Δευτέρα, 23 Ιουνίου 2025 21:07

Η Προϊστορική Μεσσηνία (γ΄ Μέρος)

Γράφτηκε από τον

Η Προϊστορική Μεσσηνία (γ΄ Μέρος)

Του Γιάννη Α. Μπίρη

Οι καταγεγραμμένες θέσεις της Νεολιθικής περιόδου στη Μεσσηνία είναι δώδεκα: ο Προφήτης Ηλίας και το Σπήλαιο του Νέστορα στο Πετροχώρι, τα Πλατάνια στον Χανδρινό, η Βίγλα, ο Άγιος Παντελεήμων στη Βάλτα, τα Νιχώρια στον Ριζόμυλο, η Τρούπα του Κόκορα στη Βελίκα, η Μισοράχη και το σπήλαιο Κουφιέρου στη Φλεσιάδα, το «Κάστρο» στην Καρδαμύλη, ο Άγιος Ηλίας στο Γλυκορρίζι και η ακρόπολη της Μάλθης.

Η Προϊστορική Ακρόπολη της Μάλθης.
Ενάμισι χιλιόμετρο δυτικά από το Βασιλικό, μια μικρή κοινότητα στον οδικό άξονα της βόρειας Τριφυλίας, Λουτρό - Καλό Νερό, βορειοδυτικά από το Μελιγαλά και το Ζευγολατιό, πάνω σε χαμηλό λόφο δίπλα στο δρόμο που οδηγεί στο χωριό Μάλθη, υπάρχει μια οχυρωμένη προϊστορική ακρόπολη και τα ερείπια του μεγαλύτερου και γνωστότερου μεσσηνιακού αγροτικού οικισμού που ξεκίνησε από τη νεολιθική εποχή.
Αυτά τα ερείπια αποκαλύφθηκαν από τον Σουηδό αρχαιολόγο Mattias Natan Valmin από το 1927 μέχρι το 1934, στη διάρκεια των ανασκαφών που έγιναν στη Μεσσηνία από τη Σουηδική Αρχαιολογική αποστολή. Τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας στο λόφο της Μάλθης ταυτίστηκαν από τον Valmin με το ομηρικό Δώριο και δημοσιεύτηκαν το 1938.
Ο Nattan Valmin και οι συνεργάτες του ταύτισαν τα προϊστορικά ερείπια στο λόφο της Μάλθης με το Δώριο, επειδή αυτός είναι και ο σημαντικότερος προϊστορικός οικισμός της περιοχής. Η σουηδική αποστολή διέκρινε 5 φάσεις στον οικισμό (Δώριο I-V): Η πρώτη φάση είναι αυτή της νεολιθικής εποχής μέχρι το 2500 π.Χ., η δεύτερη της πρωτοελλαδικής μέχρι το 2200 π.Χ. Ακολουθούν οι δυο φάσεις της μεσοελλαδικής εποχής, η αρχαιότερη το 2200-2000 π.Χ. και η νεώτερη το 2.000-1800π.Χ. Η πέμπτη φάση του οικισμού είναι η υστεροελλαδική ή μυκηναϊκή εποχή που όπως φαίνεται από τα ευρήματα της ανασκαφής στη Μάλθη διήρκεσε περισσότερο από ότι αλλού, αφού ξεκίνησε πρώιμα γύρω στο 1.800π.Χ. και τελείωσε πιο αργά, γύρω στο 1.000 π.Χ. Ομως από τη συστηματική μελέτη της κεραμικής προέκυψε ότι ο οικισμός είναι νεότερος απ' ό,τι αρχικά υπέθεσε ο N. Valmin και δημιουργήθηκε στην αρχή της μεσοελλαδικής εποχής (2200-2000 π.Χ.).
Στην τέταρτη φάση του οικισμού, δηλαδή στη νεότερη μεσοελλαδική φάση σημειώθηκε και η μεγαλύτερη ακμή του οικισμού. Τότε τοποθετείται και η κατασκευή του μεγάλου οχυρωματικού περιβόλου. Αυτός ο ωοειδής οχυρωματικός περίβολος που έχει μήκος πάνω από τετρακόσια μέτρα περικλείει το σύνολο σχεδόν των κτισμάτων του τότε οικισμού. Το πάχος του τείχους στη νότια πλευρά του περιβόλου είναι από 0,90 μέχρι 1,20 μέτρα. Πολλά από τα σπίτια, αψιδωτά και ορθογώνια, είναι χτισμένα στην εσωτερική πλευρά του οχυρωματικού τείχους και το χρησιμοποιούσαν σαν έναν από τους τοίχους τους. Ετσι η οχύρωση γινόταν πιο ισχυρή αφού οι θύλακες άμυνας ήταν μικρά αυτοδύναμα χτίσματα που ήταν χώροι κατοικίας ή αποθήκες του οικισμού.
Ανάμεσα στα σπίτια ή και μέσα σε αυτά, κάτω από τις πλάκες των δαπέδων τους ή κοντά στους τοίχους και τις γωνίες τους, βρέθηκαν και περίπου πενήντα μικροί, πενιχρά κτερισμένοι λακκοειδείς και κιβωτιόσχημοι τάφοι. Ο ενταφιασμός στους χώρους κατοικίας είναι ένα δείγμα της προγονολατρίας και της ηρωολατρίας που επικρατούσε μέχρι και τη μεσοελλαδική περίοδο στη Μεσσηνία.
Στο κέντρο του οικισμού που βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο του λόφου υπήρχαν τα μεγαλύτερα και τα πιο επίσημα κτήρια, που απ’ ό,τι φαίνεται μπορεί να περιβάλλονταν από ένα δεύτερο οχυρωματικό τείχος που σχημάτιζε έτσι τη σχετικά υπερυψωμένη ακρόπολη. Στο κέντρο της ακρόπολης εντοπίζονται τα ίχνη ενός ευρύχωρου κτηρίου σχήματος Π με το άνοιγμά του στα ανατολικά. Στη μέση αυτού του κτηρίου είναι εμφανής η βάση ενός ξύλινου(;) κίονα που πρέπει να στήριζε τη στέγη. Κοντά στο δυτικό τοίχο του, υπάρχει η βάση ενός βωμού ή εστίας που είναι στρωμένη με χοντρές πλάκες και αφορίζεται από το δάπεδο με καμπύλο κράσπεδο από “όρθιες” πέτρες. Το κτίσμα στα νότια και τα δυτικά έχει και 11 μικρά συνεχόμενα δωμάτια που πρέπει να ήταν τα ιδιαίτερα διαμερίσματα του ιερού ή του παλατιού του ηγεμόνα του μεσοελλαδικού αλλά και του κατοπινού μυκηναϊκού οικισμού.
Ενα ανάλογο συγκρότημα μικρών δωματίων με ένα μεγαλύτερο όπου εντοπίζονται οι βάσεις για τέσσερις ξύλινους(;) κίονες, βρίσκεται λίγο χαμηλότερα στα ανατολικά και νότια του περιβόλου και μπορεί και αυτό να αποτελούσε το «μέγαρο» του μυκηναίου τοπικού ηγεμόνα.
Η οχυρή εγκατάσταση στη Μάλθη έχει ιδιαίτερη αξία, αφού αποτελεί μια οικιστική θέση με αγροτικό χαρακτήρα από τη νεολιθική μέχρι και το τέλος της μυκηναϊκής εποχής, με εμφανείς αλλαγές από την εναλλαγή των κατοίκων της.

Το σπήλαιο του Κουφιέρου
Το σπήλαιο του Κουφιέρου της Τριφυλίας είναι ένας πολύ περίεργος και μυστηριακός τόπος. Κατοικήθηκε από την Νεολιθική εποχή, τουλάχιστον από την 5η χιλιετία π.Χ. ίσως και παλαιότερα. Η χρήση του ήταν συνεχής από την Μυκηναϊκή εποχή έως τουλάχιστον και τον ύστερο μεσαίωνα. Το σπήλαιο βρίσκεται πάνω στο ομώνυμο βουνό Κουφιέρος, στην ενδοχώρα της Τριφυλίας, απέναντι από το χωριό Παλαιό Λουτρό (Αληκοντούζι). Είναι μια σπηλιά, μια μεγάλη τρύπα πάνω στον βράχο. Στο εσωτερικό της σπηλιάς υπήρχε μεγάλη στοά, που σήμερα είναι καλυμμένη από πέτρες. Στη βάση του βράχου υπάρχει πλούσια πηγή νερού.
Σ’ αυτό το σπήλαιο εντοπίστηκαν ίχνη κατοίκησης τουλάχιστον από την τελική Νεολιθική εποχή στη Μεσσηνία. Η κατοίκηση και η χρήση του σπηλαίου πιστοποιήθηκε από την ανεύρεση σε αυτό και στον περιβάλλοντα χώρο τμημάτων κεραμικών αγγείων κάτι που επιβεβαιώνει, μετά την ανάλυση των ευρημάτων, την ανθρώπινη παρουσία τουλάχιστον από το τέλος της Νεολιθικής εποχής, δηλαδή από το 4500 π.Χ. έως το 3200 π.Χ, ίσως και παλαιότερα. Τότε, το σπήλαιο του Κουφιέρου είναι πιθανό να χρησίμευε ως κατάλυμα για τους πρώτους, νομάδες κτηνοτρόφους κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού αφού το σπήλαιο βρίσκεται σε μια κατάφυτη περιοχή της ορεινής Μεσσηνίας, κοντά σε πλούσιες πηγές νερού.
Το 1983, στο σπήλαιο διενεργήθηκαν ανασκαφικές έρευνες (Zachos 1987). Οι εστίες φωτιάς που βρέθηκαν επάλληλα στα διάφορα στρώματα του εδάφους του σπηλαίου, τα παρακείμενα υπολείμματα τροφών, τα καλοδουλεμένα οστέινα εργαλεία ή αυτά από οψιανό και πυριτόλιθο και βέβαια μαζί με την κεραμική, η οποία εκτός από τη διακοσμημένη περιλαμβάνει και κεραμική καθημερινής χρήσης κυρίως για αποθηκευτικά αγγεία υποδηλούν τη χρήση του σπηλαίου από τους ανθρώπους για μεγάλα χρονικά διαστήματα από τη Νεολιθική εποχή.
Το σπήλαιο επαναχρησιμοποιήθηκε και αργότερα. Σ’ αυτό εντοπίστηκαν κεραμικά ευρήματα που ανήκουν στη Μυκηναϊκή εποχή και που δείχνουν τη χρησιμοποίηση του σπηλαίου και για λατρευτικούς σκοπούς και μετά από το 2000 π.Χ.

Αυτή η λατρευτική χρήση του σπηλαίου συνεχίστηκε και στις επόμενες εποχές. Σύμφωνα με την παράδοση, εκεί υπήρχε αρχαίος Ναός από τον οποίο δεν σώζεται τίποτα ενώ σήμερα μέσα στο σπήλαιο υπάρχει ο μικρός Ναός των Αγίων Αναργύρων. Εκεί, κάτω από νεότερα επιχρίσματα σώζονται τοιχογραφίες της βυζαντινής εποχής.

Βιβλιογραφία
N. Valmin, The Swedish Messenia Expedition, Lund 1938.
Zachos K. (1987).