Μετά τον Β΄.Π. πόλεμο, το 1945 στο Παρίσι, η Ελλάδα έλαβε ένα μικρό μέρος από το μερίδιό της από τις γερμανικές επανορθώσεις στους Συμμάχους. Αρχικά είχε αποφασιστεί να δοθούν στην Ελλάδα 7,181 δισ. δολάρια. Στο τέλος, η Ελλάδα έλαβε αποζημιώσεις με τη μορφή χρημάτων και μηχανολογικού εξοπλισμού αξίας μόλις 25 εκατομμυρίων δολαρίων. Ανάμεσα σε αυτές, το καλοκαίρι του 1946, δόθηκε στην Ελλάδα και το γερασμένο γερμανικό επιβατικό πλοίο Hertha. Αυτό είχε ναυπηγηθεί το 1905 στη Γερμανία και ανήκε πια στο Ελληνικό Δημόσιο. Αμέσως μετασκευάστηκε και δρομολογήθηκε με άδεια πεντακοσίων επιβατών για τη χειμερινή και εξακοσίων για τη θερινή περίοδο. Μετονομάστηκε σε «ΧΕΙΜΑΡΡΑ» και μπήκε στη γραμμή Θεσσαλονίκη – Πειραιάς. Το δρομολόγιο ήταν πολύ σημαντικό αφού αυτήν την εποχή, λόγω του εμφύλιου, η οδική συγκοινωνία ήταν προβληματική.
Ήταν οκτώ και μισή το πρωί της 18ης Ιανουαρίου του 1947. Το «ΧΕΙΜΑΡΡΑ» ξεκίνησε ακόμα ένα ταξίδι από τη Θεσσαλονίκη για τον Πειραιά. Εξακόσια τριάντα άτομα (Πεντακόσιοι σαράντα τέσσερις επιβάτες και 86 άτομα πλήρωμα). Ανάμεσά τους, στ’ αμπάρια του πλοίου, βρίσκονταν και 39 πολιτικοί κρατούμενοι, με χειροπέδες και τους αναγκαίους δεσμοφύλακες. Στις 4:10 τα ξημερώματα της 19ης Ιανουαρίου η πυκνή ομίχλη και η ανθρώπινη αβλεψία το έριξαν πάνω σε βραχονησίδα του νότιου Ευβοϊκού. Αν και σε μικρή απόσταση από τις ακτές, το πλοίο βυθίστηκε σε μιάμιση ώρα. Με το δριμύ ψύχος που επικρατούσε και τα θαλάσσια ρεύματα, τα αφρισμένα κύματα κατάπιαν τουλάχιστον τριακόσιους ογδόντα τρεις ανθρώπους. Ανάμεσά τους πολλοί στρατιώτες, γυναικόπαιδα, είκοσι εννέα από τους πολιτικούς κρατούμενους και πολλοί χωροφύλακες-συνοδοί τους.
Ανάμεσα στους επιβάτες που έχασαν τη ζωή τους ήταν και ο Λάζαρος Ακερμανίδης, ο ηρωικός φωτογράφος του Έπους της Αλβανίας, ένας από αυτούς που με όπλο τη φωτογραφική μηχανή του και με αυταπάρνηση και κίνδυνο της ζωής του, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή, στα ηρωικά βουνά της Πίνδου, για να μεταδώσει το μήνυμα της νίκης μέσα από τις φωτογραφίες του, που αναπτέρωναν το ηθικό του ελληνικού λαού στα μετόπισθεν. Όταν οι Έλληνες στρατιώτες έδιναν αγώνα για την πατρίδα και τη λευτεριά, κάποιος έπρεπε να τον απαθανατίσει. Η Ελλάδα ήταν πια σε πόλεμο και όλοι θα έπρεπε να την βοηθήσουν, ο καθένας από το δικό του μετερίζι. Το Γενικό Επιτελείο Στρατού, αναγνωρίζοντας τη σπουδαιότητα και τον ρόλο της ειδησεογραφίας αλλά και της φωτογραφίας, κάλεσε από την πρώτη στιγμή φωτογράφους και κινηματογραφιστές ζητώντας τους να καταταγούν και να προωθηθούν στο μέτωπο για να απαθανατίσουν τα ηρωικά κατορθώματα και τις λαμπρές στιγμές του αγωνιζόμενου έθνους. Ο ενθουσιασμός και το θάρρος, έκανε πολλούς από αυτούς να ανταποκριθούν στο κάλεσμα της πατρίδας. Τουλάχιστον σαράντα φωτογράφοι και κινηματογραφιστές μπήκαν στην κάλυψη του Ελληνο-Ιταλικού Πολέμου. Ένας από τους πρώτους που κατέφτασαν στο μέτωπο ήταν και ο Λάζαρος Ακερμανίδης.
Γεννήθηκε το 1903, στη βορειοανατολική Τουρκία, στα Σούρμενα του Πόντου. Η οικογένειά του εκτοπίστηκε και για να γλυτώσει τους διωγμούς, βρήκε καταφύγιο στα ανατολικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Εγκαταστάθηκαν στον Καύκασο, στη ρωσική πόλη Σότσι. Ο Λάζαρος τελειώνοντας το σχολείο γνώρισε τη φωτογραφία.
Στην Ελλάδα ήρθε το 1932 και το ταλέντο και η δεξιοτεχνία του στην ασπρόμαυρη φωτογραφία τον έκανε περιζήτητο από τα μεγάλα φωτογραφικά στούντιο Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Στην πρωτεύουσα γνωρίστηκε με μεγάλους φωτογράφους όπως τον «καθηγητή» Κωνσταντίνο Μεγαλοκονόμου και τα αδέλφια του, τον Μανώλη και τον Χαράλαμπο, ενώ στη Θεσσαλονίκη βρέθηκε δίπλα στον μεγάλο Γεώργιο Λυκίδη. Ο Ακερμανίδης ενδιαφερόταν για τον επιούσιο, έπρεπε να ζήσει. Δεν κυνήγησε τη δόξα και την αναγνώριση. Λίγο πριν τον πόλεμο, ζούσε στην Κατερίνη. Εκεί έμαθε για την ανακοίνωση του Γενικού Επιτελείου Στρατού, που ζητούσε επαγγελματίες φωτορεπόρτερ για το μέτωπο και χωρίς να το πολυσκεφτεί, έτρεξε να καταταγεί. Τότε δούλευε ως φωτορεπόρτερ στην εφημερίδα «Νίκη». Εκεί θα δημοσίευε και τις πολεμικές ανταποκρίσεις του.
Έφυγε για το μέτωπο κι εκεί βρήκε κινηματογραφιστές, που γύριζαν φιλμάκια για τα «Επίκαιρα». Μεταξύ αυτών και τον Φιλοποίμενα Φίνο. Ολοι αυτοί έμειναν για ένα μικρό διάστημα στα βουνά και επέστρεψαν στους τόπους τους. Όχι όμως κι ο Ακερμανίδης. Διάλεξε να παραμείνει στο μέτωπο σε όλη τη διάρκεια του εξοντωτικού χειμώνα του ’40-’41. Ήθελε να βρίσκεται πάντοτε στην πρώτη γραμμή. Ο φακός του ήταν παραγωγικός. Απαθανάτισε πολλές μάχες σώμα με σώμα, αλλά και πολλές ανθρώπινες στιγμές στην ανάπαυλα των μαχών και στα μετόπισθεν .
Από τον τραγικό αλλά και ηρωικό χειμώνα στα βουνά της Ηπείρου ο Ακερμανίδης, από την πρώτη γραμμή, κατέγραψε με τον φακό της μηχανής του περίπου δυόμισι χιλιάδες ασπρόμαυρα στιγμιότυπα και έγινε ο μακροβιότερος φωτορεπόρτερ του μετώπου. Οι εικόνες του «έντυναν» την πολεμική αρθρογραφία. Η γενναιότητα και η ορμητικότητά του, έμειναν παροιμιώδη στο αλβανικό μέτωπο. Η εφημερίδα του, η «Νίκη» το 1941, εξέδωσε ένα αναμνηστικό φωτογραφικό λεύκωμα του Πολέμου του ’40. Όλο το λεύκωμα ήταν «δουλειά» του Ακερμανίδη. Ήταν ένα έργο-σταθμός για τη γενναία απάντηση της πατρίδας στον Μουσολίνι.
Και μετά τον πόλεμο συνέχισε, φωτογραφίζοντας δύσκολες στιγμές από την Κατοχή, την Εθνική Αντίσταση και τον Εμφύλιο. Όμως η μοίρα ήταν σκληρή κι ο Λάζαρος Ακερμανίδης, το 1947, χάθηκε στον υγρό τάφο της τραγικής «Χειμάρρας» μαζί με τους υπόλοιπους 382 επιβάτες της. Τα ίχνη του ηρωικού φωτορεπόρτερ χάθηκαν. Όχι όμως και το έργο του. Μετά από σαράντα έξι χρόνια, το 1993, ήρθε στο φως το μοναδικό αντίτυπο από την έκθεση φωτογραφίας που είχε στήσει στο Ζάππειο, το 1945, με τις εικόνες του αλβανικού μετώπου.
