Την απάντηση σε αυτό το αμφιλεγόμενο ερώτημα νομίζω ότι την δίνει με δυο καταγεγραμμένες αργότερα απαντήσεις του ο ίδιος ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης. Συγκεκριμένα: Όπως αναφέρεται στο παράρτημα της εφημερίδας «ο Δήμος» της Πάτρας, στις 25 Φεβρουαρίου του 1869, όταν ο Ανδρέας Καλαμογδάρτης, ρώτησε τον Πετρόμπεη για τον Καποδίστρια, μία ημέρα μετά την επίσκεψή του στον Όθωνα για την ενηλικίωση του νεαρού βασιλιά το 1835, «ήκουσε παρ’ αυτού, φρικτάς βλασφημίας κατά του υιού και του αδελφού του ως δολοφονησάντων τον Σωτήρα της Ελλάδος».
Ο Δημήτριος Δημητρακάκης αναφέρει στα απομνημονεύματά του ότι το 1840, στο σπίτι του Πύρρου του Θετταλού, που ήταν φίλος των Μαυρομιχαλαίων και ιδιαίτερα του Γιωργάκη Μαυρομιχάλη, του φυσικού αυτουργού της δολοφονίας του Καποδίστρια, ο Πετρόμπεης απάντησε στον Πύρρο που κατέκρινε τον Καποδίστρια:
«Δεν τα μετράς καλά φιλόσοφε! Ανάθεμα στους Αγγλο-Γάλλους που ήσαν η αιτία κ’ εγώ έχασα τους δικούς μου και το έθνος έχασε έναν άνθρωπο που δε θα τονέ ματαβρή και το αίμα του με παιδεύει ως σήμερα».
Όμως θα ήταν μεγάλη βλασφημία για τους Μαυρομιχαλαίους αν κάποιος τους χαρακτήριζε ιδιοτελείς και ότι στα κίνητρά τους για τη δολοφονία του Καποδίστρια ήταν εκτός των άλλων και για τα μέτρα του κατά της πειρατείας. Τα κίνητρά τους ήταν σαφώς πολιτικά. Ενδεχομένως παρασύρθηκαν. όπως και πολλοί άλλοι από τους Άγγλους και τους Γάλλους.
Αν δεχθούμε ότι η διαθήκη ενός μελλοθανάτου είναι το κείμενο της αλήθειας του, τότε θα πρέπει να δεχθούμε ότι λέει ο ίδιος ο Μπεηζαντές, ο Γιωργάκης Μαυρομιχάλης στη διαθήκη του που έγραψε στο Παλαμήδι την τελευταία βραδιά της ζωής του λίγες ώρες πριν εκτελεσθεί:
«... επίσης δε δέομαι θερμώς και των τριών φιλανθρώπων δυνάμεων, αίτινες έχυσαν τόσον αίμα, και τόσας άλλας πολυειδείς θυσίας υπέρ της Ελλάδος έκαμαν να μη ανεχθούν επομένως και ακολούθως να δουλωθεί από κανένα άνθρωπον, αλλά να την υπερασπίζωνται....»
Εδώ σαφώς ο Γιωργάκης Μαυρομιχάλης επικαλείται τις μεγάλες δυνάμεις που φαίνεται ότι κυριαρχούν στα πιστεύω του και μέμφεται τον Καποδίστρια που τον θεωρεί τύραννο.
Η παράθεση των γεγονότων δείχνει το βαρύ κλίμα που επικρατούσε τότε στη Μάνη. Η άρνηση του Καποδίστρια για την επιλογή ως βασιλιά της Ελλάδος του πρίγκιπα Λεοπόλδου που υποστηριζόταν από τις μεγάλες δυνάμεις, θεωρήθηκε ιδιοτελής. Ο χαρακτηρισμός «τύραννος» ακουγόταν όλο και πιο συχνά για τον Κυβερνήτη. Οι Μαυρομιχαλαίοι μετά το πρόστιμο των 50.000 φράγκων του λειοδικείου, ζούσαν αναγκαστικά στο Ναύπλιο. Ο Πετρόμπεης ήταν υπό επιτήρηση ενώ, οι Τζανής Μαυρομιχάλης και ο γιος του Κατσάκος ήταν φυλακισμένοι.
Πέντε χιλιάδες Μανιάτες με επικεφαλής τον Κωνσταντή Μαυρομιχάλη είχαν ξεσηκωθεί ζητώντας «ελευθεροτυπία και σύνταγμα». Ο Πετρόμπεης ζήτησε από τον Καποδίστρια να του επιτρέψει να πάει στη Μάνη για να ηρεμήσει τα πνεύματα. Τελικά, παρά την άρνηση του Καποδίστρια, ο Πετρόμπεης πήγε στη Μάνη και ο Καποδίστριας έστειλε ξοπίσω του τον Κανάρη. Κι ενώ οι Μαυρομιχαλαίοι, ο Πετρόμπεης κι ο Κωνσταντής, τον εμπιστεύθηκαν και πήγαν στο πλοίο του, αυτός με δόλιο τρόπο, σήκωσε άγκυρα και τους πήγε στο Ναύπλιο. Μόλις έμαθε τα συμβάντα ο Καποδίστριας εξοργίστηκε με τον Κανάρη, φοβούμενος τις μανιάτικες αντιδράσεις. Παρ’ όλα αυτά όμως, ο Πετρόμπεης φυλακίστηκε στο Ίτς Καλέ κι ο Κωνσταντής μπήκε υπό επιτήρηση.
Την ίδια στιγμή, από την Ύδρα ο Λάζαρος Κουντουριώτης έταζε 1000 βενετικά φλουριά σε όποιον σκότωνε τον Κυβερνήτη! Το κλίμα ήταν βαρύ για τον Καποδίστρια. Η ασυμβίβαστη στάση του εξόργιζε ακόμα περισσότερο τους εχθρούς του. Μετά από μικροαπόπειρες δηλητηρίασής του, η δολοφονία έγινε τελικά με εμφατικό τρόπο, από τους πιο επώνυμους Μαυρομιχαλαίους.
Λες και δεν μπορούσαν να βάλουν έναν ή δυο ανθρώπους τους να τον σκοτώσουν. Πίστευαν όμως λανθασμένα, ότι εκφράζουν το λαϊκό αίσθημα. Την Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου, μπροστά στον Άγιο Σπυρίδωνα στο Ναύπλιο, έγινε ο φόνος.
Η προσπάθεια του Καποδίστρια να καταπολεμήσει την πειρατεία και μέσα από τη δημιουργία ειδικών δικαστηρίων, των λειοδικείων, όπου οδηγήθηκαν και οι Μαυρομιχαλαίοι, φαίνεται πως ήταν ένας από τους βασικούς λόγους της δολοφονίας του.
Οι Μαυρομιχαλαίοι κρίθηκαν ένοχοι ότι χρωστούσαν το υπέρογκο ποσό για την εποχή των 50.000 φράγκων. Η συνέχεια είναι, όπως γνωρίζουμε, τραγική.
«O Καποδίστριας, επιδιώκων την συγκρότησιν ευνομουμένου κράτους, ήθελε να θέση τέρμα εις τας κεντρόφυγας τάσεις των αρειμανίων καπετανέων της Μάνης. Ήτο δε αναπόφευκτον να δημιουργήση τους πρώτους εχθρούς μεταξύ των Μαυρομιχαλαίων, οι οποίοι, εκδικούμενοι την θιγείσαν φιλοτιμίαν των, έφθασαν την Κυριακήν της 27ης Σεπτ. 1831 μέχρι του κατωφλίου του ναού του Αγίου Σπυρίδωνος».
Το τελικό “βόλι” επομένως από αυτή την παραδοσιακή δραστηριότητα της κλειστής κοινότητας των Μανιατών, ήταν αυτό που δόθηκε στον Ιωάννη Καποδίστρια. Το ίδιο βόλι όμως σήμανε και το τέλος της μανιάτικης πειρατείας, που δεν μπορούσε παρά να γραφτεί με αίμα.