Η κύρια αιτία της αντιζηλίας των Δωριέων που κατοίκησαν στη Λακωνία για την ευμάρεια των αδελφών τους που ζούσαν ειρηνικά και ανέμελα στην εύφορη Μεσσηνιακή γη, ήταν σαφώς οικονομική. Μετά την κατάληψη και τον αποικισμό των Εχειών, της Ποιάεσας και του Τραγίου στο νότιο τμήμα της Δενθυλιάτιδας από τους Σπαρτιάτες του Τήλεκλου, άνοιξε η όρεξή τους για επίθεση και επέκταση και στη Μεσσηνία. Η επεκτατική αυτή πολιτική είχε τις ρίζες της στις συνθήκες που διαμορφώθηκαν στη Λακωνία μετά την κατάληψή της από τους Δωριείς.
Εκεί οι κατακτητές δεν συγχωνεύτηκαν αλλά ούτε και αφομοιώθηκαν από τον τοπικό προ-δωρικό πληθυσμό. Δεν παραχώρησαν ισοπολιτεία, αλλά καθεστώς «περιοίκων πόλεων» στις κατακτήσεις τους κοντά στη Σπάρτη. Αντίθετα, λόγω της πενίας και του άγονου εδάφους, συνέχισαν με τη δύναμη των όπλων και τη σκληρή στρατιωτική ζωή, να κρατούν υπόδουλους τους παλιούς κατοίκους, που τους ονόμασαν είλωτες.
Αντίθετα στη Μεσσηνία η ειρήνη και η ευημερία δεν στηρίζονταν στα όπλα και τη στρατιωτική οργάνωση. Έτσι οι Σπαρτιάτες σχετικά εύκολα μπορούσαν να κατακτήσουν την εύφορη γειτονική γη. Αφού η αιτία ήταν ξεκάθαρη, δεν ήταν δύσκολο να βρεθεί η αφορμή και έτσι να αρχίσει για τη Μεσσηνία αυτή η δραματική μακρά περίοδος κατοχής.
Επί της βασιλείας του Φίντα, γιου του Συβώτα από την δυναστεία των Ηρακλειδών, οι Μεσσήνιοι έστειλαν για πρώτη φορά θυσία και ανδρική χορωδία στον Απόλλωνα, στη Δήλο. Σε στίχους του Κορίνθιου ποιητή Εύμηλου διατυπώθηκαν εκεί υπαινιγμοί για τις απειλές που διαφαίνονταν από τις επεκτατικές βλέψεις των Σπαρτιατών. Έτσι στη Δήλο, έγινε γνωστό στο Πανελλήνιο το επερχόμενο δράμα των Μεσσηνίων. Στα σύνορα Μεσσηνίας και Λακεδαίμονος, στη Δενθελιάτιδα, υπό Σπαρτιατική κατοχή, υπήρχε ένα ιερό της «Λιμνάτιδος» Αρτέμιδος. Εκεί πήγαιναν για τις λατρευτικές τελετές στη δημοφιλή θεά, απ΄ όλους τους Δωριείς οι Λακεδαιμόνιοι και οι Μεσσήνιοι που μάλιστα θυσίαζαν μαζί. Εκεί διαδραματίστηκαν και τα γεγονότα που οδήγησαν στην αρχική ρήξη των σχέσεων μεταξύ των Σπαρτιατών και των Μεσσηνίων.
Ο Πρώτος Μεσσηνιακός Πόλεμος
Υπάρχουν δύο απόψεις για τα γεγονότα.
Οι Σπαρτιάτες ισχυρίστηκαν ότι οι Μεσσήνιοι που είχαν έρθει ως προσκυνητές στο ιερό, άσκησαν βία σε μερικές αγνές κόρες από τη Σπάρτη που έπαιρναν μέρος στη γιορτή. Στην αναταραχή και τη συμπλοκή που ακολούθησε σκότωσαν και τον βασιλιά τους Τήλεκλο. Μετά το επεισόδιο οι κόρες αυτοκτόνησαν από ντροπή.
Οι Μεσσήνιοι αντίθετα έλεγαν ότι ο Τήλεκλος ζήλεψε τον πλούτο των Μεσσηνίων προυχόντων που βρίσκονταν στο ιερό για τις γιορτές και σκηνοθέτησε το επεισόδιο για να κηρύξει πόλεμο, που θα είχε ως στόχο την κατάληψη της εύφορης μεσσηνιακής γης. Έτσι διάλεξε «αμούστακους» νεαρούς Σπαρτιάτες και αφού τους «έντυσε» γυναικεία τους εφοδίασε με μαχαίρια και τους έστειλε στον χώρο της ανάπαυσης των Μεσσηνίων. Εκεί παριστάνοντας τις παρθένες θα τους προκαλούσαν, στη συνέχεια θα τους σκότωναν και θα παρουσίαζαν τους φόνους ως άμυνα στη βία των Μεσσηνίων. Όταν έγινε αντιληπτή η απάτη, οι Μεσσήνιοι αμυνόμενοι αλλά και εξαγριωμένοι σκότωσαν τους μεταμφιεσμένους νεαρούς και πάνω στη συμπλοκή και τον Τήλεκλο. Επειδή μάλιστα το σχέδιο του Τήλεκλου είχε τη συγκατάθεση των Σπαρτιατών, μετά το επεισόδιο αυτό δεν ζητήθηκαν ευθύνες για τους φόνους.
Απομυθοποιώντας τα γεγονότα θα πρέπει η δολοφονία του Τήλεκλου να αποδοθεί σε πολιτικούς λόγους, κυρίως λόγω της επεκτατικής νοοτροπίας που διακατείχε αυτόν αλλά και γενικότερα τους Σπαρτιάτες. Ο φόνος του όμως φόβισε και προβλημάτισε τους υπόλοιπους και έτσι για μια ακόμα γενιά εξακολούθησε να υπάρχει εύθραυστη ειρήνη.
Μετά από περίπου σαράντα χρόνια, όταν πια στη Μεσσηνία βασίλευαν ο Αντίοχος και ο Ανδροκλής, γιοι του Φίντα και στη Σπάρτη ο Αλκαμένης, γιος του Τήλεκλου και ο Θεόπομπος γιος του Νίκανδρου, το μίσος ανάμεσα στους Μεσσήνιους και τους Λάκωνες μεγάλωσε και ξεκίνησε ο πόλεμος. Η κύρια αφορμή, κατά τον Παυσανία, είχε ως εξής:
Ο Μεσσήνιος Ολυμπιονίκης Πολυχάρης, που είχε μια νίκη στον δρόμο σταδίου στην 4η Ολυμπιάδα (764 π.Χ.), είχε στην κατοχή του ένα κοπάδι αγελάδες. Επειδή όμως δεν είχε αρκετά βοσκοτόπια, έδωσε τις αγελάδες του μαζί με τους βοσκούς του στον Λακεδαιμόνιο Εύαιφνο για να τις βοσκήσει αυτός στα βοσκοτόπια του και να μοιραστούν τα εισοδήματα από την εκτροφή τους. Ο Εύαιφνος όμως πούλησε τις αγελάδες του Πολυχάρη μαζί με τους βοσκούς και κατόπιν πήγε στον Πολυχάρη για να του πει ότι τάχα οι πειρατές άρπαξαν το κοπάδι του. Όμως ένας βοσκός που είχε ξεφύγει από τους αγοραστές του, έφθασε εκείνη τη στιγμή και ξεσκέπασε τον Εύαιφνο μπροστά στον Πολυχάρη. Μετά από συγγνώμες και παρακάλια ο Εύαιφνος ζήτησε από τον Πολυχάρη να του δώσει μαζί του στη Σπάρτη τον γιο του, για να του παραδώσει το αντίτιμο της άτιμης πράξης του. Μόλις όμως πέρασαν στη Λακωνία, ο Εύαιφνος με χειρότερο δόλο τώρα, σκότωσε τον γιο του Πολυχάρη. Μετά τη συμφορά και αφού ο Πολυχάρης πήγε πολλές φορές στη Σπάρτη ζητώντας την τιμωρία του Εύαιφνου, δεν βρήκε καμιά δικαίωση. Αφού λοιπόν τον έπνιγε το δίκιο και μετά την τραγική απώλεια έχασε τα λογικά του και σκότωνε, χωρίς καμία εξαίρεση, όποιον Σπαρτιάτη έπεφτε στα χέρια του.
Στους λόγους που προέβαλαν οι Λακεδαιμόνιοι για τον πόλεμο ήταν:
α) ότι οι Μεσσήνιοι δεν παρέδωσαν τον Πολυχάρη για να δικαστεί για τους αλλεπάλληλους φόνους Σπαρτιατών
β) η δολοφονία του Τήλεκλου πριν από σαράντα περίπου χρόνια και
γ) η παλιότερη υποψία για την αδικία του Κρεσφόντη στην κλήρωση των εδαφών, πριν από περισσότερα από τριακόσια χρόνια.
Οι Μεσσήνιοι αντίθετα αντέτειναν τα εξής επιχειρήματα:
α) για τον Πολυχάρη πρότειναν να δικαστεί μαζί με τον Εύαιφνο σε αμφικτυονική σύνοδο από Αργείους ή να εμπιστευθούν την υπόθεση στο αρμόδιο για φόνους Αθηναϊκό δικαστήριο, τον Άρειο πάγο.
β) για τον φόνο του Τήλεκλου και των νεαρών αντέτειναν το επιχείρημα ότι αφού δεν ζητήθηκαν εξηγήσεις αμέσως μετά το επεισόδιο στο ιερό της «Λιμνάτιδος Αρτέμιδος», τότε όλοι ήταν γνώστες του σατανικού σχεδίου για την κατάκτηση των μεσσηνιακών εδαφών και
γ) ο πόλεμος έγινε για την εύφορη μεσσηνιακή γη, αφού ήταν γνωστή και η φιλαργυρία και η ζήλια των Λακεδαιμονίων.
Στη σύσκεψη των Μεσσηνίων που ακολούθησε την απαίτηση των Σπαρτιατών για την έκδοση του Πολυχάρη, υπήρξαν έντονες διαφωνίες μεταξύ των δυο Μεσσήνιων βασιλιάδων, του Αντίοχου και του Ανδροκλή. Αυτή ήταν και η μοναδική περίπτωση συμβασιλείας στη Μεσσηνία. Στη σύντομη εμφύλια σύρραξη που ακολούθησε σκοτώθηκε ο Ανδροκλής. Έτσι ο Αντίοχος έστειλε πρέσβεις στη Σπάρτη για να δηλώσουν ότι ήταν διατεθειμένος να αναθέσει την υπόθεση σε ουδέτερους δικαστές. Οι Σπαρτιάτες δεν απάντησαν στους πρέσβεις. Μετά από λίγους μήνες πέθανε και ο Αντίοχος και βασιλιάς στη Μεσσηνία ανακηρύχθηκε ο γιος του Ευφάης. Τότε, τον δεύτερο χρόνο της 9ης Ολυμπιάδας (743 π.Χ.), χωρίς καμία προειδοποίηση ή αποστολή κηρύκων όπως συνηθιζόταν, με αρχηγό τον Αλκαμένη, γιο του Τηλέκλου, οι Σπαρτιάτες ξεκίνησαν τον πόλεμο με νυχτερινή επίθεση στη συνοριακή πολίχνη Άμφεια. Εκεί κατέσφαξαν τους πάντες και τότε ξεκίνησαν τα δεινά των Μεσσηνίων.
Οι Μεσσήνιοι οχυρώθηκαν στην Ιθώμη και ταυτόχρονα ζήτησαν κάποιον χρησμό από το μαντείο των Δελφών. Ο χρησμός ήταν σκληρός. Για να μείνουν ασφαλείς οι Μεσσήνιοι στην Ιθώμη θα έπρεπε να θυσιαστεί μια παρθένα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, ένας ευπατρίδης Μεσσήνιος από τη γενιά των Αιπυτιδών, ο Αριστόδημος, να θυσιάσει την κόρη του. Μετά τη θυσία οι Σπαρτιάτες δεν επιτέθηκαν για αρκετά χρόνια στην Ιθώμη. Όταν όμως ξαναεπιτέθηκαν κατάφεραν να σκοτώσουν τον Μεσσήνιο βασιλιά Ευφάη. Τότε νέος βασιλιάς της Μεσσηνίας έγινε ο Αριστόδημος. Αυτός οδήγησε τον μεσσηνιακό στρατό εναντίον των Σπαρτιατών και κατάφερε να τους απωθήσει στη Λακωνία. Τότε και οι Σπαρτιάτες ζήτησαν χρησμό από το μαντείο των Δελφών. Αυτή η κίνηση τους οδήγησε σε νέα επίθεση που είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη της Ιθώμης και την υποδούλωση των Μεσσηνίων.
Ο Δεύτερος Μεσσηνιακός Πόλεμος
Μια εξέγερση των Μεσσήνιων, πιθανότατα το 685 π.Χ. οδήγησε στον Δεύτερο Μεσσηνιακό Πόλεμο που από τις εκτιμήσεις έληξε το 668 π.Χ. Ο Παυσανίας τον τοποθετούσε πολύ αργότερα, το 669 π.Χ., λίγο μετά την ήττα των Σπαρτιατών από τους Αργείους στην μάχη των Υσιών. Τότε οι Αργείοι οπλίτες του Φείδωνα ταπείνωσαν τους Σπαρτιάτες. Ο Παυσανίας στα Αρκαδικά του αναφέρεται στη μάχη και γράφει:
«Εδώ είναι ο κοινός τάφος των Αργείων που νίκησαν τους Λακεδαιμόνιους στη μάχη των Υσιών. Η μάχη έλαβε χώρα όταν ο Πεισίστρατος ήταν επώνυμος άρχων στην Αθήνα, το τέταρτο έτος της 27ης Ολυμπιάδας…
…Προχωρώντας προς τα κάτω βλέπεις τα ερείπια των Υσιών που ήταν κάποτε πόλη και όπου οι Λακεδαιμόνιοι ηττήθηκαν».
Τότε οι Μεσσήνιοι, εκμεταλλευόμενοι την εξασθένηση των Σπαρτιατών, εξεγέρθηκαν εναντίον της Σπάρτης. Βρήκαν μάλιστα συμμάχους τους Αργείους, τους Αρκάδες, τους Σικυώνιους, τους Ηλείους και τους Πισάτες. Οι Σπαρτιάτες συμμάχησαν με τους Κορίνθιους που ήταν εχθροί των Αργείων, τους Λεπρεάτες που ήταν εχθροί των Ηλείων και τη Σάμο.
Αρχικά οι αντίπαλοι ήταν ισοδύναμοι. Όμως και πάλι σταδιακά επικράτησαν οι Σπαρτιάτες και οι Μεσσήνιοι αρχικά περιορίστηκαν στα βόρεια της Μεσσηνίας και τελικά υπέκυψαν. Μετά την ήττα τους κατέφυγαν στην Σικελία και εγκαταστάθηκαν στην Ζάγκλη που μετονομάστηκε σε Μεσσήνη. Κάποιοι άλλοι εγκαταστάθηκαν στην Ναύπακτο. Περί της συμμετοχής του Αριστομένη στον δεύτερο Μεσσηνιακό πόλεμο τα πράγματα δεν είναι ξεκάθαρα. Υπάρχει η άποψη ότι ο Αριστομένης ήταν αρχηγός των Μεσσήνιων σε μία κατοπινή μικρότερη εξέγερση, το 510 π.Χ., που χαρακτηρίστηκε ως επανάσταση ή πόλεμος του Αριστομένη. Αυτός ο ικανότατος Μεσσήνιος ηγέτης και πολέμαρχος, προσπάθησε τότε να ελευθερώσει την πατρίδα του από τους Σπαρτιάτες.
("Το σημερινό ξωκκλήσι του Προφήτη Ηλία στις Γαϊτσές κοντά στο σημερινό χωριό Βόρειο (Μπρίντα), χτίστηκε πάνω στο παλιότερο ιερό της «Λιμνάτιδος» πάνω από τον «Χοίρειο" χείμαρρο»).