Κυριακή, 24 Αυγούστου 2025 21:05

Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν

Γράφτηκε από τον

Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν

Του Γιάννη Α. Μπίρη

Το ρήμα πορφυρώνω συναντάται κυρίως στη μεσαιωνική ελληνική γλώσσα και η ερμηνεία του είναι, βάφω κάτι με πορφυρό χρώμα, το κοκκινίζω.

Κι έρχεται ο ποιητής και λέει:

Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν

Και χαρές ανείδωτες με σκιάσανε

Οξειδώθηκα μες’ στη νοτιά των ανθρώπων

Μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο

Στ' ανοιχτά του πελάγου με καρτέρεσαν

Με μπομπάρδες τρικάταρτες και μου ρίξανε

Αμαρτία μου να 'χα κι εγώ μιαν αγάπη

Μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο

Τον Ιούλιο κάποτε μισανοίξανε

Τα μεγάλα μάτια της μες΄ στα σπλάχνα μου

Την παρθένα ζωή μια στιγμή να φωτίσουν

Μακρινή μητέρα, ρόδο μου αμάραντο

Ένα ποίημα του Ελύτη από το «Άξιον Εστί», που η επική φωνή του Μπιθικώτση και η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη έδωσαν έναν ύμνο, τουλάχιστον σε μια γενιά αθώων που έψαχναν να βρουν τα βήματά τους στο ξεκίνημα της ζωής τους. Μια γενιά που από το Γουέμπλεϊ, τα Υβ-Υβ-Υβ των γηπέδων και τα φεστιβάλ της δικτατορίας, είδε να ορθώνεται μπροστά της η πρόκληση της αλλαγής της ζωής της. Είδε, μπροστά στα μάτια της, να γεννιέται το Πολυτεχνείο. Κι αμέσως το αγκάλιασε. Είδε τον φόβο στα μάτια της προηγούμενης γενιάς, των γονιών της. Είδε την αγωνία τους για το μέλλον των παιδιών τους. Πήγε κρυφά στο Πολυτεχνείο και γαλουχήθηκε με τα μηνύματά του. Όλα εκφράζανε μια ηθική που θα ‘πρεπε να παλέψει για να τη ζήσει. Και το έκανε.

Μέσα στην κοσμογονία της μεταπολίτευσης, η ηθική υπεροχή της αριστεράς ήταν δεδομένη και απέκτησε αξιακή σχέση για τη ζωή κυρίως των νέων, αυτών που με τα μάτια και τ΄αυτιά ορθάνοιχτα προσπαθούσαν να ρουφήξουν τα μηνύματα της εποχής. Κι ήρθε η «αλλαγή», που γέννησε πολλές ελπίδες και οράματα. Ο λαός στην εξουσία.

Αργότερα όμως, ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του 1990 αλλά σαφώς κατά τα χρόνια των μνημονίων, αυτή η γενιά των παλιών δεκαεξάχρονων μέχρι εικοσιπεντάχρονων, η λεγόμενη «γενιά του Πολυτεχνείου», μπήκε στο στόχαστρο των υπολοίπων αφού κατηγορήθηκε ότι αυτή ήταν υπεύθυνη για τα δεινά, τη ζοφερή κατάσταση και την κατάντια της χώρας! Δηλαδή η γενιά των αθώων παιδιών της μεταπολίτευσης απέκτησε το αρνητικό πρόσημο της μαζικής σπίλωσης. Τί κι αν οι περισσότεροι δεν το «πούλησαν», τί κι αν προσπάθησαν να χτίσουν τη ζωή τους με τα χέρια, το μυαλό και τον ιδρώτα τους; Τους πήρε όλους η μπάλα, με τον χαρακτηρισμό της «χαμένης γενιάς» και της γενικευμένης σπίλωσης…

Κι οι τιμητές; Δεν ήταν μόνον ο εσμός των φασιστοειδών και των νοσταλγών της δικτατορίας, ήταν κι οι «ευρωπαϊστές» και οι άλλοι που ξέχασαν την πορεία τους κι αυτούς που στήριξαν κι όλοι μαζί εξαπέλυσαν δριμύ κατηγορώ. «Τα τότε παιδιά του Πολυτεχνείου, μας απογοήτευσαν, μας πρόδωσαν. Αυτοί ευθύνονται για την τωρινή κατάντια της χώρας». Η όχι μόνο οικονομική χρεοκοπία, που συνοδεύτηκε από την κατάπτωση αξιών και σχεδόν όλες τις εκφάνσεις της διαφθοράς σχεδόν σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής, βρήκε τον αποδιοπομπαίο τράγο της.

Ήταν ο εύκολος στόχος. Σχεδόν όλοι αυτοί που για ν’ ανέβουν πάτησαν πάνω στα τότε παιδιά κι έχτισαν καριέρες «πολιτικάντηδων αγωνιστών», αλλοτριώθηκαν. Το ηθικό πλεονέκτημα σπιλώθηκε «από μέσα». Κι αν κάποιοι ρομαντικοί που παρέμειναν σταθεροί και αταλάντευτοι στις ηθικές αξίες τους συνέχισαν να παλεύουν καθημερινά για τη βελτίωση της ζωής τους, χαρακτηρίστηκαν κυρ-Παντελήδες.

Στη νιότη μας εμπιστευτήκαμε ανθρώπους με αξίες κι αρετές. Κυρίως καλλιτέχνες. Ακέραιους, που με την τέχνη τους απέδιδαν τα λαϊκά οράματα και την ελπίδα. Ακόμα και πριν τη μεταπολίτευση, ένιωθα ότι μπορώ ν΄ακουμπάω σε κάποιους καλλιτέχνες που φαίνονταν ακέραιοι και ειλικρινείς. Στο πέρασμα των χρόνων πολλά άλλαξαν. Πολλοί ξέφτισαν. Έβγαλαν «τα τραπεζάκια έξω» κι αλλάξανε ρότα. Άλλοι όμως φαίνονταν τίμιοι, αταλάντευτοι, σημαίες, Πασιονάριες.

Κι ενώ τους κρατούσαμε ψηλά, σαν ιερά σύμβολα, άρχισαν κι αυτοί να ξεθωριάζουν. Μια πρώτη στιγμή αμηχανίας ήταν στο θέατρο «Παλλάς», στο τέλος Ιανουαρίου του 2024. Καθισμένοι εκεί μπροστά, στις πρώτες σειρές, γίναμε μάρτυρες μιας αφιέρωσης στον γενικό γραμματέα και την παρέα του. Η μεγάλη Μαρία Φαραντούρη αφιέρωσε ένα τραγούδι στον γενικό γραμματέα. Αν και φάνταζε παράταιρο, αφού η βραδιά ήταν αφιερωμένη στα «Τραγούδια από τον Ελληνικό Κινηματογράφο», είπαμε εντάξει, έτσι ένιωσε, έτσι έκανε. 

Όμως πριν λίγες ημέρες, στη Μικρή Επίδαυρο η Φαραντούρη τραγούδησε για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Μίκη. Στη διάρκεια της παράστασης, αφιέρωσε το τραγούδι με τους εμβληματικούς στίχους του Ελύτη, «Της Αγάπης Αίματα», στην πολιτική διαχειρίστρια του Πολιτισμού, υπουργό Λίνα Μενδώνη. Η Φαραντούρη έχει δικαίωμα να αφιερώσει ένα τραγούδι σε όποιον επιλέγει, αλλά η πράξη της είναι δημόσια, συμβολική και ταυτόχρονα πολιτική και κρίνεται. Ο δημόσιος λόγος της τέχνης δεν μπορεί να είναι ουδέτερος. Και όταν το πιο εμβληματικό ίσως τραγούδι αντίστασης, το τραγούδι που κάποτε σκόρπιζε ανατριχίλα και ρίγος στα στάδια της οργής, έγινε μια αφιέρωση σε μια υπουργική παρουσία, τότε η ιστορική μνήμη εκποιείται.

Για πενήντα χρόνια η μεγάλη Μαρία Φαραντούρη, που ενσάρκωνε τα οράματα της νιότης μας και η φωνή της έχει χαρακτηριστεί ως το ηχητικό αποτύπωμα της αντίστασης, ήταν κάτι άθραυστο μέσα μου. Στη μικρή Επίδαυρο αυτό έγινε θρύψαλα. Γιατί τα λάθη των μεγάλων, είναι μεγάλα λάθη.

Με πορφύρωσαν.…