Δευτέρα, 07 Ιουλίου 2025 18:39

Η Μυκηναϊκή Πύλος (α’ μέρος)

Γράφτηκε από την

Η Μυκηναϊκή Πύλος (α’ μέρος)

 

Του Γιάννη Α. Μπίρη

Ο όρος «Μυκηναϊκός» Πολιτισμός προέρχεται από τις Μυκήνες στην Αργολίδα, την πρώτη αρχαιολογική θέση στην οποία εντοπίστηκε και ήταν ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του. Φυσικά η εποχή της ακμής του Μυκηναϊκού Πολιτισμού των Αχαιών, άφησε τα ίχνη της στις θέσεις όπου αναπτύχθηκε και εξαπλώθηκε. Εκτός από την Πελοπόννησο εξαπλώθηκε στην Κρήτη, όπου αντικατέστησε τον Μινωικό Πολιτισμό, στα νησιά του Αιγαίου, την Κύπρο, και την Ανατολική Μεσόγειο.

Στη νοτιοδυτική Μεσσηνία, όπου βασίλευσε η δυναστεία των Νηλειδών, διοικητικό κέντρο ήταν η Πύλος. Το όνομα Πύλος αναφέρεται για τρεις διαφορετικές πόλεις της περιοχής, σε διαφορετικές βέβαια εποχές. Πρώτη ήταν η μυκηναϊκή Πύλος στον λόφο του Άνω Εγκλιανού. Μετά την καταστροφή της, το 1100 π.Χ. περίπου, αναπτύχθηκε η Πύλος του Κορυφασίου, των κλασικών και ρωμαϊκών χρόνων.

Η σύγχρονη Πύλος, που χτίστηκε με ρυμοτομικά σχέδια των Γάλλων μηχανικών του εκστρατευτικού σώματος του στρατηγού N. J. Maison μετά το 1828-29, δεν έχει σχέση με τις προηγούμενες ομώνυμες, μυκηναϊκές πόλεις. 

Η ανάπτυξη της περιοχής πιθανώς οφείλεται στην πρώιμη ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας, ήδη από τα τέλη του 17ου αιώνα π.Χ. Αυτή έφερε και την αυξημένη εμπορική δραστηριότητα προς την ανατολική Μεσόγειο και την Κρήτη. Αυτή η συνάντηση των δύο πολιτισμών, του Μινωικού και του Μυκηναϊκού οδήγησε στην αλληλεπίδραση μεταξύ τους αλλά και τελικά στην κατάκτηση της Κρήτης από τους Μυκηναίους αργότερα.

Στον δρόμο Χώρας - Πύλου, τέσσερα χιλιόμετρα από τη Χώρα, δυτικά και δίπλα στο δρόμο, πάνω στον λόφο του Άνω Εγκλιανού, βρίσκεται το μυκηναϊκό ανάκτορο που αποδίδεται στον Νέστορα, με εξαιρετική θέα προς τον όρμο του Ναυαρίνου και της Βοϊδοκοιλιάς.

Ο λόφος του Άνω Εγκλιανού είχε κατοικηθεί από τη μεσοελλαδική εποχή (2000-1550 π.Χ.), ενώ το Ανάκτορο είχε χτιστεί πριν τον 15ο αιώνα πάνω στην ισοπεδωμένη κορυφή του λόφου και συμπληρώθηκε με μεγαλοπρέπεια, στην αρχή του 13ου π.Χ. αιώνα. Το ανακτορικό συγκρότημα αποτελούσαν πέντε κύρια κτήρια, ένα εργαστήριο, δύο μεγάλες αποθήκες κρασιού και δύο διώροφα κτήρια (νοτιοδυτικό και κεντρικό) που ήταν οι κύριοι χώροι κατοικίας, αλλά και το καθ’ αυτό Ανάκτορο.

Η πολυτέλεια, τα χρωματιστά επιχρίσματα, οι εξαιρετικές τοιχογραφίες και τα λαμπρά δάπεδα, ήταν επιβλητικά. Στο κεντρικό κτήριο υπήρχαν τα βασιλικά δωμάτια, η αίθουσα του θρόνου με την εστία και η αίθουσα του λουτρού με τη μοναδική, γι’ αυτήν την εποχή, ασάμινθο (=λουτήρας), που έχει βρεθεί στην ελληνική επικράτεια με σύστημα αποχέτευσης και δύο πιθάρια δίπλα της, που προφανώς περιείχαν νερό και αρωματικό λάδι για τον καθαρισμό και την περιποίηση του σώματος.

Τα ευρήματα αυτά αντιστοιχούν με την ομηρική περιγραφή της φιλοξενίας του Τηλέμαχου, στη ραψωδία γ της Οδύσσειας. Μετά τη διανυκτέρευση στο βασιλικό Ανάκτορο και την πρωινή θυσία στην Αθηνά της χρονιάρικης δαμάλας με τα χρυσωμένα κέρατα, η μικρή κόρη του Νέστορα, η Πολυκάστη, λούζει και περιποιείται τον Τηλέμαχο:

... τόφρα δὲ Τηλέμαχον λοῦσεν καλὴ Πολυκάστη,

Νέστορος ὁπλοτάτη θυγάτηρ Νηληϊάδαο.

αὐτὰρ ἐπεὶ λοῦσέν τε καὶ ἔχρισεν λίπ᾿ ἐλαίῳ,

ἀμφὶ δέ μιν φᾶρος καλὸν βάλεν ἠδὲ χιτῶνα,

ἔκ ῥ᾿ ἀσαμίνθου βῆ δέμας ἀθανάτοισιν ὁμοῖος:

πὰρ δ᾿ ὅ γε Νέστορ᾿ ἰὼν κατ᾿ ἄρ᾿ ἕζετο, ποιμένα λαῶν.

(Οδύσσεια, Ραψωδία γ: 464-469)

Στα δομικά υλικά του Ανακτόρου, κυριαρχούσαν η πέτρα και το ξύλο, ενώ είναι χαρακτηριστικά τα υπολείμματα των πίθων που μοιάζουν πολύ, με τα σχετικά σύγχρονα, κορωναίικα πιθάρια (ζωναράδικα). Τα σπαράγματα των τοιχογραφιών από το καλύτερα διατηρημένο ανάκτορο του τέλους της Εποχής του Χαλκού στην ηπειρωτική Ελλάδα, δείχνουν τη λαμπρότητά του.

Ο θρόνος του Άνακτος δεν βρέθηκε αφού ήταν φτιαγμένος από ξύλο και ελεφαντόδοντο και καταστράφηκε στη μεγάλη πυρκαϊά που σήμανε και την παρακμή του Ανακτόρου. Η ανακάλυψη του Ανακτόρου του Νέστορα, ξεκίνησε με μια πλούσια ανασκαφική δραστηριότητα του Carl Blegen σε συνεργασία με τον Κωνσταντίνο Κουρουνιώτη το 1939 και συνεχίστηκε το 1952. Ο μεγάλος αριθμός πινακίδων από πηλό που βρέθηκαν εκεί με κείμενα της μυκηναϊκής γραμμικής Β΄, βοήθησε σημαντικά στην αποκρυπτογράφηση της γραφής το 1952 από τον Άγγλο ερασιτέχνη γλωσσολόγο Michael Ventris, που είχε μαγευτεί από το μυστήριο της γραφής και σαν χόμπι αφιέρωνε σημαντικό χρόνο στο “σπάσιμο” του κώδικα της γραμμικής Β. Πάνω στις πινακίδες από φρέσκο πηλό, οι γραφείς του ανακτόρου κατέγραφαν κυρίως λογιστικά αποτελέσματα από την καθημερινή λειτουργία του.

Η αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β, πιστοποιήθηκε και από τον Carl Blegen με πινακίδες που έφερε στο φως το 1953 και αναφέρονται σύμφωνα με τον κώδικα των M. Ventris και J. Chadwick σε ti-ri-po-de (=τρίποδες).

Έτσι αποδείχτηκε η ελληνικότητα της γραμμικής Β΄ και βέβαια του συνόλου του μυκηναϊκού πολιτισμού. Με την αποκρυπτογράφηση της γραφής, έγινε δυνατή η αναγνώριση των λειτουργιών των διαφόρων χώρων του ανακτόρου κατά τον 14ο αιώνα π.Χ., δηλαδή τον αιώνα της μεγάλης του δόξας. Επειδή η καταστροφή του ανακτόρου αλλά και της γύρω πόλης ήταν βίαιη και συνοδεύτηκε από μεγάλη πυρκαϊά, έγινε δυνατή η τόσο καλή διατήρηση των εγγραφών των πήλινων πινακίδων της γραμμικής γραφής Β, αφού ο πηλός ψήθηκε και τα χαράγματα επάνω του έγιναν μόνιμα. Από ποιους και γιατί καταστράφηκε το ανάκτορο, δεν έχει ακόμα απαντηθεί. Επικρατούν δύο απόψεις: α) η πυρπόληση ήταν σύγχρονη με την κάθοδο των Δωριέων και έγινε από αυτούς ή β) αυτή έγινε σε κάποια πειρατική επιδρομή.

Η λαμπρότητα του Ανακτόρου το καθιστά ισάξιο με τις Μυκήνες και την Τίρυνθα, ενώ η διαφορά του από αυτές όπως και από άλλες μυκηναϊκές ακροπόλεις είναι η απουσία κυκλώπειας οχύρωσης.

Στα βορειοανατολικά του Ανακτόρου, εκατό περίπου μέτρα από αυτό και κάτω από τον περίβολο μιας αγροικίας, ευρίσκεται ένας θολωτός τάφος που άρχισε να ανασκάπτεται το 1953 και αναστηλώθηκε το 1957 από την Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία. Δυστυχώς όμως, ο τάφος βρέθηκε βάναυσα συλημμένος από την αρχαιότητα. Παρά τη σύλησή του, τα ευρήματα του (χρυσές γλαύκες, χρυσή σφραγίδα με τον φτερωτό γρύπα, χρυσό δακτυλίδι, σφραγιδόλιθοι κ.α.) μαρτυρούν τον αρχικό πλούτο του και τη σπουδαιότητα των 17 νεκρών που φιλοξένησε. Η λατρεία της γλαύκας, που ήταν διαδεδομένη στη μεσσηνιακή γη, μεταλαμπάδεύτηκε στην Αττική από τους απογόνους του Νηλέα μετά την καταστροφή του Ανακτόρου, έγινε έμβλημα για την Αθήνα και συνδέθηκε με τη λατρεία της Αθηνάς.

Η ανακάλυψη του Ανακτόρου στον λόφο του Άνω Εγκλιανού, κοντά στη Χώρα, έλυσε οριστικά αυτό το ζήτημα της θέσης της μυκηναϊκής Πύλου, αφού η ταύτιση πολλών στοιχείων του χώρου με τα αναφερόμενα στην Οδύσσεια και ειδικότερα στην γ΄ραψωδία (τα εν Πύλω), είναι εντυπωσιακή.

Η ανακάλυψη εκεί και του ασύλλητου τάφου του «Γρύπα Πολεμιστή» από τον Μάιο έως τον Οκτώβριο του 2015, έφερε και νέα δεδομένα που πιστοποιούν τη σπουδαιότητα της θέσης. Ο τάφος, που χρονολογείται γύρω στο 1450 π.Χ., δηλαδή πριν την ολοκλήρωση της λαμπρής τελικής φάσης του Ανακτόρου,   ανακαλύφθηκε από μια ερευνητική ομάδα με επικεφαλής τους αρχαιολόγους Τζακ Λ. Ντέιβις και Σάρον Στόκερ. Στο απόγειό του, τον 13ο αιώνα π.Χ., το Ανάκτορο αυτό είχε τον έλεγχο σε ολόκληρη τη Μεσσηνία. Τον 15ο αιώνα π.Χ., ο «Γρύπας Πολεμιστής» ήταν ένας μόνο από τους πολλούς ισχυρούς πολεμιστές που ανήλθαν στην εξουσία ανεξάρτητα στη Μεσσηνία.

Η ανασκαφή χρηματοδοτήθηκε από το Πανεπιστήμιο του Σινσινάτι. Τα ηλικίας 3.500 ετών πολύτιμα ευρήματα, κτερίσματα του τάφου του άνδρα ηλικίας 30-35 ετών που χρονολογείται περί το 1450 π.Χ., του πλουσιότερου προϊστορικού τάφου που έχει εντοπιστεί στην ηπειρωτική Ελλάδα τα τελευταία 75 χρόνια. Μερικά μόνο από τα ευρήματα από τον τάφο του Γρύπα Πολεμιστή είναι: το ξίφος του με περίτεχνη λαβή από ελεφαντοστό καλυμμένη με χρυσό σαν κέντημα, χάλκινα όπλα και αγγεία, χρυσά κι ασημένια κύπελλα, κατάλοιπα από μια χάλκινη πανοπλία και ένας σφραγιδόλιθος από αχάτη με λεπτομερή παράσταση μάχης ανάμεσα σε τρεις πολεμιστές, όπως εκείνες που περιγράφονται στα ομηρικά έπη.