Δευτέρα, 22 Σεπτεμβρίου 2025 20:11

Ιστορία της Μεσσηνίας: Πελοποννησιακός πόλεμος (α’ μέρος)

Γράφτηκε από τον

Ιστορία της Μεσσηνίας: Πελοποννησιακός πόλεμος (α’ μέρος)

Του Γιάννη Α. Μπίρη

Ο σημαντικότερος βασιλιάς της αρχαίας Περσίας, ο Κύρος Β΄ή Μέγας (600 π.Χ. – 530 π.Χ,), ήταν ο ιδρυτής της μεγάλης Περσικής αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών που κυριάρχησε στην Ασία από το 550 π.Χ. μέχρι το 330 π.Χ. Ο Κύρος Β΄βασίλευσε από το 560 π.Χ. για περίπου 30 χρόνια. Οι κατακτήσεις του, από το Αιγαίο Πέλαγος και τον Ελλήσποντο μέχρι τον Ινδό ποταμό, συγκρότησαν τη μεγαλύτερη αυτοκρατορία που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα και τον έκαναν κυρίαρχο της Ασίας. Κατάφερε εκδιώξει τους Ασσύριους, να καταλάβει τους Βαβυλώνιους, τους Μήδους και άλλους γειτονικούς λαούς αλλά φερόταν πάντοτε με επιείκεια στους κατακτημένους. Με την κατάκτηση της Λυδίας και την κατάλυση του πανίσχυρου βασιλείου του Κροίσου ολοκλήρωσε την κατάκτηση της Μικράς Ασίας. Σχεδίαζε μάλιστα να καταλάβει και την Αίγυπτο αλλά τον πρόλαβε ο θάνατος. Διοικητικά ο Κύρος Β΄χώρισε την απέραντη αυτοκρατορία του σε σατραπείες και ο ίδιος κράτησε τον τίτλο του σάχη. Η πρωτεύουσά του ήταν στις Πασαργάδες.
Από το 500 π. Χ. μέχρι το 494 π. Χ., πολλές κατακτημένες περιοχές, κυρίως στη Μικρά Ασία, όπως η Αιολίδα στα βορειοδυτικά παράλια, η Ιωνία στα δυτικά, η Καρία στα νοτιοδυτικά, η Δωρίδα στα νότια της Ιωνίας αλλά και η Κύπρος επαναστάτησαν κατά της περσικής κατοχής. Αυτές οι στρατιωτικές εξεγέρσεις, που χαρακτηρίστηκαν ως «Ιωνική Επανάσταση», τελικά καταπνίγηκαν από τους πανίσχυρους Πέρσες.
Την ίδια εποχή, στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., διεξήχθησαν πολεμικές συρράξεις και μεταξύ των Ελλήνων και των Περσών, που έμειναν γνωστές ως «Περσικοί Πόλεμοι». Τότε ο Πέρσης βασιλιάς Δαρείος αποφάσισε να επιτεθεί στην Αθήνα και την Ερέτρια, επειδή είχαν συμπαρασταθεί στις ιωνικές πόλεις κατά την Ιωνική Επανάσταση. Το 492 π.Χ, ένας Πέρσης στρατηγός, ο Μαρδόνιος, ξεκίνησε για να καταλάβει την ελληνική χερσόνησο αλλά μετά την κατάκτηση της Θράκης και ενός τμήματος της Μακεδονίας, ναυάγησε έξω από τη χερσόνησο του Άθω. Μετά από δυο χρόνια, σε μια νέα απόπειρα, ο στρατηγός και σατράπης των Σάρδεων Αρταφέρνης, αδελφός του Δαρείου, μαζί με τον στρατηγό Δάτι κατέλαβαν τις Κυκλάδες, τη Νάξο και την Ερέτρια. Μαζί τους, οι Πέρσες είχαν ως σύμβουλο και τον πρώην τύραννο της Αθήνας Ιππία, γιο του Πεισίστρατου. Με τον αέρα του νικητή, το 490 π.Χ. οι Πέρσες αποβιβάστηκαν στην Αττική σκοπεύοντας να κατακτήσουν και την υπόλοιπη Ελλάδα. Εκεί όμως, στην πεδιάδα του Μαραθώνα, που προσφερόταν για τη δράση του περσικού ιππικού, κατατροπώθηκαν από τον Αθηναίο στρατηγό Μιλτιάδη που ήταν επικεφαλής του στρατού των Αθηναίων και των Πλαταιέων.
Αφού πέθανε ο Δαρείος, βασιλιάς των Περσών έγινε ο Ξέρξης. Αυτός μετά και την ήττα στον Μαραθώνα, επιτέθηκε και πάλι στην Ελλάδα το 480 π.Χ.. Στόχος του ήταν η ολοκληρωτική κατάκτησή της. Αρχικά, στις Θερμοπύλες φάνηκε να τα καταφέρνουν, όμως η ναυμαχία στη Σαλαμίνα και τον επόμενο χρόνο στις Πλαταιές και στη Μυκάλη, κατέστρεψαν τα σχέδιά τους.
Οι ελληνικές πόλεις συνασπίστηκαν στη Δηλιακή Συμμαχία και επιτέθηκαν στην Μικρά Ασία, στη Θράκη, την Κύπρο ακόμα και στην Αίγυπτο. Μετά τριάντα χρόνια η λήξη των συγκρούσεων και η νίκη των Ελλήνων, σφραγίστηκε με την Ειρήνη του Καλλία.
Η νίκη έφερε όμως και αντιπαλότητες ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις-κράτη για την ηγεμονία στην Ελλάδα. Η Αθήνα το 461 π.Χ., με επικεφαλής τον Περικλή, μπήκε σε μια χρυσή εποχή ευμάρειας. Οι Αθηναίοι περιτείχισαν τον Πειραιά και με τα Μακρά Τείχη τον ένωσαν με την Αθήνα. Αυτή η αμυντική θωράκιση της Αθήνας και του Πειραιά, προκάλεσε ρήξη στις σχέσεις της Αθήνας με τη Σπάρτη. Ταυτόχρονα μια διαμάχη μεταξύ της Κορίνθου και της Κέρκυρας προκάλεσε την επέμβαση της Αθήνας. Οι τεταμένες σχέσεις μεταξύ κυρίως της Αθήνας και της Σπάρτης οδήγησαν στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Αυτή ουσιαστικά ήταν μια σύγκρουση μεταξύ δυο στρατιωτικών συνασπισμών. Της Δηλιακής Συμμαχίας, που τελούσε υπό την ηγεσία της Αθήνας και της Πελοποννησιακής Συμμαχίας, που βρισκόταν υπό την ηγεσία της Σπάρτης. Η κύρια αιτία του Πελοποννησιακού Πολέμου, όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης, ήταν η συνεχώς αυξανόμενη δύναμη της Αθήνας, κάτι που προκαλούσε φόβο στους Σπαρτιάτες και έκανε τη σύρραξη ανάμεσα στις δύο πόλεις-κράτη αναπότρεπτη». Ο Πόλεμος ξεκίνησε το 431 π.Χ.
Αυτός διακρίνεται σε τρεις φάσεις. Στον Αρχιδάμειο πόλεμο (431 - 421 π.Χ.), τη Σικελική εκστρατεία (415 - 413 π.Χ) και τον Δεκελεικό πόλεμο (413 - 404 π.Χ). Στην πρώτη φάση, οι Σπαρτιάτες έκαναν επιδρομές στην Αττική και λεηλατούσαν την Αθηναϊκή ύπαιθρο ενώ και οι Αθηναίοι αντίστοιχα λεηλατούσαν τις ακτές της Πελοποννήσου.
Η Μεσσηνία κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο
Ένα τέτοιο περιστατικό αντιπερισπασμού έγινε και στη Μεσσηνία την άνοιξη του 425 π.Χ. Τότε ο Αθηναίος στρατηγός Δημοσθένης, παππούς του γνωστού ρήτορα, είχε καταλάβει την οχυρή θέση του όρμου του Κορυφασίου, στην ακρόπολη της Πύλου, ως αντιπερισπασμό στην προσπάθεια κατάληψης της Αθήνας από τον στρατό του Σπαρτιάτη βασιλιά Αγη. Από εκεί, ο Δημοσθένης εξαπέλυε τις «δυνάμεις καταδρομών» του, δηλαδή μικρά σώματα ατάκτων μαζί με Πύλιους επαναστατημένους είλωτες και όλοι μαζί έφερναν μεγάλη φθορά στους Σπαρτιάτες της ενδοχώρας. Ετσι, ανάγκασε τη Σπάρτη να στείλει στρατό και στην κατεχόμενη Μεσσηνία, αποδυναμώνοντας με αυτόν τον τρόπο την πολιορκία της Αθήνας. Πάνω στα θεμέλια μιας αρχαίας πελασγικής οχύρωσης, είχε χτιστεί κατά την κατοίκηση της Πύλου του Κορυφασίου, μια οχυρή ακρόπολη με το Ιερό της Κορυφασίας Αθηνάς. Σε αυτήν τη βραχώδη και απόκρημνη κορυφή της ακρόπολης της Πύλου, οχυρώθηκαν οι Αθηναίοι και ήταν σχεδόν απρόσβλητοι.
Οι Σπαρτιάτες, αφού ήλθαν με αρκετές δυνάμεις στην περιοχή, προσπάθησαν, υπό τις διαταγές του στρατηγού Βρασίδα, να καταλάβουν με απόβαση την οχυρή θέση και να διώξουν τους Αθηναίους. Παράξενο θέαμα. Οι Αθηναίοι στη στεριά και οι Σπαρτιάτες από τη θάλασσα! Στην κοπιαστική αυτή προσπάθεια της απόβασης από τα πλοία για την κατάληψη του οχυρού, ο Βρασίδας γλίστρησε και, αφού χτύπησε στο κεφάλι του, έχασε τις αισθήσεις του αλλά και την ασπίδα του. Η οχυρή ακρόπολη του Κορυφασίου αλλά και η ασπίδα του Βρασίδα έμειναν στα χέρια των Αθηναίων.
Λίγο αργότερα, τον Αύγουστο του 425 π.Χ., οι Αθηναίοι αφού ενισχύθηκαν με τρεις τριήρεις του στρατηγού Κλέωνα, κατάφεραν να αποκλείσουν τον Σπαρτιάτη στρατηγό Επιτάδα με 292 οπλίτες, από τους οποίους οι 120 ήταν Σπαρτιάτες, στη βόρεια κορυφή της Σφακτηρίας, ακριβώς απέναντι από την ακρόπολη του Κορυφασίου. Εκεί, μετά από αποκλεισμό εβδομήντα δύο ημερών, οι Σπαρτιάτες παραδόθηκαν, αφού ο Επιτάδας ήταν πια νεκρός. Η παράδοση έγινε στον στρατηγό Κλέωνα. Ομως εμπνευστής αυτού του ανορθόδοξου πολέμου και της τελικής νίκης των Αθηναίων ήταν ο νεαρός στρατηγός Δημοσθένης. Η διήγηση του Θουκυδίδη για τον έβδομο χρόνο του πολέμου, στο τέταρτο βιβλίο της «Ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου» είναι απλή, δραματική, λιτή και ωμή:
«...Οι δε (Σπαρτιάτες) καθ’ εαυτούς βουλευσάμενοι τα όπλα παρέδωσαν και σφας αυτούς. Και ταύτην την ημέραν και την επιούσαν νύκτα εν φυλακή είχον αυτούς οι Αθηναίοι· τη δε υστεραία οι μεν Αθηναίοι τρόπαιον στήσαντες εν τη νήσω τάλλα διεσκευάζοντο ως ες πλουν και τους άνδρας τοις τριηράρχοις διεδίδοσαν ες φυλακήν, οι δε Λακεδαιμόνιοι κήρυκα πέμψαντες τους νεκρούς διεκομίσαντο».
Το οχυρό των αποκλεισμένων Σπαρτιατών στην ψηλότερη κορυφή της Σφακτηρίας, στη θέση Αϊ-Λιάς, διατηρήθηκε για αιώνες, μέχρι την πρόσφατη ιταλική κατοχή. Τότε οι Ιταλοί κατέστρεψαν το οχυρό του Επιτάδα και των ανδρών του. Κατά τον Θουκυδίδη, που είχε επισκεφθεί την περιοχή, αυτή η θέση διέθετε και κυκλώπειες πελασγικές οχυρώσεις, πολύ παλιότερες της εποχής του Πελοποννησιακού πολέμου (Ξυγγραφή Δ΄).
Μετά την παράδοσή τους, οι Σπαρτιάτες πρότειναν ανακωχή και ειρήνη με ιδιαίτερα βαρείς γι’ αυτούς όρους. Ομως οι υπερόπτες Αθηναίοι δεν δέχθηκαν την προτεινόμενη ειρήνη και έτσι συνεχίστηκαν τα δεινά του Πελοποννησιακού πολέμου. Η ασπίδα του Βρασίδα, μαζί με πολλές άλλες από τους παραδοθέντες Σπαρτιάτες, στόλισε την Ποικίλη Στοά της Αγοράς των Αθηναίων.
Στην «Ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου» αναφέρεται από τον Θουκυδίδη, από τη Μεσσηνία και το νησί της Πρώτης. Συγκεκριμένα στην αποστολή ναυτικής βοήθειας το 425 π.Χ. στον νεαρό στρατηγό Δημοσθένη, που είχε αποκλεισθεί από τους Σπαρτιάτες του Βρασίδα και του Επιτάδα στην Πύλο του Κορυφασίου ο ιστορικός αναφέρει:
…« Ως δε είδον την τε ήπειρον οπλιτών
περιπλέων την τε νήσον, εν τε τω λιμένι
ούσας τας ναυς και ουκ επιπλέουσας
απορήσαντες όπη καθορμίσωνται,
τότε μεν ες Πρώτην την νήσον,
η ου πολύ απέχει, έρημος ούσα,
έπλευσαν και ηυλίσαντο, τη δ’ υστεραία
παρασκευασάμενοι ως επί ναυμαχίαν
ανήγοντο»…
Μετά τη νίκη στη Σφακτηρία το 425 π.Χ., η Αθήνα κράτησε τα νοτιοδυτικά παράλια της Πελοποννήσου για 15 χρόνια. Τότε οι Αθηναίοι οχύρωσαν τα ευπρόσβλητα μέρη του ακρωτηρίου Κορυφασίου, με σαφή ανακύκλωση των δομικών υλικών που πήραν από την τότε έρημη ακρόπολη. Εκεί παρέμεινε μια μόνιμη φρουρά των Αθηναίων, ενώ προστέθηκαν σ’ αυτήν και αρκετοί επαναπατρισθέντες Μεσσήνιοι, που είχαν εκδιωχθεί στη Ναύπακτο κατά τον τρίτο Μεσσηνιακό πόλεμο (464-456 π.X.) καθώς και αρκετοί είλωτες που έτσι κέρδιζαν την ανεξαρτησία τους. Από την Πύλο οι επιδρομές μικρών ομάδων ατάκτων στη Λακωνική ήταν εύκολες για τους Μεσσήνιους και τα προβλήματα που είχαν να αντιμετωπίσουν οι Σπαρτιάτες έγιναν δυσεπίλυτα.
Επειδή αυτές οι σποραδικές εχθροπραξίες και εισβολές της πρώτης φάσης του πολέμου είχαν κουράσει και οι αντίπαλοι που εξουθενώνονταν οικονομικά, κινδύνευαν να χάσουν και τους συμμάχους τους, προχώρησαν αρχικά, το 422 π.Χ., σε μια ετήσια ανακωχή και στη συνέχεια, τον Μάρτιο του 421 π.Χ., στη σύναψη μιας συνθήκης για την παύση των εχθροπραξιών, τουλάχιστον για πενήντα χρόνια. Αυτή ήταν η Νικίειος ειρήνη, που τελικά ήταν όμως βραχύβια, αφού το ψυχροπολεμικό κλίμα και οι σποραδικές εχθροπραξίες συνεχίζονταν. Στους όρους της ειρήνης ήταν και η απόδοση της Πύλου στους Σπαρτιάτες και φυσικά ο διωγμός των επαναπατρισθέντων Μεσσηνίων και των αυτομόλων ειλώτων, πράγμα όμως που οι Αθηναίοι αρνήθηκαν να κάνουν.
Το καλοκαίρι του 420 π.Χ. οι Σπαρτιάτες επέτυχαν “διπλωματικά” την εκκένωση της Πύλου από τους πολίτες εποίκους της και έτσι οι Αθηναίοι διατήρησαν εκεί μόνο τη μόνιμη φρουρά τους. Τους ξαναδιωγμένους Μεσσήνιους και τους είλωτες οι Αθηναίοι τους εγκατέστησαν για περίπου δύο χρόνια στην Κεφαλλονιά και τους επανέφεραν στην Πύλο, λαθραία κατά παράβαση των όρων της ειρήνης, τον χειμώνα του 418 π.Χ. Τότε αυτοί ξανάρχισαν τις ληστρικές επιδρομές στη Λακωνική και συνέχισαν να ενοχλούν και να αποδυναμώνουν τους Σπαρτιάτες, μέχρι το 409 π.Χ., όταν πλέον αυτοί κατέλαβαν στρατιωτικά την Πύλο.

(Φωτογραφία: Κράνος Έλληνα οπλίτη, αφιερωμένο από τον Μιλτιάδη στον Δία, μετά τη μάχη του Μαραθώνα. - Μουσείο Ολυμπίας)