Πριν από 3 χρόνια, στις 10 Αυγούστου 2022, στο προαύλιο των Τριών Ιεραρχών στη Μεσσήνη, παρουσιάστηκε το σπουδαίο λεύκωμα του Νίκου Αργ. Στασινάκη με τίτλο “Τα σφυρήλατα στις αστικές κατοικίες της Μεσσήνης (Νησί) 19ος – 20ος αιώνας”. Είχα την τιμή να συμμετέχω με μια παρέμβαση στην παρουσίαση, στη διάρκεια της οποίας τόνισα ότι υπάρχουν δύο μνημεία που χαρακτηρίζουν την περίοδο του αστικού μετασχηματισμού στην πόλη τα οποία θα πρέπει να χαρακτηριστούν διατηρητέα: Το Τελωνείο στη Μπούκα και η Εθνική Τράπεζα στην κεντρική πλατεία. Κάποια στιγμή και βλέποντας την αδυναμία διεκδίκησης του χαρακτηρισμού, πήρα την πρωτοβουλία με τη συγκρότηση της ομάδας «Το Τελωνείο είναι μνημείο». Συγκεντρώθηκαν όλα τα απαραίτητα στοιχεία και με τη βοήθεια φίλων, συντάχθηκε φάκελος, κατατέθηκε στην αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου Πολιτισμού στην Πάτρα, έγινε αυτοψία των μηχανικών, πήγε με θετική εισήγηση στο Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων και ομόφωνα τα ερείπια του Τελωνείου χαρακτηρίστηκαν διατηρητέο μνημείο. Πέρυσι με μια μεγάλη συναυλία του Βασίλη Λέκκα οργανωμένη με πρωτοβουλία του εθνικοτοπικού συλλόγου «Πάμισος», γιορτάστηκε ο χαρακτηρισμός. Ένα χρόνο μετά όμως δεν έχει γίνει τίποτα το ουσιαστικό για να προχωρήσει η διάσωση του μνημείου. Ο δικός μας ρόλος ως πολιτών εξαντλήθηκε στην επιτυχή προσπάθεια του χαρακτηρισμού. Η ευθύνη ανήκει στο δήμο και τους τοπικούς άρχοντες, αλλά για ηθικούς λόγους και στον Περιφερειάρχη Δημήτρη Πτωχό. Όχι μόνον λόγω της εντοπιότητας, αλλά και από το γεγονός ότι οι προσπάθειες του αείμνηστου πατέρα του Παύλου Πτωχού ως δημάρχου, είχαν απορριφθεί από το υπουργείο Πολιτισμού κατά πως μαρτυρούν οι τότε συνεργάτες του.
Σήμερα λοιπόν και με αφορμή ένα σημαντικό πολιτιστικό γεγονός, τη συναυλία με το Δημήτρη Μπάση που συνδιοργανώνεται από δήμο, περιφέρεια και (εθνικοτοπικό) «Πάμισο» και η οποία θα πραγματοποιηθεί αύριο, είναι ίσως και η κατάλληλη στιγμή να τεθεί δημόσια το ζήτημα του χαρακτηρισμού του κτιρίου της Εθνικής Τράπεζας ως «διατηρητέου μνημείου». Θεωρώ ότι κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο από το γεγονός ότι πλέον έχει περάσει στην ιδιοκτησία ιδιωτών και θα πρέπει να προστατευτεί και ως ιστορικό κτίριο με ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά αλλά και με περιορισμούς στη χρήση συμβατούς με το χαρακτήρα του. Και δεν αναφερόμαστε μόνον στο κέλυφος, αλλά και στη συνολική διαμόρφωση που χαρακτηρίζει το εσωτερικό του. Βεβαίως είναι κοντά στο όριο των 100 χρόνων της αυτοδίκαιης ανακήρυξης ως διατηρητέου, αφού ξεκίνησε να κατασκευάζεται το 1927 (και ολοκληρώθηκε το 1929) σύμφωνα με την πινακίδα που υπάρχει στο εσωτερικό του κτιρίου. Τα ονόματα που αναφέρονται εκεί είναι και χαρακτηριστικά του ειδικού ιστορικού βάρους που έχει το κτήριο: «Εδομήθη 1927-1929. Διοικήσει Αλ. Διομήδους, Ιω. Δροσοπούλου, Αλ. Κορυζή. Διευθύνσει υποκαταστήματος Σωτ. Τρουπάκη».
Κατ’ αρχήν είναι ιστορικός ο τόπος στον οποίο κατασκευάστηκε το κτίριο. Το οικόπεδο αγοράστηκε το 1925 από την Κοινότητα Μεσσήνης, της οποίας ήταν ιδιοκτησία: «Υπεγράφη χθες ενταύθα, μεταξύ του Προέδρου της κοινότητος Φ. Βακαλοπούλου και του διευθυντού του υποκαταστήματος της Εθνικής Τραπέζης, το σχετικόν πωλητήριον συμβόλαιον εκποιήσεως ενός κοινοτικού οικοπέδου, κειμένου παρά την μεγάλην πλατείαν της πόλεως, εφ’ ού θ’ ανοικοδομηθή μεγαλοπρεπές μέγαρον, χρησιμοποιηθησόμενον ως υποκατάστημα της Εθνικής Τραπέζης. Δια των χρημάτων δε του τιμήματος του εκποιηθέντος κοινοτικού οικοπέδου, θα διακοσμηθή η πλατεία της κοινότητος, μεταβαλλομένη σε ένα σωστό “παρκ”. Συγχαίρομεν τον κ. πρόεδρον της κοινότητος δια την μελλοντικήν εκτέλεσιν ενός τοιούτου εξωραϊστικού έργου» («Σημαία» 16/9/1925). Ο τόπος δεν είναι ιστορικός επειδή ήταν ιδιοκτησίας της Κοινότητας, αλλά επειδή ήταν μέρος εθνικού κτήματος το οποίο περιήλθε στο Δήμο Παμίσου. Εκεί που βρίσκεται σήμερα η Πειραιώς ήταν «το κονάκι του πασά», στα ερείπια του οποίου χτίστηκε το πρώτο Δημοτικό Σχολείο στο Νησί (το 1937 αγοράστηκε από την Αγροτική Τράπεζα και γύρω στα 1970 έγινε το σημερινό κτίριο που… κληρονόμησε η Πειραιώς). Και την περιοχή διεκδικούσε να αγοράσει ο Καλαμαριώτης όταν έγραφε στο Βουλευτικό: «Εις την πατρίδα μου, το Νησί, ευρίσκεται ένα οσπίτιον εθνικόν, εις το οποίον εκατοικούσαν οι κατά καιρόν βοϊβονδάδες. Και εις το περιαύλιον τούτου του οσπιτίου ήτον και εν λιτριβείον, και αυτόν εθνικόν. Και έως τον απερασμένον Φεβρουάριον, όπου εγώ ήμουν εκεί, από το μεν οσπίτον εσώζοντο μόνον τα τείχη και η σκεπή, από δε το λιτριβείον μόνον οι πέτρες. Με το να το εκειοποιήθη ένας Σπαρτιάτης και εκάθετο μέσα ως εθνικόν. Εως τώρα όμως δεν ηξεύρω αν σώζωνται και αυτά. Εάν όμως και σώζωνται έως τώρα, τον παρόντα χειμώνα εξάπαντος αυτά τα τείχη και η σκεπή μέλλει να αφανιστούν, με το να μην είναι άλλο οσπίτιον εκεί εθνικόν, ούτε εργαστήρια και μύλοι, παρά αυτό μόνον. Ητον καλόν να πωληθή». Δεν πουλήθηκε, η οθωμανική ιδιοκτησία ήταν μεγάλη (το 1668 ο Εβλια Τσελεμπί γράφει ότι "φιλοξενεί τους ξένους στο κονάκι του ο Ιαρίς αγάς, τόσο πολύ φιλόξενος που μπορεί να φιλοξενήσει ακόμη και χίλιους καβαλάρηδες"), πέρασε στο Δήμο Παμίσου και έτσι εξασφαλίστηκαν το μεγαλύτερο μέρος του πάρκου, η πλατεία και τα οικόπεδα που πουλήθηκαν σε τράπεζες.
Το κτίριο που σώζεται αποτελεί «αποτύπωμα» μιας εποχής στην αρχιτεκτονική αντίληψη για τη μεγαλοπρέπεια των κτιρίων της τράπεζας. Και ως ένδειξη οικονομικής ισχύος και ευμάρειάς της, σε μια Ελλάδα που άλλαζε ριζικά μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Αξίζει να σημειώσουμε ότι από όλη τη Μεσσηνία επιλέχθηκε η Μεσσήνη για να κατασκευαστεί ένα τέτοιο μεγαλοπρεπές κτίριο. Γεγονός που υποδηλώνει από τη μια πλευρά τη σημασία που είχε η οικονομία της εποχής για την Εθνική Τράπεζα και το κύρος της, αλλά και το γεγονός ότι βρέθηκε οικόπεδο πάνω στην κεντρική πλατεία που επέτρεπε την ανάπτυξη αυτής της μνημειακής αντίληψης. Αξίζει να τονιστεί ότι το κτήριο είναι ένα από μια ολόκληρη γενιά ανάλογων της τράπεζας τα οποία κατασκευάστηκαν στη Θεσσαλονίκη και τα υποκαταστήματα στην Κόρινθο, Ναύπλιο, Μεσσήνη, Ζάκυνθο, Θήβα, Λαμία, Σέρρες, Δράμα, Μυτιλήνη, Σάμο και Ξάνθη. Ολα υπό την επίβλεψη του Νικόλαου Χ. Ζουμπουλίδη που ήταν διευθυντής της Τεχνικής Υπηρεσίας στην Εθνικής Τράπεζα από το 1927. Οπως αναφέρουν μελετητές σχετικά με το έργο του, “το αρχιτεκτονικό ιδίωμα του Ζουμπουλίδη, ήταν καλές αναλογίες, κλασικά -ίσως υπερτονισμένα πρόπυλα- επιμελημένη κατασκευή, γερμανική αυστηρότητα . Επηρεασμένος από τα ευρήματα των αρχαιολόγων στην Κνωσό και τις Μυκήνες ο Ζουμπουλίδης εμμένει στα μινωικά και μυκηναϊκά πρότυπα σε πολλά έργα του”. Ειδικότερα στη Μεσσήνη το κτίριο γίνεται στο κέντρο μιας μεγάλης σταφιδοφόρας περιοχής, κάτι που ενδιέφερε ιδιαιτέρως την Εθνική Τράπεζα λόγω και των προνομιακών σχέσεων με τον ΑΣΟ. Δείχνει να είναι “στη μέση του πουθενά” αλλά όχι μόνον αποτελεί εμβληματικό κτίριο που χαρακτηρίζει την εποχή του αστικού μετασχηματισμού, αλλά η κατασκευή του καθόρισε και τη σημερινή δομή του κέντρου της πόλης.
Και θα εξηγήσω το γιατί... Στο δημοσίευμα για την πώληση αναφέρεται ότι τα έσοδα από αυτή θα χρησίμευαν για την κατασκευή ενός «σωστού παρκ». Παράλληλα την δενδροφύτευση χρηματοδοτούσε ο πολιτευτής Αλ. Κουμουνδούρος-Εμπειρίκος. Το Δεκέμβριο του 1927 πληροφορούμαστε ότι «αι εργασίαι του νέου Μεγάρου της Εθνικής Τραπέζης συνεχίζονται μετά σπουδής υπό τον επίβλεψιν του μηχανικού της Τραπέζης κ. Παπαντωνοπούλου. Τούτο θα είναι έτοιμον περί τα μέσα του επομένου έτους θα είναι δε το μεγαλύτερον και καλλίτερον μέγαρον της Μεσσήνης» («Σημαία» 4/12/1927). Και δύο μήνες αργότερα ότι «αι σχετικαί εργασίαι δια τον εξωραϊσμόν της γείτονος Μεσσήνης σύμφωνα με την επιθυμίαν του κ. Κουμουνδούρου, ήρχισαν ήδη, υπό την διεύθυνσιν του μηχανικού της Εθνικής Τράπεζας κ. Παπαντωνοπούλου» («Σημαία» 25/1/1928). Από το συνδυασμό των δύο πληροφοριών καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η διαμόρφωση του πάρκου και της πλατείας είναι έργο του Παπαντωνόπουλου, ο οποίος προσπάθησε να δημιουργήσει ένα χώρο σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, αντίστοιχο του μεγαλοπρεπούς κτιρίου της Εθνικής Τράπεζας.
Συνδεδεμένο με την πόλη, την οικονομική και κοινωνική ζωή της περιοχής το κτίριο δεσπόζει και σήμερα στο κέντρο της. Αλλά την εποχή της ιδιωτικοποίησης των πάντων, πολλά πράγματα αλλάζουν. Το ίδιο και η ιδιοκτησία του κτιρίου. Η οποία από καιρό πέρασε σε ιδιωτική εταιρεία “συμμετοχών και ακινήτων”. Μαζί με άλλα ακίνητα της Εθνικής Τράπεζας σε διάφορα σημεία της χώρας καθώς στο τέλος αντί για τράπεζες θα υπάρχουν μόνο μηχανήματα αυτόματης ανάληψης και ηλεκτρονικές συναλλαγές. Κτίρια που χτίστηκαν και συντηρήθηκαν από τα τεράστια κέρδη της τράπεζας σε βάρος των ανθρώπων του μόχθου, κάποια στιγμή κινδυνεύουν να γίνουν… ό, τι θέλει η «αγορά» και ό, τι ικανοποιεί τον… καταναλωτή. Απέναντι σε αυτό και με δεδομένο το γεγονός ότι τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν συγκροτούν την απαραίτητη τεκμηρίωση για το χαρακτηρισμό ως «διατηρητέου μνημείου», είναι στο χέρι του δήμου να προχωρήσει για να διασφαλιστεί σε πρώτη φάση η διάσωση και σε δεύτερη η αξιοποίηση του κτιρίου προς όφελος της πόλης. Όπως ζητούν πολλοί συμπατριώτες με παρεμβάσεις τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης…
- Η φωτογραφία είναι η πρώτη του κτιρίου και έχει ληφθεί γύρω στα 1930 και είναι του συγγραφέα, ιστορικού, λαογράφου και φωτογράφου Πέτρου Καλονάρου ο οποίος υπηρετούσε ως καθηγητής Γαλλικών στη Μεσσήνη. Μεταξύ των έργων του περιλαμβάνεται και “Το Χρονικόν του Μορέως, Το ελληνικόν κείμενον κατά τον κώδικα της Κοπεγχάγης μετά συμπληρώσεων και παραλλαγών εκ του Παρισινού”.
Η εκδοχή αυτή είναι και η μόνη που αναφέρεται στην Ιζαμπώ και το Κάστρο στο Νησί. Στη φωτογραφία δεξιά απέναντι από το κτίριο της Εθνικής Τράπεζας διακρίνεται η περίφημη οβάλ εξέδρα της Φιλαρμονικής