυτά εικονίζεται ένας νεαρός στεφανωμένος άνδρας. Οι κεντρικές παραστάσεις των δύο μωσαϊκών, προφανώς καταστράφηκαν κατά τη μεσαιωνική χρήση του οικοδομήματος ως ναού. Περιφερικά, σε κάθε γωνία, σύμφωνα με τα πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας του 1900, στα ψηφιδωτά υπήρχαν παραστάσεις έξι γυναικείων μορφών. Και στα άλλα δύο μωσαϊκά υπήρχαν οι επιγραφές ΕΥΝΟΥΔΗΣ και ΙΕΡΩΝ. Το σύνολο των παραστάσεων των μωσαϊκών της οικίας φαίνεται ότι είχε σχέση με τα μυστήρια που τελούνταν στη γειτονική Ανδανία.

Βέβαια πολλά ρωμαϊκά κατάλοιπα έχουν βρεθεί και στην Αρχαία Μεσσήνη, όπως το ορθογώνιο ταφικό μνημείο του 2ου αιώνα π.Χ., με κιβωτιόσχημους τάφους πεσόντων σε μάχη. Εκεί αναγράφονται και τα ονόματα των νεκρών, μελών επιφανών μεσσηνιακών οικογενειών. Έξι άνδρες και τέσσερις γυναίκες: Νέων, Θρασύλοχος, Αντισθένης, Πολύστρατος, Πολύανδρος, Πολυκράτης, Θήβα, Θελξίππα, Γοργώ(ι), Λυσώ(ι). Άτακτα χαραγμένα πάνω στο μνημείο υπάρχουν και άλλα ονόματα μεταγενέστερων ενταφιασμών. Επίσης εκεί έχει βρεθεί ρωμαϊκή Έπαυλη κάποιου εύπορου αξιωματούχου. Υπολείμματα κτηρίων, λουτρά και υπόκαυστα έχουν βρεθεί και στο Πεταλίδι, τη Φοινικούντα κ.α. Στην αρχαία Μεσσήνη, πολλές οικονομικά ισχυρές οικογένειες, διατηρούσαν μεγάλες ιδιόκτητες εύφορες καλλιέργειες και ξόδευαν πολλά για τις επισκευές, ανακαινίσεις δημόσιων κτηρίων και ναών. Γενικά εκεί υπήρχε μια πολύ πλούσια άρχουσα τάξη που μπορούσε να έχει ισότιμες σχέσεις με την αντίστοιχη ρωμαϊκή και να αγοράζει κτήματα ακόμα και στην ιταλική χερσόνησο. Επιπλέον, υπήρξαν και Μεσσήνιοι που κατείχαν υψηλότατα αξιώματα, μέχρι και στη ρωμαϊκή Σύγκλητο.

[Φωτογραφία: Η Λύκαινα του Καπιτώλιου θηλάζοντας τον Ρωμύλο και τον Ρέμο. Μπρούντζος από τον 12ο αιώνα μ.Χ. (τα δίδυμα είναι προσθήκη του 15ου αιώνα). Palazzo dei Conservatori, Αίθουσα της Λύκαινας]