Γρήγοροι καθημερινοί ρυθμοί, τεχνητή νοημοσύνη, τεχνολογική επανάσταση, ημιμάθεια, παραπληροφόρηση, βία και ατελείωτες υποχρεώσεις είναι λίγα από τα πολλά βιώματα ενός νέου σήμερα. Αυτά ακριβώς είναι και κάποιες από τις αφορμές που προκαλούν σε εμάς, τους νέους, ερωτήματα τα οποία πολλές φορές μένουν αναπάντητα, θυσιασμένα στον βωμό της κρατικής και γονικής αδιαφορίας.
Μια συνομιλία με έναν πνευματικό ταγό σου δίνει τη δυνατότητα να καταλάβεις την αναγκαιότητα ενός πνευματικού «φάρου» ενάντια στην τρικυμία του διαδικτύου και των ασθματικών ρυθμών της καθημερινότητας. Με ακριβώς αυτό το νεανικό ερέθισμα αναδεικνύεται η ανάγκη συνομιλίας με τοπικούς, διακεκριμένους και αξιόλογους ανθρώπους, που όχι μόνο συμβάλλουν στη συνομιλία με τη «νέα» φωνή της πόλης, αλλά διεκδικούν και υποδεικνύουν εμπράκτως πως διαθέτουν το επιβεβλημένο πλαίσιο να γεφυρώσουν αυτό το χάσμα των νέων με εργαλεία την πνευματικότητα και την ικανότητά τους για διάλογο.
Επομένως, λόγω ακριβώς αυτής της ανάγκης, δημιουργούνται, υπό την αιγίδα της εφημερίδας μας, οι κατάλληλες προϋποθέσεις για να υλοποιηθεί η ανάγκη ως αποτυπωμένη στο χαρτί πράξη!
Εκ μέρους της εφημερίδας, αλλά και προσωπικά, ευχαριστώ θερμά τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Χρυσόστομο για αυτή την ποιοτική συζήτηση, με φόντο όλους εμάς τους νέους. Ανοικτός στο να ακούσει διαφορετικές απόψεις στα πλαίσια της συνομιλίας μας, τοποθετήθηκε με πλούσιο πνευματικό, θεωρητικό και φυσικά θρησκευτικό υπόβαθρο. Αναμφίβολα οι απαντήσεις του αποτέλεσαν το εφαλτήριο για σκέψη και προσωπική αναζήτηση, καθώς ανταποκρίθηκε σε κάθε ερώτημα.
- Ποιο πιστεύετε ότι είναι το χαρακτηριστικό των νέων σήμερα;
Έχουν έναν αυθορμητισμό. Επιπλέον, τους χαρακτηρίζει μια ταχύτητα ως προς τις αποφάσεις που παίρνουν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι λειτουργούν πάντοτε εις βάρος της νεότητάς τους. Ίσως η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ίσως η καλή χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών, ίσως οι παραστάσεις τις οποίες προσλαμβάνουν μέσα από το κοινωνικό γίγνεσθαι, τους δίνουν αυτή τη δυνατότητα της βιασύνης και του αυθορμητισμού, που είναι πολλές φορές δυναμική στη ζωή και που κάποιες φορές λειτουργεί υπέρ τους, άλλες όμως φορές τους οδηγεί σε λανθασμένης αποφάσεις και κινήσεις.
- Η εκπαίδευση αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο στην διαμόρφωση της προσωπικότητας των νέων. Θα προτείνατε κάποια πρωτοβουλία ή αλλαγή, η οποία θα μπορούσε να συμβάλλει στην ενίσχυση του εκπαιδευτικού συστήματος;
Πράγματι, η εκπαίδευση αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της κοινωνίας. Γι’ αυτό και ο κατεξοχήν σκοπός της εκπαίδευσης δεν είναι μόνο να δίνει στείρες γνώσεις στους ανθρώπους – και στους νέους ανθρώπους κυρίως – αλλά να συμβάλλει και στη διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης προσωπικότητος.
Εάν υπήρχαν τα παλαιά εκπαιδευτικά συστήματα, θα βλέπατε ότι υπήρχε μια ισορροπία μεταξύ της διαμόρφωσης του χαρακτήρα του μαθητού και του επιπέδου απόκτησης γνώσεων. Σήμερα νομίζω ότι αυτό το σχήμα είναι ετεροβαρές. Τα παιδιά παίρνουν περισσότερες γνώσεις, τις οποίες πολλαπλασιάζουν, πολλές φορές ανεξέλεγκτα, μέσα από το διαδίκτυο αλλά δεν αναπτύσσονται ανάλογα και ως προς την άλλη διάσταση της ζωής τους, την οποία θα χαρακτήριζα ψυχική, πνευματική.
Γι’ αυτό και βλέπουμε πως υπάρχει μια ανισορροπία ως προς τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσονται οι νέοι άνθρωποι. Είναι αποδοτικότεροι σε αυτό που χαρακτηρίζουμε γνώση, είναι όμως λιγότερο αποδοτικοί σε αυτό που ονομάζεται παιδεία· και παιδεία σημαίνει παιδεύω και καθοδηγώ τον εαυτό μου και τη ζωή μου, ώστε να γίνω σωστός και ολοκληρωμένος.
Άρα, λοιπόν, πρέπει να φτιαχτεί ένα τέτοιο σύστημα εκπαίδευσης που να εξυπηρετεί και τις δύο διαστάσεις των νέων ανθρώπων.
- Η Μητρόπολή μας κάθε χρόνο προσφέρει πληθώρα υποτροφιών ενώ παράλληλα παρέχει διαρκή οικονομική ενίσχυση σε αρκετούς νέους μαθητές και φοιτητές. Θα μπορούσατε να μας πείτε λίγα λόγια για αυτό;
Ήταν μία πρωτοβουλία που ανέπτυξα από την πρώτη στιγμή που ήρθα στη Μητρόπολη, δηλαδή εδώ και περίπου 18 χρόνια, γιατί θεωρώ ότι είναι επένδυση στους νέους ανθρώπους. Είναι μια επένδυση στο μέλλον, και ο τόπος μας έχει ανάγκη από μορφωμένους και καταρτσμένους νέους, οι οποίοι θα είναι χρήσιμοι για τη μελλοντική πορεία της πόλης μας, του νομού μας και της πατρίδας μας. Έτσι λοιπόν, ενισχύοντας ανθρώπους να κάνουν τις σπουδές τους με έναν τρόπο αξιοπρεπή, νομίζω ότι τους βοηθούμε ώστε να είναι αύριο, ως ακαδημαϊκοί πολίτες, χρήσιμοι για την ανάπτυξη και την ευημερία αυτού του τόπου.
- Πώς βλέπετε την στάση των νέων απέναντι στην Εκκλησία στην σύγχρονη εποχή;
Δεν νομίζω πως οι σχέσεις των νέων ανθρώπων με την Εκκλησία σήμερα είναι τόσο αρνητικές και τόσο απογοητευτικές όσο ήταν στο παρελθόν. Οι νέοι έχουν καταλάβει ότι η Εκκλησία δεν διεκδικεί τίποτα από αυτούς. Έχουν καταλάβει ότι η Εκκλησία μπορεί να τους δώσει και να τους βοηθήσει σε πολλά πράγματα.
Έχουν πλέον αντιληφθεί ότι αυτό που αντιμετωπίζεται καχύποπτα, δηλαδή ότι η Εκκλησία χαρακτηρίζεται από έναν συντηρητισμό, δεν υφίσταται. Γι’ αυτό και πλέον, στο εκκλησίασμα — τουλάχιστον εδώ στην πόλη της Καλαμάτας — ένα μεγάλο ποσοστό είναι νέοι άνθρωποι. Ίσως να μην διεκδικούν μια άμεση σχέση με το ιερατείο και με τα λειτουργικά “δρώμενα” μέσα στην Εκκλησία, αλλά η παρουσία τους είναι αισθητή.
Επιπλέον, νομίζω ότι αυτό είναι ένα πολύ καλό στοιχείο, ένα επίπεδο για να μπορέσουμε να δώσουμε στους νέους να καταλάβουν ότι ο σκοπός της Εκκλησίας μέσα σε μια ανθρώπινη κοινωνία δεν είναι να κάνει παπάδες ή καλόγερους, αλλά ο σκοπός και ο ρόλος της Εκκλησίας μέσα σε μια ανθρώπινη κοινωνία είναι να την κάνει ακόμη πιο ανθρώπινη προσφέροντας στους νέους ανθρώπους πρότυπα ζωής.
- Τί πρωτοβουλίες έχει αναλάβει η Μητρόπολη για να πλησιάσει περισσότερο τους αποστασιοποιημένους από αυτή νέους;
Καταρχήν, δεν νομίζω πως η Εκκλησία πρέπει να κάνει κάτι συγκεκριμένο για να προσελκύσει τους νέους. Δεν κάνουμε προσηλυτισμό. Δεν δημιουργούμε οπαδούς. Η Εκκλησία έχει να δείξει έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής και ύπαρξης μεταξύ των ανθρώπων, τον οποίο οι νέοι άνθρωποι πρέπει να “διδαχθούν”. Εάν το επιθυμούν και το θέλουν, μπορούν να έρθουν στην Εκκλησία, να το μάθουν, να το γνωρίσουν και να το εφαρμόσουν στη ζωή τους.
- Τα κατηχητικά, οι κατασκηνώσεις και οι ενοριακές δραστηριότητες εξακολουθούν να έχουν απήχηση;
Θεωρώ πως είναι ξεπερασμένα κάποια μοτίβα κατηχήσεως και κατασκηνώσεων τα οποία λειτουργούν με μία μέθοδο σχολικής νοοτροπίας, διότι κανείς σήμερα δεν έχει ανάγκη την κατασκήνωση ούτε την ανάγκη να κατηχηθεί σαν να πηγαίνει σε ένα σχολείο. Ίσως αυτή είναι κυρίως και η αποτυχία του κατηχητικού σχολείου. Ταυτίστηκε με μία νοοτροπία σχολείου.
Αυτό που πρέπει να προσφέρουν οι κατασκηνώσεις σήμερα και οι συναντήσεις με τους νέους ανθρώπους είναι ο διάλογος και μέσα από αυτόν η οικοδόμηση σχέσεων ισορροπημένων και ανθρώπινων. Εάν ο λόγος δεν γίνει εποικοδομητικός προς αυτήν την κατεύθυνση δεν μπορεί να είναι σωστικός κυρίως για τους νέους.
Ο νέος ζητά απαντήσεις σε ερωτήματα ζωτικά γι’ αυτόν και η Εκκλησία πρέπει να έχει λόγο διδακτικό και εποικοδομητικό «παντί τω αιτούντι» και όχι καταγγελτικό.
- Θεωρείτε πως η Εκκλησία κατανοεί πραγματικά τις ανάγκες των νέων;
Σήμερα, αυτό το οποίο έχει ανάγκη κυρίως ο νέος είναι ο διάλογος· το να μπορεί, δηλαδή, να βρει έναν άνθρωπο να διαλεχθεί μαζί του με ειλικρίνεια, τιμιότητα, αυθεντικότητα και να πάρει κάποιες απαντήσεις σε ερωτήματα που τον απασχολούν. Και νομίζω πως ακριβώς αυτά τα ερωτήματα των νέων είναι πάρα πολύ σημαντικά και θα έλεγα προκλητικά πολλές φορές, δεν μπορούν όμως να μένουν αναπάντητα, όταν μάλιστα αφορούν το μέλλον και την πορεία της ζωής τους.
Οι νέοι σήμερα δεν είναι ίδιοι με αυτούς της δεκαετίας του ’60, του ’70 ή του ’80. Είναι οι νέοι του 21ου αιώνα, όπου οι προσλαμβάνουσες παραστάσεις τους είναι περισσότερες από αυτές που αντέχουν να διαχειριστούν. Κι αν δεν τους καθοδηγήσουμε σωστά, τότε θα γίνουν μέρος αυτών των προσλαμβανουσών παραστάσεων και θα είναι όργανα αυτών, αντί οι ίδιοι να τις χειρίζονται.
Οι γενικές συμβουλές και «συνταγές» ή το ρητό και το δίδαγμα έχουν σήμερα πλέον παρέλθει. Οι νέοι σήμερα ζητούν συγκεκριμένες προτάσεις γι’ αυτό και πρέπει να διαλεγόμεθα μαζί τους εξατομικευμένα και εξειδικευμένα.
- Τί συμβουλή θα δίνατε στους νεότερους και έφηβους ανθρώπους, οι οποίοι έρχονται αντιμέτωποι με νέα δεδομένα είτε λόγω της τεχνητής νοημοσύνης είτε του γενικότερου ρυθμού της καθημερινότητάς τους;
Νομίζω ότι αυτό το οποίο έχουν περισσότερο ανάγκη οι νέοι σήμερα είναι να αποκτήσουν «φίλτρα», με τα οποία θα μπορούν να αξιολογούν και να αποδέχονται ή να απορρίπτουν όλες τις πληροφορίες που λαμβάνουν. Υπάρχουν πάρα πολλές πληροφορίες, τις οποίες παίρνουν από διάφορες πηγές, αλλά δεν ξέρω αν έχουν αποκτήσει ακόμη το αισθητήριο και το κριτήριο, με το οποίο θα μπορέσουν να επιλέξουν τι τους είναι χρήσιμο και τι αναγκαίο.
Είναι μια επιλογή που μόνο ο ίδιος ο νέος μπορεί να κάνει. Κάθε επιλογή όμως έχει ένα ρίσκο· μπορεί να είναι πετυχημένη ή αποτυχημένη. Θα το «πληρώσει» είτε θετικά είτε αρνητικά, όμως μέσα από αυτή την εμπειρία της επιλογής θα αποκτήσει γνώση και θα μπορέσει να προχωρήσει.
- Με αφορμή την ραγδαία ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης σε όλους τους τομείς, πιστεύετε ότι η Εκκλησία μπορεί και πρέπει να αξιοποιήσει τέτοιες τεχνολογικές εξελίξεις στο πνευματικό και ποιμαντικό της έργο;
Θεωρώ ότι η τεχνητή νοημοσύνη είναι μια υπερτιμημένη θεώρηση μιας μορφής τεχνολογίας. Είναι χρήσιμη ως προς τις πληροφορίες που μπορεί να παρέχει, αλλά είναι εξαιρετικά επικίνδυνη χωρίς τα αξιοκρατικά και αξιολογικά κριτήρια χρήσης αυτών των πληροφοριών.
Βεβαίως, αναφύεται το μεγάλο ερώτημα: «Ποια είναι η σχέση της Εκκλησίας με την τεχνητή νοημοσύνη;». Η Εκκλησία, κατ’ αρχάς, δεν είναι ένας επιστημονικός χώρος όπου μπορείς να πάρεις την οποιαδήποτε γνώση και να την εφαρμόσεις. Η Εκκλησία είναι ένας τρόπος ζωής και ύπαρξης, μέσα στον οποίο εδραιώνεται η ελευθερία και διαμορφώνεται συνολικά μια συνείδηση — όχι μόνο εκκλησιαστική, αλλά κοινωνική και ανθρώπινη.
Δεν γνωρίζω αν αυτή ακριβώς τη συνείδηση μπορεί η τεχνητή νοημοσύνη να την προσφέρει. Εάν μπορούσε, κάτι το οποίο κατά τη γνώμη μου είναι αδύνατο, τότε θα έπρεπε να τεθούν ασφαλιστικές δικλείδες ηθικότητας και ανηθικότητας, ορθότητας και μη ορθότητας, λογικής και μη λογικής. Ποιος όμως θα ορίσει αυτές τις δικλείδες;
Για την Εκκλησία, το υπόβαθρο είναι η πίστη — η πίστη ως μια περιγραφική και βιωματική διαδικασία της σχέσης του ανθρώπου με τον Θεό και εμπιστοσύνης του ανθρώπου προς τον Θεό. Θα μπορέσει η τεχνητή νοημοσύνη να καθορίσει, να οριοθετήσει και να περιγράψει αυτή τη σχέση; Νομίζω πως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να το κάνει. Ακόμη όμως κι αν επιχειρηθεί κάτι τέτοιο, θα υπάρχουν παράμετροι που είτε θα πρέπει να γνωρίζουμε είτε, αν δεν τους γνωρίζουμε, θα πρέπει να τους δημιουργήσουμε μέσα από διάφορους αλγορίθμους, προκειμένου να καθορίσουμε το ορθόν ή μη ορθόν περί την πίστη.
Πώς λοιπόν θα οριστεί αν μια πίστη είναι ορθή ή όχι; Αν η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό είναι σωστή ή λανθασμένη; Επιπλέον, μέσα στη ζωή της Εκκλησίας αναπτύσσεται και μια άλλη μορφή σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων. Πώς θα καθοριστούν αυτές οι σχέσεις με βάση την τεχνητή νοημοσύνη;
Όταν, για παράδειγμα, αυτό που καθορίζει τη σχέση των ανθρώπων είναι η ελευθερία —όχι η ελευθερία ως δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε δύο ή τρεις καταστάσεις, αλλά η ελευθερία ως άνοιγμα προς τον άλλον, ως αποδοχή του άλλου— τότε υπεισέρχεται ο παράγοντας χρήσης αυτής της ελευθερίας. Ο τόπος χρήσης της ελευθερίας μου είναι το πώς αποδέχομαι τον άλλον, όχι το πώς τον θέλω εγώ ή πως τον κατανοώ. Η αντίληψη της ελευθερίας που βασίζεται στο «όπως θέλω εγώ» είναι λανθασμένη, καθώς εμπεριέχει μια χρησιμοθηρική διάθεση ή χρήση του άλλου, η οποία μπορεί να οδηγήσει στην ασυδοσία.
Η τεχνητή νοημοσύνη λοιπόν πού θα βάλει το όριο του ερωτήματος «πώς εγώ θα αποδεχθώ τον άλλον ακόμη και αγαπητικά ή ερωτικά;» Νομίζω ότι το ερώτημα για το αν η τεχνητή νοημοσύνη έχει σχέση με την Εκκλησία είναι ένα ευφυολόγημα, ένα επικίνδυνο «βεγγαλικό», και μη αποδεκτό.
Φυσικά, δεν μιλώ στο επίπεδο της παροχής πληροφοριών, γιατί αυτό είναι δεδομένο· σε κάθε επιστημονικό και γνωστικό χώρο υπάρχουν πληροφορίες. Το ερώτημά μου όμως είναι: Ακόμη και μέσα στη ζωή της Εκκλησίας, ποιος θα είναι αυτός που θα αξιολογήσει θετικά ή αρνητικά τις πληροφορίες αυτές; Και επιπλέον, με ποιον τρόπο θα χρησιμοποιηθούν;
- Ποια είναι η θέση της Εκκλησίας απέναντι στο ζήτημα των εκτρώσεων, ακόμη και αν η κύηση της γυναίκας έχει προέλθει από σεξουαλική κακοποίηση;
Η Εκκλησία έχει κάποια οριακά δεδομένα: τη ζωή και τον θάνατο. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο καταστάσεις κινείται όλη η διδασκαλία της σε σχέση προς τον άνθρωπο. Κανένας δεν μπορεί να θεωρήσει τον εαυτό του ότι είναι αίτιος ζωής και κανένας δεν μπορεί να θεωρήσει τον εαυτό του ότι μπορεί να προκαλέσει τον θάνατο.
Τα κοινωνιολογικά ζητήματα, τα οποία αναφύονται μέσα από μια μορφή εγκυμοσύνης, είτε μέσα από μία μορφή εκβιασμού είτε κάτι παρόμοιο, δεν είναι θέματα τα οποία μπορούν να απασχολήσουν την Εκκλησία. Αυτά είναι κοινωνιολογικά ζητήματα, τα οποία θα απασχολήσουν άλλες δομές και άλλους θεσμούς του κράτους.
Η Εκκλησία διδάσκει και κινείται μεταξύ του διπόλου ζωής και θανάτου. Κανένας, και για κανέναν λόγο, δεν έχει το δικαίωμα να αφαιρέσει ακόμα και τη ζωή ενός εμβρύου.
Επιπλέον, πρέπει να ξέρετε ότι η ζωή ενός ανθρώπου είναι μία μορφή σχέσεως· δεν είναι μια αυτονομημένη κατάσταση. Εάν υπάρχω, είναι γιατί υπάρχουν κάποιοι άλλοι για μένα. Έτσι λοιπόν, και στο ξεκίνημα της δικής μου ζωής, υπήρξαν κάποιοι άνθρωποι που είχαν κάποια σχέση μεταξύ τους, και γεννήθηκα εγώ.
Άρα, λοιπόν, κανένας δεν μπορεί να διεκδικήσει την απολυτότητα της διαχείρισης της ζωής μου ή της ζωής κάποιου άλλου. Αλλά ούτε και την δική μου ζωή δεν μπορώ να αυτοδιαχειριστώ, αλλά αυτό είναι ένα μεγάλο ζήτημα που δεν αναλύεται σε μια συνέντευξη.
- Ακούγεται συχνά η κριτική ότι στην Ελλάδα Εκκλησία και Πολιτεία δεν περιορίζονται στους διακριτούς ρόλους τους, αλλά επεμβαίνουν η μία στην άλλη· άλλοτε με την Εκκλησία να κατηγορείται για επιρροή σε πολιτικές αποφάσεις και άλλοτε με την Πολιτεία να χρησιμοποιεί την Εκκλησία για πελατειακές σχέσεις. Πώς απαντάτε σε αυτήν την κριτική;
Το θέμα των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας είναι ένα πλέγμα σχέσεων, το οποίο δεν έγινε in abstract (για μία στιγμή) και άρχισε να εφαρμόζεται. Είναι ένα σύστημα το οποίο διαμορφώθηκε από το 1833 περίπου ενώ λειτουργεί μέχρι και σήμερα. Μέσα σε αυτή τη διαμόρφωση των σχέσεων όντως υπάρχουν διακριτοί ρόλοι, αλλά υπάρχει και η συναλληλία, μόνο όμως στην Ελλάδα σε κανένα άλλο Κράτος δεν υπάρχει ένα τέτοιο σύστημα. Υπάρχουν άλλης μορφής συστήματα άλλα υπάρχουν παντού ρυθμισμένες οι σχέσεις Εκκλησίας/ες και Κράτους. Διακριτοί ρόλοι — τι σημαίνει αυτό; Δεν αναμιγνύομαι εγώ στα εσωτερικά του άλλου.
Δεν μπορεί να έρθει η Ελληνική Πολιτεία και να πει πώς θα εκλέξουμε εμείς τους μητροπολίτες μας, για παράδειγμα. Δεν μπορεί να έρθει η Πολιτεία και να μου πει πώς θα κάνω τη θεία λειτουργία μου. Δεν μπορεί να έρθει η Πολιτεία και να μου πει πώς θα εξομολογήσω ή πώς θα κατηχήσω τους ανθρώπους.
Όπως και η Εκκλησία δεν μπορεί να πει στην εκάστοτε Ελληνική Πολιτεία πώς θα κάνει τις εκλογές, ποιο εκλογικό σύστημα θα ακολουθήσει, ποιοι θα γίνουν κυβέρνηση, πώς θα πρέπει να κυβερνήσουν. Αυτό είναι ξεκάθαρο. Αυτό σημαίνει διακριτοί ρόλοι.
Η συναλληλία —είναι μια μορφή σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας που δημιουργήθηκε στο Βυζάντιο — τι σημαίνει;
Οι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας περιγράφονται συνάλληλα από ένα γεωμετρικό σχήμα: δύο κύκλους — τον κύκλο της Πολιτείας και τον κύκλο της Εκκλησίας — που σε κάποια στιγμή οι δύο αυτοί κύκλοι εφάπτονται.
Μέσα από αυτήν την επαφή επιτυγχάνεται το κοινό σημείο της συνάλληλης δράσης.
Για παράδειγμα, η θρησκευτική εκπαίδευση, η οποία είναι μέσα στο γενικότερο πλαίσιο εκπαίδευσης της Χώρας μας, δεν μπορεί να καθοριστεί μόνο από το Κράτος. Χρειάζεται συνταγματικά και η γνώμη της Εκκλησίας — τουλάχιστον μέχρι σήμερα. Εννοώ των Ορθόδοξων Εκκλησιών. Όχι ως προς το πώς θα διδάσκονται τα θρησκεύματα, δηλαδή παιδαγωγικά και διδακτικά, αλλά στο πώς θα είναι δομημένα τα προγράμματα και συγκροτημένα τα βιβλία διδασκαλίας των Θρησκευτικών.
Το ίδιο ισχύει για τον στρατό. Το ίδιο υπάρχει και σε αυτό που ονομάζεται η ηθική της κοινωνίας. Υπάρχει λοιπόν ένας κοινός χώρος — το σημείο επαφής των δύο κύκλων — όπου απαιτείται μια συνεργασία.
Αυτό σημαίνει συναλληλία, δηλαδή συναντίληψη Εκκλησίας και Πολιτείας.
Από εκεί και πέρα, το πώς κανείς μπορεί να ερμηνεύσει αυτό που διαμορφώνεται μέσα στο κοινό των δύο εφαπτόμενων κύκλων, είναι που δημιουργεί τα σημεία τριβής. Πάντως, κανένα προοδευτικό ή μη προοδευτικό σύστημα σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι αυτό το σχήμα υφίσταται.
Για να εξαλειφθεί αυτή η επαφή, θα πρέπει να αλλάξουν οι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας — δηλαδή, να γίνει συνταγματική αναθεώρηση του πλαισίου σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, αλλά αυτό δεν είναι θέμα της Εκκλησίας, είναι της Πολιτείας.
- Παρατηρείται ότι οι μουσουλμανικές κοινότητες φαίνεται να αυξάνονται και να οργανώνονται αποτελεσματικά σε πολλές χώρες, συχνά όχι ακολουθώντας χρηστά μέσα αλλά επεκτείνοντας την επιρροή τους με βία και μισαλλοδοξία. Ποια είναι η γνώμη σας για αυτή την απειλητική τάση και πως επηρεάζει την Ορθόδοξη Εκκλησία από τον κίνδυνο του φονταμενταλιστικού εξισλαμισμού;
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ζούμε σε έναν θρησκευτικά πλουραλιστικό χώρο. Αυτό σημαίνει ότι βρισκόμαστε σε έναν χώρο όπου συνυπάρχουμε. Συνυπάρχουμε με άλλα θρησκεύματα, με ανθρώπους άλλων εθνοτήτων, συνυπάρχουμε ως κοινωνικά πρόσωπα μέσα σε ένα μεγάλο κοινωνικό σύνολο.
Υπάρχει, λοιπόν, ένας πλουραλισμός, και για να συνυπάρχουμε ειρηνικά, τι πρέπει να κάνουμε; Πρέπει να βρισκόμαστε σε μία συνεχή διαλεκτική σχέση μεταξύ μας.
Εγώ δηλαδή συνδιαλέγομαι μαζί σου πάνω σε κοινού ενδιαφέροντος θέματα, χωρίς όμως να επιδιώκω να σου επιβάλλω τις δικές μου απόψεις — και εσύ τις δικές σου. Από τη στιγμή που μέσα σε μια διαλεκτική σχέση αρχίζουν και αναπτύσσονται τάσεις επιβολής της μίας γνώμης πάνω στην άλλη, τότε ξεκινάμε να μιλάμε για βία. Τότε ξεκινάμε να μιλάμε για φονταμενταλιστική αντίληψη.
Αυτό, λοιπόν — για να είμαι ξεκάθαρος — επιδιώκει να το κάνει μια ομάδα ισλαμιστών, όχι όλοι οι ισλαμιστές, οι εξτρεμιστές, οι οποίοι θεωρούν ότι με αυτόν τον τρόπο θα επιβληθούν είτε σε άλλες εθνότητες είτε σε άλλα θρησκεύματα. Όμως, με αυτόν τον τρόπο διαταράσσεται η έννοια της συνύπαρξης.
Έχει αποδειχθεί ότι όταν υπάρχει συνύπαρξη, δηλαδή ισορροπία και διάλογος, τότε τα πράγματα δεν οδηγούν στη βία. Κοιτάξτε, για παράδειγμα, τις ισορροπίες που έχουν δημιουργηθεί στην περιοχή της Θράκης, όπου συνυπάρχουν άτομα διαφορετικής θρησκευτικής απόχρωσης μέσα σε έναν κοινό τόπο — χριστιανοί και μουσουλμάνοι. Όταν τους αφήσουμε ελεύθερους, υπάρχει ειρηνική συνύπαρξη. Όταν όμως, έξωθεν προερχόμενοι παράγοντες, προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν τους μεν εναντίον των δε, τότε η συνύπαρξη αυτή παύει να είναι ειρηνική και οδηγεί σε τριβές.
Πρέπει να ξέρετε ότι οι θρησκείες, γενικά, στον αυθεντικό τους τρόπο ύπαρξης, είναι για να ενώνουν και όχι για να διαιρούν. Ένας θρησκευτικός φονταμενταλισμός — δηλαδή μια δράση — θα δημιουργήσει μια αντίδραση, η οποία θα οδηγήσει και σε ακραία πολιτικά μορφώματα, δηλαδή ακροδεξιές αντιλήψεις, ως αντίδραση.
Άρα, λοιπόν, σκοπός είναι να καλλιεργούμε και να εμπεδώνουμε τον διάλογο, ώστε να αποφεύγουμε τις θρησκευτικές διακρίσεις. Με τον τρόπο αυτό θα πετύχουμε ισορροπία και συνύπαρξη. Πότε; Όταν σεβόμαστε την ετερότητα και στηρίζουμε την διαφορετικότητα.
Η ετερότητα δεν είναι μόνο ένα κοινωνικό φαινόμενο, είναι και θρησκευτικό, και όπως μέσα σε μια κοινωνία έχει δικαίωμα ο μαύρος, ο κίτρινος, ο λευκός, έτσι έχει δικαίωμα ο χριστιανός, ο μουσουλμάνος, ο βουδιστής, ο ινδουιστής και ο οποιοσδήποτε άλλος.
Άρα, λοιπόν, οι θρησκείες δεν είναι το πρόβλημα. Πρόβλημα είναι ο τρόπος με τον οποίο κάποιοι χρησιμοποιούν τη θρησκευτικότητα, για να επιβάλλουν τις δικές τους πολιτικές απόψεις.
- Η κρίση στην Μέση Ανατολή και κυρίως η σύρραξη Ισραήλ- Παλαιστινιακού λαού έχε προκαλέσει τα αισθήματα της ελληνικής κοινωνίας. Ποια θεωρείτε ότι πρέπει να είναι η γενικότερη προσέγγιση του θέματος;
Πρέπει να ξέρουμε ότι μέσα στην ιστορία κάθε λαός έχει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσής του. Κάθε λαός έχει το δικαίωμα να διεκδικήσει αυτό που του ανήκει — αυτό δεν μπορούμε να το αμφισβητήσουμε.
Όμως, ο τρόπος διεκδίκησης δεν μπορεί να είναι ο πόλεμος. Επομένως, πρέπει να αναζητούνται τρόποι ειρηνικής διεκδίκησης, στους οποίους να συμβάλλουν εποικοδομητικά και οι θρησκείες της περιοχής, αλλά κυρίως οι μεγάλες δυνάμεις και, φυσικά, οι μεγάλοι πολιτικοί και οικονομικοί οργανισμοί.
Ο ρόλος των μεγάλων πολιτικών οργανισμών στη ζωή της ανθρωπότητας να είναι ουσιαστικός, παρεμβατικός ρόλος και λόγος και όχι ευχολόγια, προκειμένου να βοηθηθούν οι λαοί και να συνυπάρχουν ειρηνικά.
- Η Θεολογική Σχολή της Χάλκης αποτελεί ένα σπουδαίο πνευματικό κέντρο της Ορθοδοξίας, το οποίο επανέρχεται μετά από την επίσκεψη του Παναγιωτάτου Πατριάρχου Βαρθολομαίου στις Η.Π.Α. στην επικαιρότητα. Θα θέλατε να στείλετε ένα μήνυμα σχετικά με την ανάγκη επαναλειτουργίας της;
Η Θεολογική Σχολή της Χάλκης είχε πάντα για τη ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας έναν πολύ σημαντικό και ουσιαστικό ρόλο. Δεν ήταν μόνο ένα φυτώριο θεολόγων και κληρικών, αλλά ήταν κυρίως ένας φάρος και ένας φορέας, μέσα από τον οποίο μεταλαμπαδεύονταν οι αξίες της Ορθοδοξίας και του Χριστιανισμού.
Η επαναλειτουργία της θα είναι μια κίνηση σωτηρίας, εν προκειμένω για τη ζωή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά και μία αφορμή για να αξιοποιηθούν αυτές οι αξίες σε επίπεδο πανορθόδοξο και παγχριστιανικό.
Επιπλέον θα αποτελέσει μία επιβεβαιωτική πράξη σεβασμού στα ανθρώπινα δικαιώματα, στις θρησκευτικές ελευθερίες και στην διαφορετικότητα και ετερότητα.
- Τον τελευταίο καιρό βλέπουμε ότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία εκφράζεται με μια πιο «φιλική» στάση απέναντι στους ανθρώπους της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας. Με τον νέο νόμο για τα ομόφυλα ζευγάρια στην Ελλάδα πώς τοποθετείστε; Ποια θα πρέπει να είναι η ποιμαντική στάση, και ακόμη πως πιστεύετε ότι αυτός ο νόμος θα επηρεάσει την ελληνική κοινωνία και φυσικά τον θεσμό της οικογένειας;
Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει εκπεφρασμένη άποψη απέναντι στα πρόσωπα που χαρακτηρίζονται ως ομοφυλόφιλα. Δέχεται και σέβεται την ελευθερία του καθενός να διαχειριστεί όπως επιθυμεί το σώμα του, την ψυχολογία του και τις διαθέσεις του, και δεν τον απορρίπτει, όπως δεν απορρίπτει κάθε έναν με τις ιδιοτροπίες του και τις ιδιορρυθμίες του. Το ερώτημα είναι με ποιο τρόπο τον δέχεται. Αυτό καθορίζεται από την σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ του ανθρώπου με την εκκλησιαστική ζωή. Αυτό με το οποίο δεν ήταν και δεν είναι σύμφωνη η Εκκλησία είναι μια θεσμική ρύθμιση, η οποία έρχεται να υποκαταστήσει το μυστήριο του γάμου, για το οποίο έχει άλλα δεδομένα. Δεν υφίσταται γάμος εκτός της συνάφειας ανδρός και γυναικός. Δεν υπάρχουν τρία φύλλα αλλα μόνο δυο, άρσεν και θήλυ. Αυτή είναι αξιωματική αρχή της Εκκλησίας, και αυτό καυτηρίασε και δεν δέχτηκε.
- Πριν λίγο καιρό, ένας πατέρας ενός θύματος από το δυστύχημα των Τεμπών σταμάτησε την απεργία πείνας, η οποία διήρκησε 22 ημέρες. Τον ίδιο τον απεργό επισκέφθηκε και ο Μακαριότατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος Β’. Από τα ίδια τα λόγια του Αρχιεπισκόπου “ Όπου υπάρχει πόνος πρέπει να είμαστε κοντά του”, ποια είναι η θέση σας σε αυτή τη τραγωδία που απασχολεί ιδιαίτερα τον ελληνικό λαό;
Νομίζω ότι ο ίδιος ο όρος «τραγωδία» σηματοδοτεί το ποια πρέπει να είναι η στάση μας απέναντι σε αυτό το γεγονός. Κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει ή να παραθεωρήσει την τραγικότητα του γεγονότος και, κυρίως, την απώλεια αυτών των νέων ανθρώπων που ήταν στην αρχή της σταδιοδρομίας τους και που αποτελούσαν τους ευέλπιδες της κοινωνικής ζωής και της ζωής τόσο των τοπικών κοινωνιών όσο και της πατρίδας μας.
Όμως, υπάρχει μια μεγάλη διαφοροποίηση: κανένας και για κανέναν λόγο δεν μπορεί να εκμεταλλευτεί αυτόν τον πόνο και αυτή την τραγωδία. Κανένας δεν μπορεί να χτίσει τις δικές του ιδεολογικές τοποθετήσεις και αντιλήψεις, επενδύοντας χρησιμοθηρικά σε αυτό το δράμα. Η συμπαράσταση, η συμπόνια και η κατανόηση του πόνου είναι απαραίτητες, αλλά δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή οποιαδήποτε αντίληψη που σήμερα αποδεικνύεται ότι κάποιοι προσπαθούν ή έχουν πετύχει, να την εκμεταλλευτούν δηλαδή προς ίδιον πολιτικό όφελος. Η εργαλειοποίηση του πόνου είναι απαράδεκτη.
- Τί πιστεύετε πως χρειάζεται η Καλαμάτα ως πόλη;
Η Μητρόπολις δεν είναι έξω από αυτό που ονομάζεται Καλαμάτα και Μεσσηνία, είναι ένα στοιχείο της ζωής της πόλης και του νομού. Άρα λοιπόν, ότι θετικό υιοθετείται στην πόλη δεν μπορεί να μην έχει μαζί της και την Μητρόπολη, αλλά και κάθε τι θετικό που προτείνει και επιδιώκει η Μητρόπολη δεν μπορεί να μην έχει μαζί της τους υπόλοιπους φορείς της πόλης. Είναι και αυτό μία άλλη διάσταση της συναλληλίας.
Με βάση λοιπόν αυτή την αρχή καταθέτω και κάποιες σκέψεις με αφορμή το ερώτημά σας.
Όταν ήρθα πριν δεκαοχτώ χρόνια, κατέγραψα κάποια προβλήματα, για τα οποία ενοχλείτο η Μητρόπολη κυρίως από ορισμένους κοινωνικούς φορείς προκειμένου να επέμβει.
Το πρώτο ήταν το πρόβλημα των Ατόμων με Αναπηρία — των ατόμων εκείνων που ζουν με τις οικογένειές τους και τα οποία αγωνιούν, όπως και οι οικογένειές τους, τι θα γίνουν όταν πεθάνουν οι γονείς. Ποιος θα είναι αυτός που θα τους δώσει τη δυνατότητα να αισθανθούν ότι συνεχίζουν να είναι άνθρωποι και μέρος αυτής της κοινωνίας;
Έχω κατ’ επανάληψη πει ότι χρειάζεται να κάνουμε ένα “campus”, μέσα στο οποίο θα φιλοξενηθούν αυτά τα άτομα. Τέτοια “campus” υπάρχουν πάρα πολλά στην Ευρώπη, κυρίως στα σκανδιναβικά κράτη. Δυστυχώς ακόμη και σήμερα απευθύνομαι “εις ώτα μη ακουόντων”.
Δεύτερο πρόβλημα εξίσου σημαντικό. Έχουμε ένα πολύ μεγάλο και σύγχρονα εξοπλισμένο Νοσοκομείο, που όμως ζητάμε και πρέπει να αναπτυχθεί, όχι κτηριακά, αλλά με νέες ιατρικές ειδικότητες και μάλιστα αυτές που αγγίζουν τον πόνο του ανθρώπου, ογκολογικό δηλαδή τμήμα. Δεν νοείται σε έναν ευρωπαϊκό και παγκόσμιο νοσηλευτικό συγκρότημα να υπάρχει νοσοκομείο και δίπλα να μην υπάρχει ξενώνας φιλοξενίας των συνοδών των ασθενών. Δεν γίνεται μέσα σε ένα χώρο όπου πρέπει να είναι όσο το δυνατόν άσηπτο να μπαινοβγαίνουν και να παραμένουν άνθρωποι που μεταφέρουν μικρόβια από το έξω προς τα μέσα ή να παίρνουν μικρόβια ενδονοσοκομειακά και τα μεταφέρουν έξω. Πρότεινα λοιπόν να γίνει ένας τέτοιος ξενώνας, όπως υπάρχει ένας αντίστοιχος στην Αθήνα και στην Κρήτη, προκειμένου να γίνει η φιλοξενία αυτών των ανθρώπων. Επιπλέον, στον ίδιο χώρο του ξενώνα να υπάρχει ένα νηπιαγωγείο, όπου θα μπορούν οι εργαζόμενοι του Νοσοκομείου να βάζουν τα παιδιά τους. Και η πρόταση μου αυτή είχε την ίδια κατάληξη με την πρώτη.
Το τρίτο ζήτημα. Δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη σε μία πόλη, εάν δεν υπάρχουν υποδομές αλλιώς δεν θα μπορέσουμε να πάμε μπροστά ποτέ. Ο ένας τρόπος για να αναπτυχθεί μια πόλη είναι οι δρόμοι — νομίζω ότι αυτό γίνεται. Ο άλλος τρόπος είναι να γίνουν οι υποδομές που έχουν να κάνουν με ό,τι η πόλη μπορεί να προσφέρει και εν προκειμένω η κάθε μορφής τουριστική επένδυση. Δεν υπάρχουν ξενοδοχειακές κλίνες στην πόλη και το έχουμε ανάγκη, ενώ υπάρχουν ανεκμετάλλευτες εκτάσεις (Δυτική Παραλία-Μπούκα) για επενδύσεις.
Επιπλέον, έχουμε ανάγκη από φοιτητικές εστίες. Υπάρχει ένα Πανεπιστήμιο και οι φοιτητές αναζητούν να βρουν σπίτια, τα οποία επίσης δεν υπάρχουν πολλά ενώ όσα υπάρχουν είναι και ακριβά. Τέλος πρέπει να γίνει μια μεθόδευση, ώστε να αναπτυχθεί η πόλη έτσι όπως πρέπει να αναπτυχθεί, ως μια σύγχρονη ευρωπαϊκή πόλη. Το άλλο μεγάλο ζήτημα είναι το πώς αυτή η πόλη θα μπορέσει να γίνει κλιματικά ουδέτερη.
Θεωρώ ότι μερικά από αυτά απαιτούν περισσότερο αλλαγή νοοτροπίας, προκειμένου να στηριχθούν από την ιδιωτική πρωτοβουλία, κάτι για το οποίο βρισκόμαστε ακόμη σε νηπιακή νοοτροπία, και λιγότερο βούληση ή φαντασία. Σας ευχαριστώ πολύ για την φιλοξενία.
* Ο Αθανάσιος Καρατζάς είναι φοιτητής Νομικής.
