Δευτέρα, 29 Σεπτεμβρίου 2025 20:46

Το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου και η “Σπαρτιατική ηγεμονία”

Γράφτηκε από τον

Το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου και η “Σπαρτιατική ηγεμονία”

Του Γιάννη Α. Μπίρη

Αφορμή για τη δεύτερη φάση του πολέμου ήταν η εκστρατεία των Αθηναίων στη Σικελία. Σχεδόν αμέσως μετά την Νικίειο ειρήνη, εμφανίστηκε στο πολιτικό προσκήνιο ένας νέος και φιλόδοξος αλλά και φιλοπόλεμος και αμφιλεγόμενος πολιτικός, ρήτορας και στρατηγός, ο Αλκιβιάδης (450 π.Χ. – 404 π.Χ.), ο οποίος άλλαξε τις πολιτικές συμμαχίες του πολλές φορές.
Το 415 π.Χ., οι Αθηναίοι, που είχαν πια υιοθετήσει μια πολύ επιθετική πολιτική, αποφάσισαν να εκστρατεύσουν στη Σικελία. Στόχος της εκστρατείας τους ήταν η κατάλυση της ηγεμονίας των Συρακουσών στη Σικελία. Οι Αθηναίοι ήθελαν να εγκατασταθούν εκεί για να χρησιμοποιούν την Σικελία ως ορμητήριο κατά των ελληνικών πόλεων της Κάτω Ιταλίας. Για τη «Σικελική εκστρατεία», ένθερμος υποστηρικτής στην Αθήνα ήταν και ο Αλκιβιάδης, μέλος της αριστοκρατικής οικογένειας των Αλκμεωνιδών. Πριν ακόμα ξεκινήσει όμως η εκστρατεία, ο Αλκιβιάδης κατηγορήθηκε από προβοκάτορες πολιτικούς αντιπάλους του, για ιεροσυλίες κατά την προετοιμασία της εκστρατείας, λόγω της δήθεν καταστροφής από αυτόν προτομών του Ερμή στην Αθήνα αλλά και ταυτόχρονα της βεβήλωσης των Ελευσινίων μυστηρίων.
Παρ’ όλα αυτά, ο Αλκιβιάδης που είχε χριστεί συναρχηγός της εκστρατείας από κοινού με τον Νικία και τον Λάμαχο, ξεκίνησε για τη Σικελία. Όταν όμως τα πλοία έφτασαν στην Κατάνη, βρήκε να τον περιμένει εκεί η ιερή τριήρης «Σαλαμινία» για να τον πάρει και να επιστρέψει στην Αθήνα για να δικαστεί. Με προφάσεις, δεν μπήκε στο αθηναϊκό πλοίο και με το δικό του κατευθύνθηκε στη Σπάρτη, στην οποία αυτομόλησε και υπηρέτησε ως στρατηγικός σύμβουλος. Στην Αθήνα καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο.
Από τη Σπάρτη όπου είχε καταφύγει, ο Αλκιβιάδης πρότεινε ή και συμμετείχε σε εκστρατείες κατά της Αθήνας προσπαθώντας να πείσει και τους συμμάχους των Αθηναίων να εξεγερθούν εναντίον της Αθήνας. Έπεισε τους Σπαρτιάτες να δημιουργήσουν δικό τους στόλο αλλά και να συμμαχήσουν με τους Πέρσες. Ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας του όμως, οδήγησε τελικά στην απόρριψή του και από τους Σπαρτιάτες. Έτσι κατέφυγε στην Περσία όπου υπηρέτησε και εκεί ως σύμβουλος του σατράπη Τισσαφέρνη.
Μετά το 414 π.Χ. η Σικελική εκστρατεία εξελίχθηκε ουσιαστικά σε σύγκρουση Αθηναίων και Σπαρτιατών, έξω από τις Συρακούσες. Οι Αθηναίοι, παρά τη μεγάλη εκστρατευτική δύναμή τους αλλά και τις ενισχύσεις που έλαβαν από τους συμμάχους τους κατά τη διάρκεια της εκστρατείας, ηττήθηκαν από τα αντίπαλα στρατεύματα των Συρακουσίων και των συμμάχων τους. Κύριος λόγος της αποτυχίας ήταν η προδοσία του Αλκιβιάδη, ο οποίος έπεισε τους Σπαρτιάτες να στείλουν τον στρατηγό Γύλιππο να ηγηθεί των Συρακουσίων. Ο Γύλιππος συγκέντρωσε σημαντική δύναμη και επιτέθηκε κατά των Αθηναίων. Όμως, η τελική ήττα των Αθηναίων στις Συρακούσες ήρθε το 413 π.Χ. μετά από μάχη με τους Βοιωτούς. Μετά τη συντριβή των Αθηναίων για την οποία ο Θουκυδίδης αναφέρει: «οὐδὲν ὅ,τι οὐκ ἀπώλετο» (δεν έμεινε τίποτε που δεν χάθηκε), οι Πέρσες, που μέχρι τότε ήταν σύμμαχοι των Σπαρτιατών, συμμάχησαν με την Αθήνα ενώ αντίθετα, αρκετές ελληνικές πόλεις αποστάτησαν και εξεγέρθηκαν εναντίον της. Ετσι οι Αθηναίοι, έχασαν τότε αρκετές κτήσεις τους στον Ελλήσποντο.
Το 413 π.Χ. και μετά το τέλος της σικελικής εκστρατείας και πάλι μετά από παραίνεση του Αλκιβιάδη, οι Σπαρτιάτες κατέλαβαν και οχύρωσαν τη Δεκέλεια στην Αττική. Σύμφωνα με τον Στράβωνα, η Δεκέλεια, που ήταν μια από τις δώδεκα πόλεις που ίδρυσε στην Αττική ο Κέκροπας, ήταν σημαντικός κόμβος για την τροφοδοσία της Αρχαίας Αθήνας, αφού βρισκόταν πάνω στην κύρια οδό επικοινωνίας με τη Βοιωτία και την Εύβοια. Παρά τις δυσχέρειες που προκαλούσε αυτός ο σπαρτιάτικος «επιτειχισμός» στην οδό τροφοδοσίας της Αθήνας, τελικά δεν προκάλεσε μεγάλα προβλήματα αφού η τροφοδοσία συνέχισε να γίνεται με τα αθηναϊκά πλοία από το λιμάνι του Πειραιά. Λίγο αργότερα όμως, οι Σπαρτιάτες κατέλαβαν και την οδό επικοινωνίας της Αθήνας με το Λαύριο. Έτσι χάθηκε ο έλεγχος στα εκεί μεταλλεία, αφού οι δούλοι που εργάζονταν στην εξόρυξη του μεταλλεύματος διέφυγαν. Άλλη σοβαρή οικονομική συνέπεια από τον χερσαίο αποκλεισμό της Αθήνας ήταν η καταστροφή των καλλιεργειών αλλά και οι ζωοκλοπές, από τις επιδρομές κυρίως των Θηβαίων.
Η ήττα των Αθηναίων στη Σικελία είχε ως συνέπεια, το 411 π.Χ., την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος στην Αθήνα και την επικράτηση της ολιγαρχικής παράταξης των τετρακοσίων. Τότε ο στόλος της Αθήνας με εβδομήντα έξι πλοία και επικεφαλής τους στρατηγούς Θράσυλλο και ο Θρασύβουλο, κατευθύνθηκε στον Ελλήσποντο για την ανάκτηση των Αθηναϊκών κτήσεων. Αντίπαλός τους ήταν ο στόλος των Σπαρτιατών και των συμμάχων τους, που με ογδόντα έξι πλοία και επικεφαλής τον Σπαρτιάτη ναύαρχο Μίνδαρο υποκινούσε αντιαθηναϊκές εξεγέρσεις στα παράλια του Ελλησπόντου. Οι αντίπαλοι στόλοι συναντήθηκαν στο «Κυνός Σήμα» στα σημερινά Δαρδανέλια. Ο πελοποννησιακός στόλος δέχθηκε την επίθεση από το ένα τμήμα του αθηναϊκού στόλου του Θρασύβουλου ενώ ταυτόχρονα από την άλλη πλευρά επιτέθηκε και ο Θράσυλος με τις δικές του δυνάμεις. Παρά τη αρχική διαφαινόμενη νίκη τους, οι Σπαρτιάτες ηττήθηκαν. Στα επινίκεια οι Αθηναίοι έστησαν δύο τρόπαια στη Σηστό και στο «Κυνός Σήμα». Οι Σπαρτιάτες έχασαν είκοσι ένα πλοία, ενώ οι Αθηναίοι δεκαπέντε. Μετά τη ναυμαχία, οι Αθηναίοι στράφηκαν προς την Κύζικο και κατέλαβαν ξανά πολλές από τις παλιότερες κτήσεις τους.
Με τη νίκη τους οι Αθηναίοι αναθάρρησαν και συνέχισαν τον πόλεμο αφού κατάφεραν να οργανώσουν και πάλι τις συμμαχίες τους. Το 406 π.Χ., ο στρατηγός Κόνων ανέλαβε τη διοίκηση του αθηναϊκού στόλου. Ακολούθησε ακόμα μία ναυμαχία στις Αργινούσες, τα νησιά κοντά στα παράλια της Μικράς Ασίας απέναντι από τη Λέσβο. Και αυτή η ναυμαχία έληξε με νίκη των Αθηναίων. Ο Πελοποννησιακός πόλεμος τελείωσε με τη ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς, στον Ελλήσποντο, το 405 π.Χ. Εκεί η Σπάρτη με τον στρατηγό Λύσανδρο επιβλήθηκε του αθηναϊκού στόλου ολοκληρωτικά. Είχε προηγηθεί η σημαντική οικονομική ενίσχυση των Σπαρτιατών από τον Πέρση «κάρανο» (αρχιστράτηγο) της Μικράς Ασίας, Κύρο Β΄. To 408/407 π.Χ. ο Πέρσης βασιλιάς Δαρείος Β΄ , για να περιορίσει τις αρμοδιότητες των σατραπών της Μικράς Ασίας, Τισσαφέρνη και Φαρνάβαζου, είχε αναθέσει στον πρίγκιπα Κύρο Β΄τις σατραπείες της Λυδίας, της Μεγάλης Φρυγίας και της Καππαδοκίας. Ο Κύρος Β΄πρόσφερε μεγάλη οικονομική βοήθεια στον στρατηγό Λύσανδρο, χάρη στην οποία οι Λακεδαιμόνιοι ανέπτυξαν τον στόλο τους και κατάφεραν τελικά να επιβληθούν. Η Αθήνα, εκτός από τα πλοία της, έχασε και τρεις χιλιάδες άνδρες που εκτελέστηκαν μετά από διαταγή του στρατηγού Λύσανδρου. Ο Αθηναίος στρατηγός Κόνων με μόνο οκτώ τριήρεις, κατέφυγε στην Κύπρο, στην αυλή του βασιλιά Ευαγόρα. Τον επόμενο χρόνο, το 404 π.Χ., η Αθήνα υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με τη Σπάρτη. Μετά τη συνθηκολόγηση των Αθηναίων, οι σύμμαχοι της Σπάρτης, οι Κορίνθιοι και οι Θηβαίοι, ζήτησαν την ολοσχερή καταστροφή της Αθήνας και την υποδούλωση των κατοίκων της. Οι Σπαρτιάτες όμως δεν δέχτηκαν αυτή την πρόταση λόγω της μεγάλης συμβολής της Αθήνας στην παλιότερη απόκρουση των Περσών στον Μαραθώνα και τη Σαλαμίνα.
Μετά τη λήξη του Πελοποννησιακού Πολέμου, η Σπάρτη ήταν πλέον η ισχυρότερη πόλη-κράτος στην Ελλάδα. Αυτή η περίοδος ορίζεται στην Ιστορία ως «Σπαρτιατική ηγεμονία». Από το τέλος του πολέμου, το 404 π.Χ., μέχρι τη μάχη στα Λεύκτρα το 371 π.Χ., η Σπάρτη ήταν κυρίαρχη δύναμη ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις. Παρά την υπεροχή τους, οι Σπαρτιάτες δεν μπορούσαν να επιβληθούν σε όλη την ελληνική χερσόνησο αφού είχαν αποδυναμωθεί από τον διαρκή πόλεμο με τους Αθηναίους. Η Σπάρτη προσπάθησε όμως να «προστατέψει» και τις αυτόνομες ελληνικές πόλεις στη Μικρά Ασία. Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Αγησίλαος Β΄(444 π.Χ. – 360 π.Χ.), το 396 π.Χ., εξεστράτευσε στην Ιωνία για την υπεράσπιση των Σάρδεων που διεκδικούσε ο σατράπης Τισσαφέρνης και του Δασκύλειου που επιβουλευόταν ο σατράπης Φαρνάβαζος Β΄. Αφορμή για την επέμβαση ήταν η απαίτηση από τις ελληνικές πόλεις για την καταβολη φόρου στους Πέρσες. Μετά από έναν χρόνο, το 395 π.Χ., ο Αγησίλαος κατατρόπωσε τον Τισσαφέρνη στις Σάρδεις.
Λίγο νωρίτερα τον ίδιο χρόνο, το 396 π.Χ., ο Αθηναίος στρατηγός Κόνων, μετά την Κύπρο όπου είχε καταφύγει, ανέλαβε ναύαρχος στον περσικό στόλο και πολέμησε και πάλι τους Σπαρτιάτες. Στην αρχή νικήθηκε, αλλά αφού συμμάχησε με τους Κύπριους και τους Ρόδιους διέλυσαν την ηγεμονία των Σπαρτιατών στη θάλασσα. Η έκβαση του πολέμου κρίθηκε έντεκα χρόνια αργότερα, το 394 π.Χ., με τη νίκη του Κόνωνα στη ναυμαχία της Κνίδου. Εκεί έπαιξε σημαντικό ρόλο και πάλι, το περσικό χρυσάφι που αυτή τη φορά πρόσφερε αντίστροφα ο Τισσαφέρνης στον Κόνωνα για την ενίσχυση του αθηναϊκού στόλου. Η σπαρτιατική κυριαρχία στα μικρασιατικά παράλια κατέρρευσε. Τότε ο Κόνων παραχώρησε αυτονομία στις μικρασιατικές πόλεις και οι περισσότερες από αυτές προσχώρησαν στους Πέρσες. Ο Κόνων αμείφθηκε από τον Πέρση μονάρχη με επιπλέον πενήντα τάλαντα.
Η προσπάθεια για την ηγεμονία της Σπάρτης στην ελληνική χερσόνησο, οδήγησε στον Κορινθιακό Πόλεμο. Το 395 π.Χ. συνασπίστηκαν με την οικονομική υποστήριξη της Περσίας, οι αντίπαλοι της Σπάρτης, δηλαδή η Κόρινθος, το Άργος, η Θήβα και η Αθήνα. Η νίκη των Αθηναίων στην Κνίδο αποδέσμευσε την Αθήνα από τη συνθήκη του 404 π.Χ. και έτσι ξαναείχε τη δυνατότητα να ασκήσει πολιτική επιρροή στην περιοχή και να ανακτήσει το κύρος της.
Η Σπάρτη για να αντιμετωπίσει αυτό το μέτωπο ανακάλεσε από τη Μικρά Ασία τον στρατό του Αγησιλάου Β΄. Επιστρέφοντας από τη Μικρά Ασία, οι Σπαρτιάτες, για να αντιμετωπίσουν τον αντισπαρτιατικό συνασπισμό, έφτασαν στην πεδιάδα της Κορώνειας στη Βοιωτία. Εκεί, τον Αύγουστο του 394 π.Χ. αντιμετώπισαν τον στρατό των Θηβαίων και Αθηναίων. Μετά από σκληρή μάχη, οι Σπαρτιάτες κατάφεραν να επιβληθούν.
Ο πόλεμος στη Μικρά Ασία, τελείωσε το φθινόπωρο του 387 π.Χ. και επικυρώθηκε με τη συμφωνία μεταξύ του Αρταξέρξη Β’ και του Σπαρτιάτη ναυάρχου Ανταλκίδα, με την Ανταλκίδειο ειρήνη. Ο βασιλιάς Αρταξέρξης έθεσε τους όρους λέγοντας ότι «οποιοιδήποτε αρνηθούν, θα τους πολεμήσω στην ξηρά, στη θάλασσα και με χρήματα». Οι όροι:
Οι ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας μαζί με τις Κλαζομενές και την Κύπρο ανήκαν πλέον στον Αρταξέρξη Β’
Οι υπόλοιπες ιωνικές πόλεις ήταν αυτόνομες,
Η Λήμνος, η Σκύρος και η Ίμβρος αναγνωρίστηκαν ως αθηναϊκές κληρουχίες. Η Αθήνα διένειμε κομμάτια γης στους πολίτες της, από τα οποία άλλα τα καλλιεργούσαν οι ίδιοι και άλλα τα νοίκιαζαν σε ντόπιους.
Η Σπάρτη ανέλαβε να επιβλέπει τη συμφωνία μεταξύ των ελλαδικών πόλεων. Γενικά, η αυτονομία κάθε πόλης δεν επέτρεπε πλέον τη δημιουργία συμμαχιών. Μετά την άνοιξη του 386 π.Χ. η Σπάρτη διέλυσε «το κοινό των Βοιωτών» και εγκατέστησε ολιγαρχικό καθεστώς και φρουρά στην Καδμεία, την ακρόπολη της Θήβας. Το 382 π.Χ. η Σπάρτη επιτέθηκε και στο «κοινό των Χαλκιδέων», μια ομοσπονδιακή ένωση των ευβοϊκών αποικιών της Χαλκιδικής, που έδρευε στην Όλυνθο. Και ο Ολυνθιακός πόλεμος (382-379) έληξε με νίκη της Σπάρτης.
Τον Δεκέμβριο του 379 π.Χ. οι Θηβαίοι εξεγέρθηκαν και εκδίωξαν τη σπαρτιατική φρουρά από την Καδμεία. Τότε ξεκίνησε από τη Θήβα, η προσπάθεια για την ανεξαρτησία όλων των Βοιωτών, που οδήγησε σε πόλεμο με τους Σπαρτιάτες. Οι Σπαρτιάτες δεν αναγνώριζαν τους Θηβαίους ως εκπροσώπους του «κοινού των Βοιωτών». Ο πόλεμος έληξε με την ήττα της Σπάρτης στα Λεύκτρα της Βοιωτίας το 371 π.Χ., που έφερε και το τέλος της σπαρτιατικής ηγεμονίας.

[Φωτογραφία: Ο ιστορικός του Πελοποννησιακού Πολέμου Θουκυδίδης (460-399 π.Χ.)]