Πολύ δύσκολα μπορεί να αντιληφθούν σήμερα κυρίως οι νεότεροι άνθρωποι, την τεράστια σημασία της κορινθιακής σταφίδας στην ελληνική οικονομία και κοινωνία. Ένα προϊόν σε πλήρη απαξίωση το οποίο όμως αποτέλεσε την παχιά αγελάδα των φορολογικών εσόδων του ελληνικού κράτους λίγα χρόνια μετά τη γέννησή του.
Ένα προϊόν που τροφοδότησε πλούσια τις τάξεις των εκμεταλλευτών εμπόρων, τοκογλύφων και βιομηχάνων. Ταυτόχρονα ένα προϊόν που άφηνε ελάχιστα έσοδα στους καλλιεργητές του που το φρόντιζαν ολοχρονίς. Κάπως έτσι γεννήθηκε η διχασμένη «κοινωνία της σταφίδας» του πλούτου από τη μια πλευρά και της φτώχειας από την άλλη. Μια κοινωνία η οποία μεταβάλλεται διαρκώς στα μεταπολεμικά χρόνια και αλλάζει ραγδαία, συρρικνωμένη απελπιστικά και αγνώριστη πλέον. Στην σύντομη εισήγηση θα προσπαθήσω να περιγράψω αυτή τη μετάβαση, καθώς η γενιά μου είναι από τις τελευταίες που πρόλαβαν την καλλιέργεια πριν αρχίσει αυτή η διαδικασία της αλλαγής, η οποία άλλαξε και τα πάντα στην ύπαιθρο Πελοπόννησο.
Η ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΣΤΑΦΙΔΑΣ
Παιδί μικρής πόλης γεννημένο στα μέσα της δεκαετίας του 1950, έζησα τον κόπο και την αγωνία των παραγωγών μέσα από τις προσπάθειες των συγγενών που καλλιεργούσαν τις σταφίδες στα χωριά. Αλλά και τις αλλαγές που συντελέστηκαν σε αυτό το διάστημα.
Οταν τέλειωνε ο χειμώνας στον κλάδο θυμάμαι τον παππού (από μητέρα) Θανάση και το θείο (αδερφό του πατέρα μου) Γιώργο, να παλεύουν με τα κλήματα. Κλάδεμα στα 2-3 μάτια και μετά όταν άρχισε να στεγνώνει ο τόπος τα κουτρούλια.
Θυμάμαι τον εργάτη στο Φαρμίσι που έφτανε πρωί για να σκάψει γύρω από τα κλήματα. Ξερακιανός και ακαταπόνητος στο δικό του ρυθμό. Ενα αυγό για πρωινό και μια νταμιζάνα κρασί. Χρειαζόταν ενέργεια. Εσκαβε και έφτιαχνε τα κουτρούλια γύρω από το κλήμα, κάθε τόσο έκανε στάση για να... πάρει δύναμη με μια γουλιά κρασί.
Αργότερα είχε ρέντο για τον περονόσπορο: Υπομονετικό το υποζύγιο (γάιδαρος ή άνθρωπος) κουβάλαγε τις βούτες. Αλλοτε γεμάτες (με το γάιδαρο στο Φαρμίσι) και άλλοτε γεμιζόμενες (στη Στέρνα από το διπλανό ποτάμι) για να φτιαχτεί ο βορδιγάλειος: Γαλαζόπετρα και ασβέστη σε μια ορισμένη αναλογία για να έχει ουδέτερο ph κατά πως έμαθα αργότερα… σπουδάζοντας χημεία με τη χρησιμοποίηση του σχετικού δείκτη (που ξέχασα και πως το λέγαμε). Παππούς και θείος σε διαφορετικά χωριά, με την εμπειρία τους γνώριζαν την αναλογία που τηρούσαν υποχρεωτικά καθώς σε όξινο περιβάλλον υπήρχε κίνδυνος φυτοτοξικότητας και σε αλκαλικό επιβράδυνση της αντιμηκυτοκτονικής δράσης. “Επιστημονικά” αλλά τα γνώριζαν πολύ καλά και πήγαινε το ανακάτεμα σύννεφο μέχρι να διαλυθούν γαλαζόπετρα και ασβέστη και να ομογενοποιηθούν. Χάλκινη ψεκαστήρα στην πλάτη και δώστου... κυνήγι στον περονόσπορο. Αργότερα ήρθαν τα φυτοφάρμακα και χρειαζόταν μόνον νερό για την... ψεκαστήρα.
Μετά χαράκι για να χοντραίνει η ρόγα των σταφυλιών. Η πιο ζόρικη δουλειά θυμάμαι τον παππού Θανάση στο χωριό να... σαλαγάει τα φίδια και να πηγαίνει γονατιστός από κλήμα σε κλήμα για να χαράξει ένα δαχτυλίδι ίσα με ένα δάχτυλο. Και μετά ήρθε η... επιστήμη και χάθηκε το χαράκι.
Σειρά έπαιρνε το τειάφι για την ταφειασθένεια, μπάστρα τη λέγανε παλαιότερα. Παλιόκαλτσες στα χέρια, παλιόπανα στα μούτρα, κανά γυαλί αν υπήρχε για τα μάτια, το θειάφι σε αδρομερώς υφασμένα κομμάτια ρούχων, επιλογή πρωινής ώρας με μηδενικό αέρα και πάνω από τα κλήματα σαν... θυμιατό. Εκείνη την ώρα δεν το καταλάβαινες αλλά όταν ανέβαινε η θερμοκρασία με την εξάχνωση, αλίμονο αν είχες πασπαλίσει μούτρα και μάτια χωρίς να το καταλάβεις.
Αν γλύτωναν οι σταφίδες από τους εχθρούς, ερχόταν η ώρα της συγκομιδής. Ο παππούς Θανάσης “ξάριζε” με την αξίνα και άλοιφε με τη σβουνιά και τον ασβέστη το αλώνι. Μετά ήρθε το πισόχαρτο που έγινε υποχρεωτικό για λόγους υγιεινής. Εφτιαχνε αυλάκια για να κυλάνε τα νερά από τη ράχη και έφτιαχνε με ξύλα τη βάση του υπόστεγου προστασίας της σταφίδας που θα ξεραινόταν.
Και έφτανε η ώρα του τρύγου: Δανεικαριές στη Στέρνα, μόνιμοι εργάτες από Πολιανή και Γαρδίκι στο Φαρμίσι, πόλεμος για τη συγκομιδή. Οι τεράστιες κόφες στην πλάτη που έτρεχε ποτάμι ο ιδρώτας, ακολουθούμενες από σφήκες και σκούρκους, ξάπλωμα στο αλώνι, οι λιγότερο δυνάμενοι στο άπλωμα με τα χέρια για να είναι αριά-αριά τα τσαμπιά και να ξεραθούν χωρίς να κρατάνε υγρασία.
Φαγητό προσαρμοσμένο στις ανάγκες και τις θρησκευτικές απαγορεύσεις. Οι δυνάμενοι άλλοτε μπακαλιάρο με σάλτσα για την αναπλήρωση της απώλειας αλατιού καθώς ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι, άλλοτε καγιανά με λόντρα (το λίπος με την πέτσα του παστού γουρουνιού) για την ενέργεια που χρειαζόταν το ανθρώπινο σώμα και στις νηστείες καλαμαράκια... του κουτιου.
Ξάπλωνε η σταφίδα αλλά... ξαπλώναμε και εμείς. Που να αφήσεις τον καρπό μόνο του, το βράδυ θα έκανε φτερά. Υπνος με σκέπασμα τον έναστρο ουρανό, όταν μεγάλωσα έψαχνα να εντοπίσω τη θέση των αστεριών, της μικρής και της μεγάλης άρκτου. Βαριά χειροποίητα σκεπάσματα στη Στέρνα, δίπλα στο ποτάμι ήταν το αλώνι και “έκοβε” τη νύχτα. Συντροφιά με τα φιδάκια και τους σκορπιούς που ήταν και ο μεγάλο μας φόβος καθώς ξύπναγες τη νύχτα και τα έβλεπες... ναρκωμένα δίπλα σου αν όχι στο... υπαίθριο κρεβάτι σου.
Δεν σε πήγαινε όμως πάντα ο καιρός, η βροχή (και) μετά τη συγκομιδή ήταν κάτι το απολύτως σύνηθες. Ο παππούς στην αρχή είχε σταφιδόπανα από ένα είδος μουσαμά αλλά τα τραβούσαμε μόνον στην απειλή για να ξεραίνει ο ήλιος τη σταφίδα. Αργότερα βγήκαν τα πλαστικά που επιτάχυναν τη διαδικασία ξήρανσης και ήταν περισσότερο μόνιμα τις δύσκολες ημέρες. Μια χρονιά πλάκωσε καταιγίδα. Τρέχοντας με τη γιαγιά (μητριά της μάνας μου) Νίκη περάσαμε το ποτάμι και με τις αξίνες προσπαθούσαμε να διώξουμε το νερό από το αυλάκι για να μην καβαλήσει στο αλώνι. Επιστρέψαμε από το τοξωτό γεφύρι, το ποτάμι θύμισε το σχετικό άσμα για εκείνο που φουσκώνει (θολό κατεβασμένο). Και αν γλύτωνε η σταφίδα, το γύρισμα, το τρίψιμο, το κρισάρισμα, το λίχνισμα, το μακινάρισμα και η παράδοση με τη μια στον έμπορο.
Μετά το δεκαπενταύγουστο, όλοι ήταν κολλημένοι κάθε απόγευμα με το αυτί στο ραδιόφωνο του καφενείου για την ανακοίνωση των "τιμών ασφαλείας". Ολο το χωριό μαζευόταν στα καφενεία, δεν υπήρχαν ακόμη ραδιόφωνα στα σπίτια στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Εστηναν αυτί μια καθορισμένη εκ των προτέρων ώρα που είχε ανακοινωθεί. Ακρα του τάφου σιωπή, οι τιμές για μια – μια περιοχή με διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά και στο τέλος… πολιτικός πόλεμος καθώς ποτέ δεν ήταν ικανοποιητικές.
Ο παππούς είχε πάντα προπωλήσει τη σταφίδα από το αλώνι με ό, τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό για την τοκογλυφία πάνω στη χαμηλή τιμή. Επρεπε όμως να πληρωθούν τα έξοδα και να ζήσει, από 6-7 στρέμματα τόπο.
Η ΣΥΓΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΩΣ «ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ»
Ο λογαρισμός δεν έβγαινε και όπως πολλοί άρχισαν τη… συγκαλλιέργεια ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Ανάμεσα στα κλήματα και τις συκιές σε άλλες περιοχές, άρχισαν να φυτεύουν ελιές καθώς αυτή η καλλιέργεια απέδιδε περισσότερα και είχε εξασφαλισμένη διάθεση. Ηταν μια διαδικασία που είχε τη δική της «σοφία» στη σφαίρα της οικονομίας: Οι παραγωγοί εισόδευαν από τη σταφίδα μέχρι να μεγαλώσουν οι ελιές και μετά από λίγα χρόνια που έδιναν καρπό ξερίζωναν τις σταφίδες και έμεναν οι πολύτιμοι ελαιώνες.
Σταδιακή και αργή η μεταβολή και η σταφίδα πιεζόταν όλο και περισσότερο στις διεθνείς αγορές. Για την Ελλάδα δεν το συζητάμε, ελάχιστη η κατανάλωση με μεγαλύτερο πελάτη το… στρατό όπου έφταναν τα περισσεύματα. Κάποιες φορές επιχείρησαν να επιβάλουν το σταφιδόψωμο με υποχρεωτική παραγωγή αλλά… μηδενική κατανάλωση. Στην Αγγλία για τις πουτίγκες των Ευχαριστιών και στην Ολλανδία για μπισκότα, η σταφίδα ήταν προϊόν περιορισμένης χρήσης. Και έπεφτε θύμα των αλλαγών συνηθειών στην Αγγλία και του ανταγωνισμού ομοειδών προϊόντων στην Ολλανδία.
Όλα αυτά τα χρόνια δεν έγινε καμία προσπάθεια ανανέωσης των σταφιδοφυτειών, δεν δόθηκαν κίνητρα για τον εκσυγχρονισμό των καλλιεργειών και όλα έδειχναν ότι αργά ή γρήγορα το αδιέξοδο θα ήταν πλήρες.
ΠΑΛΙ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ
Στα χρόνια της μεταπολίτευσης οι σταφιδοπαραγωγοί βγήκαν και πάλι στους δρόμους μετά από 40 χρόνια. Σχεδόν αποκλειστικό αίτημα οι «ικανοποιητικές τιμές ασφαλείας που να καλύπτουν το κόστος παραγωγής και να αφήνουν ένα λογικό κέρδος» αλλά ποτέ δεν ήταν ικανοποιητικές. Τα ίδια τα συλλαλητήρια δεν είχαν την δυναμική των προπολεμικών κινητοποιήσεων και έφθιναν με τον χρόνο. Στην επόμενη δεκαετία, αυτή του 1980 κυριαρχούσε το αίτημα για «τιμές Αθηνών και όχι Βρυξελλών» και η απάντηση ήταν «εκριζώσεις».
Χρηματοδοτήθηκε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα που μείωσε της καλλιεργούμενες εκτάσεις περισσότερο από 50%. Εκτιμώντας από απόσταση τα πράγματα θα πρέπει να πούμε ότι σε πολλές περιπτώσεις το πρόγραμμα εκρίζωσης έλυσε τα χέρια των παραγωγών σε πολλές περιπτώσεις, ιδιαίτερα των ηλικιωμένων που δεν έβλεπαν μέλλον. Και η ελαιοκαλλιέργεια που απαιτούσε πολύ λιγότερο κόπο και έξοδα αντικατέστησε τη σταφίδα σε πολλές περιπτώσεις. Η ύπαιθρος είχε πλέον γεράσει μετά τα απανωτά κύματα μετανάστευσης και το καλλιεργητικό ενδιαφέρον είχε μειωθεί αισθητά.
Την επόμενη δεκαετία του 1990 και ήρθε μια ακόμη αλλαγή, οι επιδοτήσεις αποσυνδέθηκαν από την παραγωγή και συνδέθηκαν με την έκταση και με την προϋπόθεση να υπάρχει μια ορισμένη παραγωγή ανά στρέμμα. Μια αλλαγή πολλαπλών επιδράσεων: Μειώθηκε το κίνητρο για την παραγωγή, σε κάποιες περιπτώσεις εμφανίστηκαν μικροκομπίνες με σταφίδες που είχαν εγκαταλειφθεί και το όριο συμπληρωνόταν από τους έχοντες παραγωγή, αλλά και φαινόμενα καθολικού κινδύνου καθώς οι καιρικές συνθήκες οδηγούσαν σε μείωση της παραγωγής ώστε κάποιοι να μην πιάνουν το όριο. Η σταδιακή μείωση των επιδοτήσεων ως αποτέλεσμα στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ουσιαστικά δυσκολεύει ακόμη περισσότερο τα πράγματα για τους παραγωγούς.
Και όλα αυτά σε εποχές που η φθίνουσα πορεία των συλλαλλητηρίων-αντιστάσεων έφτασε μέχρι το μηδενισμό τους, εγκαταλείφθηκαν όπως και η καλλιέργεια γιατί δεν απέδιδαν πλέον και γιατί κυριάρχησε η απογοήτευση.
Σήμερα είναι ελάχιστες οι εκτάσεις συγκριτικά με το παρελθόν και η ανάταξη της καλλιέργειας ακόμη δυσκολότερη. Η κορινθιακή σταφίδα αναγνωρίζεται πλέον ως «σούπερ φουντ» αλλά αντιμετωπίζει το σκληρό ανταγωνισμό των διάφορων «μπερυς» σε αυτό το πεδίο.
Ο «ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ» ΩΣ ΖΗΤΟΥΜΕΝΟ
Συζητούσαμε πάντα για τον «εκσυγχρονισμό» της καλλιέργειας αλλά στην πράξη γίνονταν ελάχιστα πράγματα. Ας σκεφτούμε μόνον ότι το Αγροκήπιο του ΑΣΟ στη Μεσσήνη αντί να εξελιχθεί σε ένα ερευνητικό κέντρο που θα μπορούσε να προσφέρει σημαντική βοήθεια σε αυτή την κατεύθυνση, έγινε δημοτικό οικόπεδο για να χτιστεί το Δημαρχείο, το Κέντρο Υγείας και άλλα κτήρια.
Η ζωή έχει αποδείξει ότι κανένα σχέδιο μετάβασης δεν μπορεί να πετύχει, εάν δεν διασφαλιστεί το εισόδημα του παραγωγού μέχρι να αποδώσει η νέα καλλιέργεια. Εκεί απέτυχαν οι αναδιαρθρώσεις που πλασάρονται ως λύση από την εποχή του μεσοπολέμου. Και εκεί πέτυχαν οι αναδιαρθρώσεις των παραγωγών με την ελαιοκαλλιέργεια. Η οποία όμως έχει μπει σε τροχιά παρατεταμένης κρίσης και πλέον θα αρχίσουμε να συζητάμε για τη δική της… αναδιάρθρωση. Το πλήρες αδιέξοδο της έλλειψης σχεδιασμού για την αγροτική παραγωγή που χαρακτηρίζει την επίσημη πολιτική από γεννήσεως του ελληνικού κράτους, με τις εξαιρέσεις να αποτελούν επιβεβαίωση του κανόνα. Και να στηρίζονται από φωτισμένους για την εποχή τους γεωτεχνικούς.
*Κείμενο παρέμβασης στην ενδιαφέρουσα εκδήλωση που οργάνωσε στους Γαργαλιάνους ο Πολιτιστικός Σύλλογος – Πολίτες σε δράση, με τη συμμετοχή του Αντ. Παρασκευόπουλου διευθυντή Αγροτικής Ανάπτυξης Τριφυλίας, του Γιάν. Πάζιου διευθυντή της Ενωσης Μεσσηνίας και της Μαργ. Ντεμερούκα από την Ομάδα Προφορικής Ιστορίας της Τριφυλίας.
[Στη φωτογραφία χαρακτικό του σπουδαίου συμπατριώτη μας Α. Τάσσου]
            
                
						