Ο Μακεδόνας βασιλιάς Φίλιππος Β΄(382 π.Χ. - 336 π.Χ.) μετά τη μάχη Χαιρώνειας το 338 π.Χ., κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 338/337 π.Χ., δημιούργησε μια ομοσπονδία από τις ελληνικές πόλεις-κράτη που οι αντιπρόσωποί τους συγκεντρώθηκαν σε ένα «Πανελλήνιο Συνέδριο» ή «Συνέδριο της Κορίνθου» όπως επικράτησε να λέγεται αργότερα. Για πρώτη φορά, όλες οι ελληνικές πόλεις, εκτός της Σπάρτης, ενώθηκαν σε μια πολιτική ενότητα. Το 346 π.Χ. είχε προηγηθεί μια επιστολή του Ισοκράτη, ενός από τους δέκα Αττικούς ρήτορες, που ήταν κι ένας από τους παράγοντες που διαμόρφωναν την πολιτική κατάσταση της εποχής, στον Φιλίππο Β΄με την προτροπή να ενώσει την Ελλάδα κατά των Περσών. Οι αποφάσεις του Συνεδρίου ήταν:
• Να απαγορευτούν οι συγκρούσεις μεταξύ των ελληνικών πόλεων
• Να προστατευτεί η ελεύθερη ναυσιπλοΐα με καταδίκη της πειρατείας
• Να ιδρυθεί πανελλήνια συμμαχία, τόσο για αμυντικούς όσο και για επιθετικούς σκοπούς, με ισόβιο αρχηγό τον Φίλιππο Β΄.
Ο Φίλιππος Β΄δεν πρόλαβε όμως, αφού δολοφονήθηκε από έναν σωματοφύλακά του, τον Παυσανία, το 336 π.Χ., κατά τη διάρκεια του γάμου της κόρης του Κλεοπάτρας με τον βασιλιά των γειτονικών Μολοσσών. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Αλέξανδρος, που φυσικά ανέλαβε και επικεφαλής της συμμαχίας. Κάποιες από τις ελληνικές πόλεις, αγνοώντας τις ιδιαίτερες στρατηγικές ικανότητες του εικοσάχρονου Αλέξανδρου, αποστάτησαν από τη συμφωνία του Πανελληνίου συνεδρίου. Μαζί με αυτές επαναστάτησε και η Θήβα. Αυτό προκάλεσε την οργή του Αλέξανδρου που εκστράτευσε εναντίον της, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα την ολική καταστροφή της πόλης, το 335 π.Χ. Η σκληρότητα των Μακεδόνων στη Θήβα λειτούργησε παραδειγματικά για τις υπόλοιπες πόλεις.
Ο Αλέξανδρος είχε ως στόχο του την εκστρατεία στην Ασία, κατά της Περσίας. Ξεκίνησε από τη θρακική ακτή στις αρχές του 334 π.Χ. και φεύγοντας όρισε επίτροπο-αντικαταστάτη του στη Μακεδονία τον στρατηγό Αντίπατρο. Στο στράτευμά του υπήρχαν στρατιώτες απ’ όλες τις ελληνικές πόλεις, εκτός της Σπάρτης. Ο αριθμός τους ήταν ανάλογος με τον πληθυσμό της κάθε πόλης. Στην Ασία τον ανέμενε η δόξα. Μετά τη νίκη στον Γρανικό ποταμό, ο Αλέξανδρος, θέλοντας να τονίσει ότι ήταν αρχιστράτηγος μιας ενωμένης Ελλάδας, έστειλε στην Αθήνα τριακόσιες περσικές πανοπλίες ως αφιέρωμα στην Αθηνά, με την επιγραφή:
«Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες, πλην των Λακεδαιμονίων, από των βαρβάρων των την Ασίαν κατοικούντων».
Διάλεξε δε να στείλει το αφιέρωμα στην Αθήνα αναγνωρίζοντας ότι αυτή είναι η μητρόπολη του ελληνικού πολιτισμού. Η αρνητική αναφορά στη Σπάρτη εξώθησε τους Σπαρτιάτες σε επανάσταση. Ο Αντίπατρος όμως εκστράτευσε και την κατέστειλε τιμωρώντας τους. Αυτή η τιμωρία έφερε και την ηρεμία στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Στις 10 Ιουνίου 323 π.Χ. ο Μέγας Αλέξανδρος πέθανε, αφήνοντας την τεράστια αυτοκρατορία του, που εκτεινόταν από την Ελλάδα ως την κοιλάδα του Ινδού ποταμού χωρίς διάδοχο. Το τέλος του βασιλιά Αλέξανδρου έφερε τους Μακεδόνες σε πολύ δύσκολη θέση. Τότε άρχισε η διαμάχη της διαδοχής αλλά και ταυτόχρονα ο διαμελισμός και η κατάρρευση της απέραντης αυτοκρατορίας.
Τότε, βρήκαν την ευκαιρία και οι ελληνικές πόλεις, με πρωτοβουλία των Αθηναίων, να επαναστατήσουν. Ανάμεσά τους και οι Μεσσήνιοι. Η εξέγερση είναι γνωστή ως «Λαμιακός Πόλεμος». Η Αθήνα και άλλες πόλεις ενώθηκαν και πολιόρκησαν τον Αντίπατρο, στο φρούριό του, στη Λαμία. Ο πόλεμος τελείωσε, στις 5 Σεπτεμβρίου 322 π.Χ., όταν ο Κρατερός τους αντιμετώπισε και τους κατανίκησε στον Κραννώνα της Λάρισας, βόρεια των σημερινών Φαρσάλων και του Παλαμά Καρδίτσας. Οι Μεσσήνιοι υποδουλώθηκαν και στη Μεσσήνη, όπως και στις άλλες εξεγερμένες πόλεις, εγκαταστάθηκαν μακεδονικές φρουρές και διοικήσεις.
Στην πρώτη φάση του πολέμου των διαδόχων, ο Αντίγονος, ο επιλεγόμενος Μονόφθαλμος και ο Κάσσανδρος είχαν κερδίσει. Ο Αντίγονος πήρε τη Μικρά Ασία και τις ανατολικές επαρχίες και ο Κάσσανδρος τη Μακεδονία και μεγάλα τμήματα της Ελλάδας. Ο Λυσίμαχος πήρε τη Θράκη και ο Πτολεμαίος την Αίγυπτο, Συρία, Κυρήνη και Κύπρο.
Το 316 π.Χ., ο Μακεδόνας βασιλιάς, Κάσσανδρος ανοικοδόμησε και πάλι την πόλη της Θήβας. Ο Δημήτριος Α΄ ο Πολιορκητής (337 π.Χ. – 283 π.Χ.) που ήταν γιος του Αντίγονου, διεκδίκησε κι αυτός τα εδάφη της Ανατολικής Μεσογείου ως διάδοχος του Μεγάλου Αλέξανδρου. Μετά από τις αποτυχίες του κατά τους «πολέμους των Διαδόχων», στην Αίγυπτο και την «Πετραία Αραβία» το 312 π.Χ., ο Δημήτριος γύρισε στον ελληνικό χώρο, όπου από το 313 π.Χ., μεγάλα μέρη της Πελοποννήσου είχε καταλάβει ο πατέρας του. Το 311 π.Χ. είχε υπογραφεί μεταξύ των διαδόχων, συμφωνία ειρήνης, με παύση των εχθροπραξιών και αναγνώριση του γιου του Μ. Αλέξανδρου, του νεαρού Αλέξανδρου Δ’, ως βασιλιά μετά την ενηλικίωσή του. Ακολουθώντας τη γραμμή του πατέρα του και ο Δημήτριος θεωρούσε ότι οι πόλεις-κράτη της Πελοποννήσου ήταν σύμμαχοί του και όχι υποτελείς. Το 310 π.Χ. Ο Δημήτριος έδωσε ελευθερία στη Μεσσηνία. Στη συνέχεια, το 307 π.Χ., αφού η συμφωνία ειρήνης του 311 π.Χ. είχε καταπατηθεί, επιτέθηκε και κατέλαβε την Αθήνα, που νωρίτερα ανήκε στον Κάσσανδρο και τον επόμενο χρόνο επιτέθηκε στον Πτολεμαίο στην Κύπρο. Το 301 π.Χ. σκοτώθηκε ο Αντίγονος στη μάχη της Ιψού και το 294 π.Χ. ο Δημήτριος ο Πολιορκητής έγινε βασιλιάς της Μακεδονίας για έξι χρόνια. Μετά την εκθρόνισή του από τους ανταγωνιστές του Πύρρο και Λυσίμαχο, ο Δημήτριος, μετά από αποτυχημένη εκστρατεία Ασία, πέθανε στην αιχμαλωσία, στη Συρία το 283 π.Χ.
Στη Μακεδονία, είχε γίνει βασιλιάς ο Πτολεμαίος, ο επιλεγόμενος «Κεραυνός». Ο Πτολεμαίος της Αιγύπτου ήταν σύμμαχός του, ο Αντίοχος της Ασίας είχε συνάψει ειρήνη μαζί του, τα παιδιά του Λυσίμαχου είχαν θανατωθεί, ο Πύρρος της Ηπείρου είχε πάει στην Ιταλία για να βοηθήσει τους Ταραντίνους εναντίον των Ρωμαίων, ενώ ουσιαστικός αντίπαλός του ήταν ο Αντίγονος Γονατάς, γιος του Δημήτριου του Πολιορκητή, ο οποίος και κατείχε αρκετές πόλεις της Ελλάδας, κυρίως της Πελοποννήσου και είχε ως συμμάχους τους ισχυρούς εκείνη την εποχή Αιτωλούς. Τον Αντίγονο τον εμπόδιζαν οι Σπαρτιάτες, οι οποίοι επιδίωξαν να πολεμήσουν εναντίον του, στο όνομα της ελληνικής ανεξαρτησίας. Ο εχθρός όμως για τον «Κεραυνό» ήρθε από πολύ μακριά.
Το 279 π.Χ. έγινε μια επιδρομή Γαλατών στην Ελλάδα. Διακόσιοι χιλιάδες Γαλάτες έφτασαν στη Μακεδονία. Αν και προκάλεσαν εκεί μεγάλες καταστροφές, αποκρούστηκαν και μπήκαν στη Θεσσαλία. Οι εισβολείς που βρίσκονταν στα όρια της πείνας, είχαν ως στόχο τους τους θησαυρούς του Μαντείου των Δελφών. Μπροστά στον κίνδυνο πολλές πόλεις της Κεντρικής Ελλάδας, όπως η Αθήνα, τα Μέγαρα, οι βοιωτικές πόλεις, οι Φωκείς και οι Αιτωλοί συμμάχησαν. Οι αντίπαλοι συγκρούστηκαν στις Θερμοπύλες. Ο Παυσανίας αναφέρει:
«…Εναντίον όμως των βαρβάρων που ήλθον από τον Ωκεανόν συνεκεντρώθησαν εις τας Θερμοπύλας οι εξής Έλληνες: 10.000 οπλίτες και 500 ιππείς Βοιωτοί, 3000 πεζοί και 500 ιππείς Φωκείς, 700 πεζοί Λοκροί, 400 οπλίτες Μεγαρείς, 7.000 οπλίτες και 790 ψιλοί Αιτωλοί, 1000 πεζοί και 500 ιππείς Αθηναίοι και όλα τα κατάλληλα προς πλούν πλοία, 500 Μακεδόνες και 500 από την Αντιόχεια της Μ. Ασίας». ...
Οι Γαλάτες αποκρούστηκαν και τελικά εγκαταστάθηκαν στην κεντρική Μικρά Ασία όπου έμειναν γνωστοί ως Γαλάτες της Μικράς Ασίας.
Λίγο μετά από την λήξη της γαλατικής επιδρομής, οι Ηλείοι είχαν συμμαχήσει με τους Σπαρτιάτες. Αυτοί όμως, σε συνεννόηση με τους ολιγαρχικούς Ηλείους, υποδαύλιζαν συνθήκες εμφύλιας διαμάχης στην πρωτεύουσα της Ηλείας, την Ήλιδα. Οι ολιγαρχικοί Ηλείοι, για να καταφέρουν να επιβληθούν, ζήτησαν βοήθεια από τους «προστάτες» τους Σπαρτιάτες κι αυτοί ξεκίνησαν τις ετοιμασίες για την επέμβαση στην Ηλεία. Οι Μεσσήνιοι όμως, παρακολουθούσαν την κατάσταση και φυσικά δεν ήθελαν να έχουν έναν θύλακο Σπαρτιατών και στα βόρεια σύνορά τους. Αυτό θα γινόταν αν οι Σπαρτιάτες αποκτούσαν βάση στην Ηλεία. Ετοίμασαν ένα αξιόμαχο στράτευμα που το αποτελούσαν χίλιοι πολεμιστές και ξεκίνησαν για την Ήλιδα προκειμένου να προλάβουν την εκεί έλευση των Σπαρτιατών. Πλησιάζοντας στα τείχη της πρωτεύουσας των Ηλείων, τοποθέτησαν στις ασπίδες τους σήματα των Σπαρτιατών για να τους εκλάβουν οι Ηλείοι ως συμμάχους και να τους επιτρέψουν την είσοδο στην πόλη τους. Πράγματι, οι πράκτορες των ολιγαρχικών που περίμεναν την ενίσχυση των Σπαρτιατών, άνοιξαν τις πύλες και οι Μεσσήνιοι, ως Σπαρτιάτες μπήκαν στην πόλη. Η τάξη στην Ήλιδα αποκαταστάθηκε, οι ολιγαρχικοί διώχθηκαν και η εξουσία δόθηκε και πάλι στους εκλεγμένους άρχοντες της πόλης. Αυτοί ξαναπήραν τα ηνία της διακυβέρνησης της Ηλείας και επέβαλαν την τάξη. Οι Μεσσήνιοι που είχαν εμφανιστεί ως Σπαρτιάτες αλλά και οι αυθεντικοί Σπαρτιάτες που εν τω μεταξύ είχαν φτάσει, αποχώρησαν, χωρίς άλλα γεγονότα.
Ο βασιλιάς Πύρρος Α΄ ή Πύρρος της Ηπείρου (318 - 272 π.Χ.) ήταν γιος του βασιλιά Αιακίδη, επικεφαλής των Μολοσσών, των Ιλλυριών και των άλλων φυλών που κατοικούσαν στην Ήπειρο. Ήταν συγγενής του Αλέξανδρου Γ΄του Μεγάλου, αφού η γιαγιά του Τρωάδα ήταν αδελφή της Ολυμπιάδας, μητέρας του Αλέξανδρου. Θεωρείται κορυφαίος επιτελικός νους, ένας από τους λαμπρότερους στρατιωτικούς της παγκόσμιας ιστορίας. Μετά τον θάνατο του Πύρρου, το 272 π.Χ., οι Ιλλυριοί, που κατοικούσαν στα βόρεια της Ηπείρου, στη σημερινή Αλβανία, αφού επικράτησαν μεταξύ των άλλων φυλών, άρχισαν να επιδίδονται στη ληστεία και την πειρατεία. Ο Παυσανίας περιγράφει μια τέτοια πειρατική επιδρομή στη Μεθώνη:
…… [6] οἱ δὲ Ἰλλυριοί, ἀρχῆς τε γεγευμένοι καὶ ἐπιθυμοῦντες ἀεὶ τοῦ πλείονος, ναῦς τε ἐπήξαντο καὶ ἐληίζοντο ἄλλους τε ὡς ἑκάστους τύχοιεν καὶ ἐς τὴν Μοθωναίαν σχόντες ὡρμίσαντο οἷα ἐς φιλίαν: στείλαντες δὲ ἄγγελον ἐς τὴν πόλιν ἄγειν σφίσιν οἶνον ἐπὶ τὰ πλοῖα ἐδεήθησαν. ὡς δὲ ἄγοντες ἀφίκοντο ἄνδρες οὐ πολλοί, τόν τε οἶνον ὠνοῦντο ἐπιτιμώντων τῶν Μοθωναίων καὶ αὐτοί σφισιν ἐπίπρασκον ὧν ἐπήγοντο. [7] ἐς δὲ τὴν ἐπιοῦσαν ἀφικομένων ἐκ τῆς πόλεως πλειόνων παρέχουσι καὶ τοῖσδε κερδᾶναι: τέλος δὲ γυναῖκες καὶ ἄνδρες κατίασιν ἐπὶ τὰ πλοῖα οἶνόν τε ἀποδόσθαι καὶ ἐκ τῶν βαρβάρων ἀντιληψόμενοι. ἔνθα νῦν ἀποτολμήσαντες οἱ Ἰλλυριοὶ καὶ ἄνδρας πολλοὺς καὶ ἔτι πλείονας τῶν γυναικῶν ἁρπάζουσιν: ἐσθέμενοι δὲ ἐς τὰς ναῦς ἔπλεον τὴν ἐπὶ Ἰονίου, Μοθωναίων ἐρημώσαντες τὸ ἄστυ…..
Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις, 4, 35, 6,7.
Οι Ιλλυριοί έφτασαν κάποια στιγμή στη Μεθώνη προσποιούμενοι τους εμπόρους. Δήλωναν δε ότι θέλουν να ανταλλάξουν τα εμπορεύματά τους με το περίφημο κρασί της Μεθώνης. Πάνω στα πλοία τους, είχαν απλώσει τα εμπορεύματά τους που τα πρόσφεραν σε πολύ χαμηλές τιμές. Αφού την επόμενη ημέρα είχαν κερδίσει την εμπιστοσύνη των Μεθωναίων, που πήγαιναν άφοβα για τις συναλλαγές τους στα πλοία των ξενοφερμένων, κάποια στιγμή που ο αριθμός των επισκεπτών ήταν μεγάλος, σήκωσαν άγκυρες και αιχμαλώτισαν τους περισσότερους, άνδρες, γυναίκες και παιδιά κι ανοίχτηκαν στο πέλαγος. Η πόλη της Μεθώνης ερημώθηκε αφού οι απαχθέντες κατέληξαν σε σκλαβοπάζαρα.
(Στη φωτογραφία: Τετράδραχμα του Αντίγονου και του Δημήτριου του Πολιορκητή)
