Πρόσφατα στην Γαλλία, κατατέθηκε μια τροπολογία με σκοπό να αποσυρθεί η ψυχανάλυση από το πεδίο της δημόσιας ψυχικής υγείας. Η γαλλική αλλά και η παγκόσμια ψυχαναλυτική κοινότητα απάντησε σθεναρά. Η τροπολογία αποσύρθηκε και για την ώρα ένας τέτοιος κίνδυνος αποσοβήθηκε. Τι θα σήμαινε όμως ένας τέτοιος αποκλεισμός της Ψυχανάλυσης; Θα ήταν ενδεχομένως κάτι που θα ενδιέφερε αμιγώς την ίδια την τεχνική της Ψυχανάλυσης και τους κλινικούς που την εφαρμόζουν; Ή μήπως ο εξοστρακισμός της Ψυχανάλυσης αφορά ειδικότερα τον κάθε άνθρωπο αλλά και την ίδια την κοινωνία γενικότερα; Για να απαντήσουμε θα χρειαστεί να διευκρινίσουμε τι είναι αυτό που διαφοροποιεί την Ψυχανάλυση από τις άλλες προσεγγίσεις , πως προσλαμβάνεται ο άνθρωπος για την Ψυχανάλυση και τέλος θα χρειαστεί να εξετάσουμε ποια είναι η συνεισφορά της Ψυχανάλυσης.
Είναι γεγονός ότι η ψυχανάλυση κατά καιρούς, έχει απαξιωθεί με διάφορες αφορμές. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές είναι το Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα. Ακούμε συχνά ότι ο έρωτας για το αγόρι είναι η μητέρα και για το κορίτσι είναι ο πατέρας. Λάθος! Τόσο για το αγόρι όσο και για το κορίτσι το πρώτο ερωτικό αντικείμενο είναι η μητέρα με διαφορετικές επιπτώσεις στην ψυχοσεξουαλική τους ανάπτυξη. Διαβάζουμε επίσης ότι το ασυνείδητο είναι η αιτία της ψυχικής ασθένειας. Λάθος! Δεν αρρωσταίνουμε καθαυτό από το ασυνείδητο αλλά όταν το αγνοούμε. Παρατηρούμε λοιπόν μια αβυσσαλέα σύγχυση θεμελιωδών ψυχαναλυτικών εργαλείων η οποία είναι ικανή να αποπροσανατολίζει έναν άνθρωπο που σε μια κρίσιμη στιγμή της ζωής του θα χρειαστεί την συνδρομή της ψυχανάλυσης.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Αυτό το οποίο διαφοροποιεί την ψυχανάλυση από τις λοιπές θεραπευτικές προσεγγίσεις είναι η ύπαρξη του ασυνειδήτου, η φροϋδική αυτή επινόηση, της τάξεως της κοπερνίκειας και δαρβινικής σύλληψης.
Βεβαίως στην σημερινή ψυχαναλυτική κλινική αντιμετωπίζουμε την μοντέρνα συμπτωματολογία. Συγκεκριμένα, δεν παρατηρούνται παραλυσίες όπως την εποχή του Φρόιντ. Υπάρχουν όμως αφωνίες και πόνοι στο σώμα, χωρίς οργανική αιτιολογία. Τα ψυχικά συμπτώματα, υφίστανται μεν τροποποιήσεις, αλλά αυτό που δεν αλλοιώνεται είναι το ασυνείδητο, καθώς το τελευταίο είναι προϊόν της γλώσσας, αποτέλεσμα του γεγονότος ότι μιλάμε. Μάλιστα όχι μόνο μιλάμε αλλά απολαμβάνουμε και όταν μιλάμε. Δηλαδή, δεν μιλάμε μόνο για να επικοινωνούμε.
Μπορούμε να φανταστούμε το ασυνείδητο ως ένα ερμητικό και κρυπτογραφημένο κείμενο που δεν υπάγεται σε γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες. Γαντζωμένο με την μορφή της λέξης έχει την ιδιότητα να ξεπηδά αστραπιαία μέσα από τα διάσημα παράγωγά του, όπως είναι: τα όνειρα, τα γλωσσικά ολισθήματα, τις παραπραξίες, αλλά βεβαίως βρίσκεται και στην καρδιά των συμπτωμάτων μας.
Πρέπει να παραδεχτούμε ότι το ασυνείδητο είναι ορισμένες φορές ενοχλητικό καθώς μεταξύ άλλων έρχεται απρόσκλητο στον ύπνο μας, μέσω του ονείρου, για να μας υπενθυμίσει οτι δεν είμαστε αυτοί που νομίζουμε, αποκαλύπτοντάς μας επιθυμίες και ευχές που δεν γνωρίζαμε ότι τις είχαμε, ανατρέποντας τις θεωρήσεις μας για το τι είναι καλό, δίκαιο και σωστό. Μια ψυχανάλυση μας φανερώνει κομμάτια του εαυτού μας, τα οποία είναι πιο ποταπά, δυσλειτουργικά και ξένα ως προς εμάς τους ίδιους. Με άλλα λόγια κάτι τόσο εσωτερικό δικό μας μπορεί ταυτόχρονα να μας είναι αλλότριο και ανυπόφορο.
Το ασυνείδητο όμως δεν είναι μόνο αυτό που μας τσιγκλάει, είναι κυρίως αυτό που μας προστατεύει, έχοντας μια προφυλακτική διάσταση, ακριβώς επειδή με έναν παράδοξο τρόπο φέρει μια γνώση και μια αξία αλήθειας, που αφορά κάθε άνθρωπο ξεχωριστά.
Χρειάζεται αφενός ένα αναλυτικό πλαίσιο για να αντιληφθούμε αυτήν την ακούσια και αινιγματική γνώση που είναι το ασυνείδητο. Ζητείται αφετέρου κανείς να παραιτηθεί από ένα μέρος της απόλαυσης του και της άγνοιάς του για να καταφέρει να αποσαφηνίσει το ασυνείδητο ως γνώση.
Καθώς δεν υπάρχει ενιαίο λεξικό ασυνειδήτου ο άνθρωπος που βρίσκεται σε ανάλυση, καλείται να αποκωδικοποιήσει την πολυφωνία και την πολυσημία του δικού του ασυνειδήτου. Πρόκειται για μια άκρως ιδιωτική μεταφραστική διαδικασία που δεν έχει εφαρμογή στον διπλανό μας.
Αν για την ιατρική, υγεία είναι η σιωπή των οργάνων, για την ψυχανάλυση ισχύει ακριβώς το αντίθετο · το σύμπτωμα χρειάζεται να μιληθεί.
Ας πάρουμε αρχικά την περίπτωση ενός ασθενούς που λόγω εγκολπώματος στο λεπτό έντερο, χρειάζεται επειγόντως να χειρουργηθεί. Ο χειρουργός, αφού αφαιρέσει το νοσηρό κομμάτι του εντέρου, θα επανενώσει το έντερο έτσι ώστε ο ασθενής να συνεχίσει να ζει, χωρίς να απειλείται η ζωή του και χωρίς να πονάει. Η χειρουργική πράξη της αφαίρεσης και επανένωσης είναι ζωτικής σημασίας.
Ας πάρουμε τώρα, την περίπτωση ενός ανθρώπου που ταλαιπωρείται από ένα ψυχικό σύμπτωμα πχ εξουθενωτικά καταναγκαστικά τελετουργικά, χωρίς τα οποία δεν μπορεί να βγει από το σπίτι ή ένα σοβαρό αυτοάνοσο νόσημα. Το ψυχικό σύμπτωμα, σε αντίθεση με το ιατρικό δεν έχει ιστική βλάβη αλλά μέσα σε αυτό είναι εγκλωβισμένες λέξεις που λειτουργούν υπογείως και από τις οποίες παραδόξως απολαμβάνουμε. Ακριβώς όμως επειδή το ψυχικό σύμπτωμα, έχει δομή γλώσσας είναι ερμηνεύσιμο και δύναται με μια εύστοχη ερμηνεία να υποχωρήσει.
Σε μια ψυχαναλυτική διαδικασία, εντός της οποίας οι ταυτίσεις πέφτουν και αν δεν πέφτουν αλλάζουν σημασία, οι άμυνες χαλαρώνουν, φρικιαστικά συμβάντα με τα οποία ήρθαμε αντιμέτωποι νοηματοδοτούνται, και η απόλαυση μετατρέπεται σε μια επιθυμία που δίνει όρεξη για την ζωή, η αναλυτική πράξη δεν είναι τίποτε άλλο παρά η επανασύνδεση του ανθρώπου με το ασυνείδητό του, επανασύνδεση ζωτικής σημασίας.
Σε ένα σύστημα υγείας, εντός του οποίου ο ψυχικός πόνος είναι μετρήσιμος, αντιστοιχώντας αποκλειστικά σε έναν κωδικό όπου περιγραφικά θα αναφέρονται τα συμπτώματα των ανθρώπων και οι διαγνώσεις ως ετικέτες δίνουν μαζικές ready made λύσεις, ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένας αριθμός.
Η ψυχανάλυση αναγνωρίζει ότι ο άνθρωπος δεν εξαντλείται σε μια συνειδητή βούληση και ένα Εγώ. Όσο παραγκωνίζουμε το ασυνείδητο, τόσο θρέφουμε τις ενορμήσεις, την βαρβαρότητα, την παραβατικότητα, την ψυχική νόσο. Η αποκρυπτογράφησή του ασυνειδήτου, μας προφυλάσσει, γιατί διαβάζουμε καλύτερα όσα μας συνέβησαν ή όσα οι άλλοι προσπάθησαν να κάνουν σε εμάς.
Το θεραπευτικό αποτέλεσμα της ψυχανάλυσης ενέχει στοιχεία ποιοτικού χαρακτήρα. Όταν ένας άνθρωπος ζητάει την βοήθεια της ψυχανάλυσης και ανακουφίζεται, κατ’ουσίαν δεν ανακουφίζεται μόνο ο ίδιος αλλά και οι οικείοι του οι οποίοι υφίστανται τις συνέπειες από ότι τον ταλαιπωρούσε, και αυτό δεν μπορεί να αποτιμηθεί ποσοτικά.
Όπως μας τονίζει ο Ζακ-Αλέν Μιλέρ η ψυχανάλυση υπογραμμίζει την διαφορά ανάμεσα στο είναι και στην ύπαρξη, και στις συνέπειες καθολικότητας και ενικότητας που αντιστοίχως φέρουν. Το καθολικό επίπεδο του είναι δεν δίνει δεκάρα για την ύπαρξη. Αντιθέτως, η ψυχανάλυση προωθεί την ενικότητα του κάθε ξεχωριστού ανθρώπου. Για τον Λακάν, η ψυχανάλυση είναι το τελευταίο λουλούδι της ιατρικής δίνοντας έμφαση στην υποκειμενικότητα εντός των ψυχικών συμπτωμάτων και στη ανεπανάληπτη ιστορία του κάθε ανθρώπου, αντιστεκόμενη στην κανονικοποίηση. Σε μια εποχή όπου δεν υπάρχουν εγγυήσεις, η ανάδυση της υποκειμενικότητας μέσα από τις ασυνείδητες επεξεργασίες ίσως είναι η μόνη εγγύηση της ανθρώπινης ύπαρξης, και αυτή είναι η μέγιστη συνεισφορά της ψυχανάλυσης.
Η Ηρώ Ζουμποπούλου είναι Ψυχαναλύτρια λακανικού προσανατολισμού. Δίνει ομιλίες στην Ελλάδα και το εξωτερικό για την προώθηση της ψυχανάλυσης στο ευρύ κοινό και αρθρογραφεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο.
